Η κατάρρευση της Δικτατορίας των συνταγματαρχών μετά την εθνική καταστροφή της Κύπρου το καλοκαίρι του 1974 και η επελθούσα Μεταπολίτευση μετέβαλαν πλήρως τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στη χώρα.
Ενα σαρωτικό κύμα κοινωνικής απελευθέρωσης και πολιτικοποίησης μαζί επικράτησε από τις πρώτες μέρες εκείνου του θέρους.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατανόησε εξ αρχής την αναπτυσσόμενη κοινωνική δυναμική, ένιωσε από την πρώτη ώρα ότι τα αιτήματα των καιρών ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δυνατότητες της πληγωμένης από τα κακουργήματα της χούντας παράταξής του.
Ο ίδιος θέλησε αρχικώς να ασφαλίσει τη Δημοκρατία και να αναπροσανατολίσει την παράταξή του, αλλά αντελήφθη έγκαιρα τη δυσκολία του εγχειρήματος και γι’ αυτό περιορίστηκε στην ικανοποίηση του δικού του εθνικού οράματος, που δεν ήταν άλλο από αυτό της ένταξης της Ελλάδας στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.
Εβλεπε τη δυναμική και το χάρισμα του Ανδρέα Παπανδρέου και έκρινε πως του ταίριαζε καλύτερα ο ρόλος του εγγυητή της Δημοκρατίας και της ευρωπαϊκής προοπτικής.
Μετά τις εκλογές του 1977, τα αποτελέσματα των οποίων επιβεβαίωσαν πλήρως τις προδιαγραφόμενες τάσεις, οργάνωσε συστηματικά και οργανωμένα τόσο την ένταξη στην τότε ΕΟΚ όσο και τη μεταπήδησή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε εγκατασταθεί πια στο κέντρο της πολιτικής ζωής, ήταν ήδη βαθιά επιδραστικός, οι παρεμβάσεις του – ακόμη και οι πιο ακραίες – αγκαλιάζονταν από τη λαϊκή πλειοψηφία και ο μύθος του διευρυνόταν μέρα με τη μέρα.
Η πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών άλλωστε είχε απελευθερώσει τους πολίτες από τον μακρύ μετεμφυλιακό κύκλο καταπίεσης, η Δημοκρατία κατέστη παλλαϊκό αίτημα, ο συνδικαλισμός και γενικώς η συμμετοχή στα κοινά έλαβαν πάνδημα χαρακτηριστικά, τα ελλείμματα έκφρασης και εκπροσώπησης καλύφθηκαν μέσω αυτής και έτσι το αίτημα της πολιτικής αλλαγής επικράτησε και βεβαίως ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου που το εξέφρασε, ξεπερνώντας κατά πολύ τους συνδιεκδικητές του, της Αριστεράς ιδιαιτέρως που θεωρούσαν δικό τους τον αντιδικτατορικό αγώνα.
Ενας δυναμικός ριζοσπαστισμός, πολιτικός και κοινωνικός, ξεπήδησε ξαφνικά από παντού, από τα πανεπιστήμια και τα σχολεία μέχρι τα εργοστάσια και το πλήθος των ελληνικών κοινοτήτων.
Ο Ανδρέας εξέφρασε εκείνη την ατμόσφαιρα, ο λόγος και τα συνθήματά του υπερέβαιναν ακόμη και τους πιο ριζοσπάστες νέους, με αποτέλεσμα το αίτημα της πολιτικής αλλαγής που εκείνος ευαγγελιζόταν να γίνει κυρίαρχο και να παρασύρει τους πάντες και τα πάντα, συνεπαίρνοντας κυρίως τα παραμελημένα στρώματα της κοινωνίας, με πρώτους τους φτωχότερους και τους αποκλεισμένους.
Οι γέροντες αισθάνθηκαν τότε ότι παίρνουν τη ρεβάνς της ήττας των νιάτων τους και οι νεότεροι πίστεψαν πως ήλθε ο καιρός για την εκπλήρωση των ονείρων τους.
Με τη σαρωτική νίκη του το 1981 έθεσε σε κίνηση την ελληνική κοινωνία, προκάλεσε απίστευτες μετατοπίσεις, μετέφερε ισχύ σε νέες δυνάμεις, ακινητοποίησε τις παλαιές, έφερε καινούργιο κόσμο στο προσκήνιο, γκρέμισε τα κάστρα του αναχρονισμού και κοινωνικού καθωσπρεπισμού, διαμόρφωσε μέσω των αλλαγών του οικογενειακού δικαίου νέο απελευθερωτικό κοινωνικό πρότυπο και το κυριότερο, κατέρριψε τα τείχη της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, προκαλώντας πρωτοφανή στα ελληνικά χρονικά κοινωνική κινητικότητα.
Και γι’ αυτό δοξάστηκε και συνεχίζει να μνημονεύεται.
Πέρα από τα λάθη, τις υπερβολές και τις πολλές κατά καιρούς αμφισβητήσεις για τον μικροαστικό χυλό που γέννησε, ήταν το πρόσωπο που έβαλε τη σφραγίδα του στον διεκδικούμενο επί δεκαετίες κοινωνικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας.
Από αυτή του την πολιτική σύλληψη και δράση πηγάζει και ο μύθος του «λευκού Πελέ», που ακόμη τον συνοδεύει και τον θέλει να «παίζει» στο πολιτικό παιχνίδι, 25 χρόνια μετά τον θάνατό του.