Γ. Στουρνάρας: Κίνδυνος για την οικονομία οι μεταλλάξεις του κορωνοϊού

Στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2020-2021 που κατατέθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο, προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,2% εφέτος, 5,3% το 2022 και 3,90% το 2023, ενώ δεν αποκλείεται οι επιδόσεις να είναι υπό προϋποθέσεις καλύτερες

Σε σημαντικούς κινδύνους που σχετίζονται με την εξέλιξη της πανδημίας σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, υπόκεινται οι προβλέψεις για ταχεία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από εδώ και στο εξής, σύμφωνα με το διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα.

Στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2020-2021 που κατατέθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο, προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 4,2% εφέτος, 5,3% το 2022 και 3,90% το 2023, ενώ δεν αποκλείεται οι επιδόσεις να είναι υπό προϋποθέσεις καλύτερες.

Ωστόσο, ο κ. Στουρνάρας επισημαίνει ότι τα υγειονομικά ρίσκα παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Όπως αναφέρει σχετικά στην έκθεση, παρά το γεγονός ότι το εμβολιαστικό πρόγραμμα εξελίσσεται ομαλά, η εξάπλωση των μεταλλάξεων του κορωνοϊού αποτελεί πηγή αβεβαιότητας και τυχόν επιδείνωση της πανδημίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε υποτονική τουριστική περίοδο και να καθυστερήσει την επιστροφή στην κανονικότητα.

Μην διακόψετε τα μέτρα στήριξης

Επιπλέον, καλεί για μία ακόμη φορά την κυβέρνηση να μην βιαστεί με την απόσυρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση  είναι πιθανό το ενδεχόμενο αύξησης των πτωχεύσεων επιχειρήσεις και των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), καθώς επιδείνωσης της αγοράς εργασίας. Ένας επιπλέον κίνδυνος, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, πηγάζει από μια ενδεχόμενη καθυστέρηση στην απορρόφηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης.

Από την άλλη πλευρά, τονίζει ο κεντρικός τραπεζίτης, «η ταχύτερη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και η πλήρης απορρόφηση και αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αύξηση των επενδύσεων και ταχύτερη οικονομική ανάκαμψη κατά την περίοδο πρόβλεψης».

Υπογραμμίζει δε πως «λαμβάνοντας υπόψη την αξιοσημείωτη βελτίωση του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης τους τελευταίους μήνες, στο προσεχές διάστημα είναι πιθανό τα νοικοκυριά να αυξήσουν την κατανάλωσή τους σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό του αναμενομένου, αξιοποιώντας τις αποταμιεύσεις που έχουν συσσωρεύσει για λόγους πρόνοιας και εξαιτίας της αναγκαστικής αναβολής καταναλωτικών δαπανών ως αποτέλεσμα των περιοριστικών μέτρων».

Η διασύνδεση τραπεζών – κράτους

Μεσοπρόθεσμα, ο κ. Στουρνάρας υποστηρίζει ότι η αυξημένη διασύνδεση κρατικού και τραπεζικού τομέα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο (μέσω της αυξημένης διακράτησης κρατικών ομολόγων εκ μέρους των τραπεζών, της παροχής κρατικών εγγυήσεων στο τραπεζικό σύστημα και των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων) επιτείνει τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

«Η επανεμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων και το υψηλό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος (καθώς και το υψηλό απόθεμα ενδεχόμενων υποχρεώσεων του Δημοσίου λόγω της παροχής εγγυήσεων) αποτελούν παράγοντες κινδύνου και καθιστούν περισσότερο ευάλωτη την οικονομία σε μια νέα αρνητική εξωτερική διαταραχή» αναφέρει χαρακτηριστικά για το θέμα.

Εξάλλου, λέει πως πρόσθετο κίνδυνο σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα αποτελεί και το ενδεχόμενο τερματισμού των έκτακτων, λόγω της πανδημίας, μέτρων νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, πριν ανακτήσουν τα ελληνικά ομόλογα την επενδυτική βαθμίδα.

Σε αυτή την περίπτωση, εξηγεί ο διοικητής, τα ελληνικά ομόλογα θα καταστούν ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν από μια απότομη αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες ως αποτέλεσμα της ταχύτερης του αναμενομένου αύξησης του πληθωρισμού.

Τέλος, στο εξωτερικό περιβάλλον, τυχόν γεωπολιτικές εντάσεις στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου ενδέχεται να οξύνουν την προσφυγική κρίση και να επηρεάσουν το οικονομικό κλίμα και τις επενδύσεις.

Συμπερασματικά πάντως ο κ. Στουρνάρας εκτιμά ότι παρά τους κινδύνους και την αβεβαιότητα για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, «τα θετικά αποτελέσματα που απορρέουν από την έγκαιρη και πλήρη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων θεωρούνται πιο πιθανά σε σχέση με τους καθοδικούς κινδύνους, τόσο σε βραχυπρόθεσμο όσο και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Κατά συνέπεια, είναι εφικτή μια καλύτερη του αναμενομένου πορεία της οικονομίας την περίοδο 2021-2023».

Δειτε-εδώ-την-έκθεση

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.