Στη μεταπολεμική δεκαετία του ’60 η Ελλάδα αναπτυσσόταν με ρυθμούς 6%-7% τον χρόνο και αντιμετωπιζόταν από τον ΟΟΣΑ ως χώρα πρότυπο οικονομικής μεγέθυνσης. Θα μπορούσε να αποδοθεί τότε ως «τίγρης» της Ευρώπης, κατ’ αναλογίαν με τις «τίγρεις» της Νοτιοανατολικής Ασίας στη δεκαετία του ’90.
Βεβαίως σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον και σε ανελεύθερο, κατά βάση, πολιτικό κύκλο, με περιορισμούς στην έκφραση, χωρίς συνδικαλιστικές ελευθερίες και κράτος εν πολλοίς αστυνομικό και οικονομικά προστατευτικό, με έλεγχο εισαγωγών και τιμών.
Προφανώς δεν υπάρχουν ευθείες αναλογίες με τις σημερινές συνθήκες.
Ωστόσο, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς το γενικότερο περιβάλλον δημιουργίας και ανασυγκρότησης που επικράτησε στα μεταπολεμικά χρόνια. Από τον ζόφο και την ανείπωτη δυστυχία του πολέμου ανεδύθη ελπίδα ζωής και αναγέννησης, ένα κύμα αναδημιουργίας παρέσυρε τότε ολόκληρο τον κόσμο.
Και στην περίπτωσή μας εξελίχθηκε υπό την επίδραση των περιορισμένων – κατ’ αναλογίαν με το σήμερα – πόρων της εξωτερικής βοήθειας του Σχεδίου Μάρσαλ και των λεγόμενων άδηλων πόρων, των εμβασμάτων κυρίως που έστελναν πίσω οι μετανάστες και οι ναυτικοί μας, που μαζικά εκείνα τα χρόνια υπηρετούσαν στον ταχέως αναπτυσσόμενο ελληνόκτητο στόλο.
Το κυριότερο πάντως ήταν ότι τα χρήματα έπιαναν τόπο, παρά τα όποια οικονομικά σκάνδαλα της περιόδου. Και αυτό γιατί οι πόροι κατευθύνονταν κατά βάση σε παραγωγικές δραστηριότητες, σε σχέδια που ενέπνεαν εμπιστοσύνη και μετουσίωναν οικονομικές ευκαιρίες σε βάσεις μεγέθυνσης και δημιουργίας νέου πλούτου.
Ο ρόλος των πιστωτικών ιδρυμάτων υπήρξε καθοριστικός σε εκείνα τα χρόνια. Οι τράπεζες της δεκαετίας του ’60 απέδιδαν εξαιρετική σημασία στη δημιουργία νέων βιώσιμων επιχειρήσεων, στην οργάνωση ανθεκτικών «νέων βιβλίων», όπως έλεγαν τότε, λειτουργούσαν κυρίως ως επενδυτικοί σύμβουλοι, πήγαιναν επί τόπου στον χώρο άσκησης των δραστηριοτήτων, επέλεγαν τις συνεργασίες τους, γνώριζαν τα πρόσωπα, κοινώς άνοιγαν δρόμους, δεν κυριαρχούσε η κουλτούρα των τοκοφόρων και δεσμευτικών κεφαλαίων κίνησης, που για πολλούς αποτέλεσαν και αποτελούν βάσεις υπερχρέωσης και χρεοκοπιών. Και το σημαντικότερο, μέσω αυτής της πρακτικής κινητοποίησαν εκατοντάδες χιλιάδες πρόσωπα, βοήθησαν στη δημιουργία πάμπολλων νέων επιχειρήσεων και δι’ αυτών κατέστησαν την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας κοινό στόχο και σκοπό.
Τηρουμένων λοιπόν των αναλογιών, η παρούσα περίοδος μπορεί να οδηγήσει σε δυναμικές σαν εκείνες που επικράτησαν στη δεκαετία του ’60.
Η μεταπανδημική περίοδος είναι όντως αναγεννητική, οι διαθέσιμοι πόροι είναι απείρως ισχυρότεροι, ο κόσμος συνολικά και μαζί του η Ευρώπη βρίσκεται σε διαδικασία ανασυγκρότησης και η Ελλάδα, πιο πληγωμένη από όλες τις χώρες λόγω της μακράς υπερδεκαετούς οικονομικής κρίσης που προηγήθηκε, έχει τις προϋποθέσεις για το επιδιωκόμενο άλμα.
Τα πιστωτικά ιδρύματα επίσης είναι σε φάση ανασύνταξης, τείνουν να απελευθερωθούν από τις αμαρτίες του παρελθόντος και τοποθετούνται εγκαίρως έναντι του μέλλοντος. Ηδη παίρνουν το πρώτο ρίσκο, προβαίνουν μαζικά σε αυξήσεις κεφαλαίου προκειμένου να εξασφαλίσουν τους απαιτούμενους χρηματοδοτικούς πόρους ώστε να είναι σε θέση να υποστηρίξουν τις νέες επενδύσεις και είναι στο χέρι τους να διαχύσουν την ενέργεια που αποκτούν σε ευρύτερα σχήματα. Να μην περιοριστούν δηλαδή στις προφανείς επιχειρηματικές δυνάμεις, να επιλέξουν και να εμπλέξουν πολλούς άλλους, πείθοντας και βοηθώντας τους να αναλάβουν το δικό τους ρίσκο και να ξεκινήσουν δική τους δραστηριότητα.
Σήμερα θεωρούνται χρηματοδοτήσιμα στη χώρα μας περίπου 50.000 επιχειρηματικά σχήματα. Προφανώς δεν αρκούν για να μετατρέψουν την ελληνική οικονομία σε «τίγρη» της Ευρώπης. Θα χρειαστεί να φθάσουν τα 150.000 για να μπορούμε πραγματικά να ελπίζουμε ότι θα επιτύχουμε μια δεκαετία συνεχούς και ισχυρής ανάπτυξης. Αυτή είναι και η μεγάλη πρόκληση για τις ελεύθερες σε μεγάλο βαθμό τράπεζες και για τα καλοπληρωμένα στελέχη τους. Να αλλάξουν πραγματικά, να ξεπεράσουν τα ήθη των προηγούμενων δεκαετιών και από «σαράφηδες» καταμέτρησης τόκων επί τόκων να γίνουν συνδημιουργοί της ανάπτυξης και εγγυητές της οικονομικής ευημερίας.
ΤΟ ΒΗΜΑ