Καθώς σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται δύο χρόνια από τις εκλογές του Ιουλίου 2019 και της ανάληψης της διακυβέρνησης της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία, διακρίνουμε όλο και πιο έντονα στους υπουργούς και στα στελέχη της κυβερνώσας παράταξης την ανάγκη να προβάλουν το δικό τους success story.
Τελευταίο παράδειγμα η παρουσίαση στο Υπουργικό Συμβούλιο του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Πολιτικής από τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα, στον οποίο οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι «τα έδωσε όλα» για να μετριάσει τις επιπτώσεις της πανδημίας. Οπως είπε, συνολικά κατά την τελευταία διετία έχουν διοχετευθεί για στήριξη της οικονομίας 41 δισ. ευρώ (23,1 δισ. ευρώ το 2020, 15,8 δισ. ευρώ το 2021), ενώ προβλέπεται να διατεθούν ακόμη 2,1 δισ. ευρώ το 2022.
Αυτό που απέφυγε ο υπουργός να πει είναι αυτό που όλοι οι άλλοι βλέπουν με την πρώτη ματιά. Δηλαδή ότι η οικονομία που βρέθηκε στη δίνη της πανδημίας έχει γυρίσει πολλά χρόνια πίσω, παρά τα όσα μοίρασε…
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν έπεσε στα 165 δισ. ευρώ από 194 δισ. που ήταν το 2019 και όπως προβλέπεται εφέτος θα ανέβει στα 172 δισ. ευρώ, για να πάρει στη συνέχεια ορμή από το Ταμείο Ανάκαμψης και το επενδυτικό κύμα που όλοι περιμένουν. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις θα βρεθούμε ξανά στα επίπεδα του 2019 το 2024 ή ίσως το 2025.
Το ίδιο συνέβη και με το δημοσιονομικό έλλειμμα που κλείνει για δεύτερη χρονιά σε ποσοστό πάνω από 9% του ΑΕΠ, επιβαρύνοντας ασφαλώς ισόποσα το χρέος. Ως υπουργός, όμως, Οικονομικών οφείλει να αισιοδοξεί…
Εμείς θα σημειώσουμε το εξής:
Η ανάκαμψη της οικονομίας και η όσο το δυνατόν ταχύτερη αποκατάσταση των χαμένων εισοδημάτων που όλοι ευχόμαστε εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από την ταχύτητα ανάκαμψης του τουρισμού, που αποτέλεσε και την κύρια συνιστώσα της ανάπτυξης από το 2013 και μετά, επί κυβέρνησης Σαμαρά, και από τις επενδύσεις που τα τελευταία δύο χρόνια δεν έγιναν.
Και όπως είπε έμπειρος τραπεζίτης, «τώρα έχουμε την ευκαιρία. Η χώρα μας θα αρχίσει σε λίγους μήνες να επωφελείται από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Ποτέ στο παρελθόν η Ελλάδα δεν είχε στη διάθεσή της τέτοιο ύψος ευρωπαϊκών πόρων για να στηρίξουν την ανάπτυξη. Η πρόκληση για την οικονομία μας δεν είναι πλέον η εξεύρεση κεφαλαίων, αλλά η εκκίνηση αρκετών επενδυτικών πλάνων ικανών να απορροφήσουν τους διαθέσιμους πόρους».
Αυτή είναι και η μεγάλη πρόκληση της δεύτερης διετίας της κυβέρνησης.