Ανθρωποι παγιδευμένοι σε μια διαλυμένη πόλη ανθρακωρύχων στις παρυφές της Γλασκώβης όσο η Θάτσερ μεσουρανούσε, οι οποίοι πίστευαν ότι ο κόσμος των γραμμάτων δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να συμπεριλάβει τις φτωχογειτονιές που είχαν αρχίσει να μαραζώνουν εξαιτίας της καλπάζουσας αποβιομηχανοποίησης. Ευτυχώς όμως η ζωή είναι πάντα απρόβλεπτη. Eνας τέτοιος άνθρωπος, ο 45χρονος συγγραφέας Ντάγκλας Στιούαρτ, είδε το πρώτο του βιβλίο, «Σάγκι Μπέιν» (στα ελληνικά από τις εκδ. Μεταίχμιο), να αποσπά το βραβείο Booker 2020 προκαλώντας διθυραμβικά σχόλια. Τίποτα δεν ήταν εύκολο ή αυτονόητο για τον συμπαθέστατο Στιούαρτ, ο οποίος εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή και την κατακλύζει με τα χαρακτηριστικά τραγουδιστά «r» της σκωτσέζικης προφοράς, τον πάλαι ποτέ πάμπτωχο πιτσιρικά που αγαπούσε τις κούκλες και μεγάλωνε με μια αλκοολική μητέρα. Ενα σκηνικό που περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια στο σπαρακτικό βιβλίο το οποίο έπρεπε να απορριφθεί 32 φορές προτού βρει τον δρόμο για το τυπογραφείο.

Εσείς πού αποδίδετε τελικά τη µεγάλη επιτυχία του «Σάγκι Μπέιν»;

«Νομίζω στο ότι απορρίφθηκε τόσο πολλές φορές από τους εκδοτικούς οίκους επειδή πίστευαν πως ήταν ένα βιβλίο που δεν θα έβρισκε λαϊκό έρεισμα, γιατί μιλάει για μια πολύ συγκεκριμένη περιοχή και εποχή. Ωστόσο η ιστορία του «Σάγκι» διακατέχεται από μια καθολικότητα. Πολλές γυναίκες ταυτίζονται με την ηρωίδα του, Αγκνες, με αυτό το αίσθημα ότι δεν μπορείς να πραγματοποιήσεις τα μικρά όνειρά σου, παγιδευμένη σε μια ζωή που υπολείπεται των δυνατοτήτων σου, της λάμψης και της φιλοδοξίας σου. Αλλοι ταυτίζονται με τον Σάγκι, καθώς πολλοί μεγαλώσαμε με εξαρτημένα άτομα στο σπίτι και δεν είχαμε τρόπο να μιλήσουμε για την εμπειρία μας. Πολλοί άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, έχουν συντριβεί στο πλαίσιο των πατριαρχικών κοινωνιών και αυτή είναι μια παγκόσμια συνθήκη. Τελικά όμως νομίζω ότι το βιβλίο ξεπερνάει τα σύνορα της Γλασκώβης, γιατί έχει μια παλλόμενη καρδιά».

Γιατί χρειαστήκατε δέκα χρόνια για να το γράψετε;

«Κατ’ αρχάς, έπρεπε να συντηρώ τον εαυτό μου με πολλές δουλειές, συμβαίνει αυτό συχνά όταν είσαι συγγραφέας, κι εγώ δούλευα στον χώρο της μόδας στη Νέα Υόρκη που είναι μια πόλη αδυσώπητη, οπότε έπρεπε να γράφω στον ελεύθερο χρόνο μου. Για εμένα είναι σημαντικό το ρήμα «γράφω» και όχι το ουσιαστικό «συγγραφέας». Μου άρεσε πολύ που δημιουργούσα αυτόν τον κόσμο, έσπευδα να φύγω από τη δουλειά μου για να επιστρέψω στους χαρακτήρες μου και να περάσω χρόνο μαζί τους. Δεν ήθελα να είναι εύκολοι άνθρωποι, γιατί η ζωή δεν είναι εύκολη και οι άνθρωποι δεν είναι δισδιάστατοι. Ενας άλλος λόγος ήταν ότι προσπαθούσα να αντιμετωπίσω αυτό το εσωτερικοποιημένο αίσθημα κατωτερότητας και κοινωνικού αποκλεισμού που πάντα ένιωθα εξαιτίας της τάξης στην οποία ανήκα».

Πλέον είστε συγγραφέας πλήρους απασχόλησης. Είναι κάτι που µπορούσατε να φανταστείτε όταν µεγαλώνατε ως παιδί της εργατικής τάξης στη Γλασκώβη του ’80;

«Πάντα αισθανόμουν αποκλεισμένος από τις ακαδημαϊκές σπουδές εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το ταξικό σύστημα στη Βρετανία, αλλά και επειδή η μητέρα μου πάλευε με την εξάρτησή της. Το δικό μου bullying ήταν καθημερινή υπόθεση, οπότε το σχολείο ήταν μια μεγάλη πρόκληση. Η σκέψη ότι θα σπούδαζα αγγλική φιλολογία και θα γινόμουν συγγραφέας ήταν αδιανόητη για τους άνδρες στο περιβάλλον μου, η ιδέα ότι μπορείς να βιοποριστείς από τη συγγραφή είναι μια πραγματικότητα που δεν είχε καμία σχέση με εμάς. Μπήκα στον χώρο της υφαντουργίας, μια ιδιαίτερα σκωτσέζικη, χειροπιαστή τέχνη, και στη συνέχεια εργάστηκα στην Αμερική, στον χώρο της μόδας. Οπότε η συγγραφή είναι ένα ταξίδι 25 ετών για εμένα, μια επιστροφή στο μέρος που ήθελα να βρίσκομαι ήδη στα 18 μου. Ο «Σάγκι» ήταν το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση».

Εξακολουθεί να είναι τόσο άκαµπτο το βρετανικό ταξικό σύστηµα;

«Νομίζω ότι στην εποχή μας είναι ακόμα δυσκολότερο να υπάρξει κινητικότητα ανάμεσα στις τάξεις, γιατί η εκπαίδευση έχει γίνει πολύ πιο ακριβή, ενώ η ψαλίδα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς μεγαλώνει σε αρρωστημένο βαθμό. Οταν ήμουν νέος υπήρχε μια παρηγοριά στη φτώχεια με την οποία μεγάλωνα, οι αντιθέσεις δεν ήταν τόσο μεγάλες. Επειτα, όλος ο κόσμος μου ήταν οι δρόμοι που ήξερα, υπήρχε μια παρηγοριά σε αυτή την «άγνοια», αλλά κατανοούσα το σύμπαν μου. Οι νέοι σήμερα μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα έχουν πρόσβαση σε ζωές που είναι δραστικά διαφορετικές από τις δικές τους και αυτό πρέπει να φέρνει μεγάλη αγωνία σε ανθρώπους που μεγαλώνουν στη φτώχεια. Ξέρουμε ότι περίπου το ένα τέταρτο ή το ένα τρίτο των παιδιών στην Βρετανία μεγαλώνουν στο όριο της φτώχειας. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο κόσμος του Σάγκι έχει εξαφανιστεί εντελώς, αλλά αυτό δεν ισχύει, σε παγκόσμιο επίπεδο. Απλώς δεν έχουμε κάνει τίποτα για να τον καταστήσουμε ορατό ή για να βοηθήσουμε όσους βρίσκονται εντός του».

Πλέον βραβεύονται πολλές διαφορετικές φωνές στη λογοτεχνία. Πιστεύετε ότι η «κινητικότητα» έχει βελτιωθεί;

«Το γεγονός ότι βλέπουμε τέτοιες φωνές να βραβεύονται δεν σημαίνει πως το σύστημα εμφορείται από διαφορετικότητα. Στη συντριπτική πλειονότητα εξακολουθεί να είναι μια βιομηχανία της λευκής, μεσαίας τάξης. Η εργατική τάξη αποτελεί το 30% του πληθυσμού στο Ηνωμένο Βασίλειο, όμως δεν εκπροσωπούμε το 30% της λογοτεχνίας, της τηλεόρασης ή του κινηματογράφου. Οταν σκέπτομαι, για παράδειγμα, τα βιβλία που ενέπνευσαν τον «Σάγκι» και αναφέρονται στη βιομηχανική Σκωτία, έργα των Τζέιμς Κέλμαν, Ιρβιν Γουέλς, Αλισντερ Γκρέι, αντιλαμβάνομαι πόσο βασίζονται μόνο στην ετεροφυλοφιλική εμπειρία. Αυτό που κάνει τον «Σάγκι» να ξεχωρίζει είναι ότι πρόκειται για την ιστορία μιας μητέρας υπό απειλή και ενός queer αγοριού σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον».

Ποιες ήταν οι δεξιότητες που καλλιεργήσατε µέσα από τις σπουδές και τη µετέπειτα καριέρα στον χώρο της µόδας που καλλιέργησαν τη συγγραφική σας κλίση;

«H κλωστοϋφαντουργία αφορά τη δημιουργία ενός αντικειμένου που προκαλεί ένα συναίσθημα στον ιδιοκτήτη του, το ακουμπάς και έχεις μια προσωπική σχέση μαζί του. Οταν έγραφα τον «Σάγκι» ήθελα να δημιουργήσω έναν ανάγλυφο κόσμο για τους αναγνώστες μέσα στον οποίο θα μπορούσαν να βυθιστούν και να αισθανθούν ότι τους περιβάλλει θαλπωρή. Η τέχνη αυτή μού δίνει την ικανότητα να σκέφτομαι με οπτικό τρόπο αλλά παράλληλα να συνυπολογίζω και όλες τις αισθήσεις: πώς φαίνεται κάτι, πώς μυρίζει, πώς το αισθάνεται κανείς, πώς σε κάνει να αισθάνεσαι όταν το ακουμπάς. Είναι επίσης μια τεχνική που απαιτεί εξαιρετική πειθαρχία, έχει να κάνει με τη συγκέντρωση στη μικροδράση. Είτε υφαίνεις είτε πλέκεις, βάζεις την πίστη σου στην επανάληψη όλων αυτών των μικροπράξεων και μετά πρέπει να σταθείς δυο βήματα πιο πίσω και να σκεφθείς: «Είναι αυτό το έργο που προσπαθώ να φτιάξω;». Οπότε πάντα είχα επίγνωση ότι πρέπει να εστιάσω στις λεπτομέρειες και μετά να σταθώ πίσω και να δω τη μεγαλύτερη εικόνα».

Μεγαλώσατε σε ένα σπίτι χωρίς καθόλου βιβλία. Ποιο ήταν το πρώτο που διαβάσατε τελικά;

«Ηταν η «Τες των ντ’ Ιρμπερβίλ» του Τόμας Χάρντι. Είχαμε πολλά ράφια στο σπίτι και νόμιζες ότι ήταν γεμάτα βιβλία, αλλά όταν πήγαινες να πάρεις ένα, ήταν αυτές οι βιντεοκασέτες από βινύλιο, η ράχη των οποίων είχε τυπωμένους τίτλους από βιβλία. Πίστευες ότι θα βρεις έναν Χένρι Τζέιμς, αλλά τελικά έβλεπες επεισόδια του «Ντάλας». Επίσης, ήμουν ένας νέος που δεν βίωνα εσωτερική γαλήνη. Οι άνθρωποι χρειάζονται ηρεμία εντός τους αλλά και στο περιβάλλον τους για να μπορούν να εστιάσουν σε ένα βιβλίο, μια πολυτέλεια για πολλούς ανθρώπους. Ο Τόμας Χάρντι με το βουκολικό περιβάλλον της αγγλικής επαρχίας του 19ου αιώνα μού άνοιξε έναν ολόκληρο κόσμο που δεν θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετικός από τον δικό μου».