Στις 4 Ιανουαρίου 1960 το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εκδότης Μισέλ Γκαλιμάρ παρεξέκλινε της πορείας του κοντά στο Μοντρέ και καρφώθηκε πάνω σε έναν πλάτανο. Στο αυτοκίνητο επέβαινε η οικογένεια του Γκαλιμάρ και ο Αλμπέρ Καμύ που σκοτώθηκε επί τόπου. Ο Γκαλιμάρ πέθανε μερικές μέρες αργότερα. «Δεν υπάρχει τίποτε πιο παράλογο από τον θάνατο σε τροχαίο ατύχημα» είχε πει εκείνος ο σπουδαίος συγγραφέας που έφυγε από τη ζωή στα 46 του χρόνια. Τα εξήντα και πλέον χρόνια που πέρασαν δεν έχουν αμβλύνει το σοκ που προκάλεσε ο θάνατος του Καμύ και το ενδιαφέρον για το έργο του. Εξι γενιές αναγνωστών μεσολάβησαν από τότε κι ο Καμύ εξακολουθεί να βρίσκεται ανάμεσά μας. Και ίσως η καλύτερη απόδειξη να είναι το αυξημένο ενδιαφέρον που παρουσιάζεται στη Γαλλία για τα θεατρικά του έργα, τα οποία – αν εξαιρέσουμε τον Καλιγούλα – αντιμετωπίστηκαν στον καιρό τους με επιφυλάξεις και δεν γνώρισαν την επιτυχία των πεζογραφικών και φιλοσοφικών του βιβλίων.
Θέατρο, δοκίμιο, μυθοπλασία
Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στη χώρα μας. Η έκδοση σε έναν εντυπωσιακό τόμο των τεσσάρων θεατρικών του Καμύ είναι μια προσφορά στους πολυπληθείς θαυμαστές του για πολλούς λόγους, κυρίως όμως για δύο: πρώτον γιατί μπορούν να διαβαστούν σαν να πρόκειται για «διαλογικά», ας πούμε, μυθιστορήματα ή διηγήματα και δεύτερον επειδή αποδεικνύουν το πόσο συνεκτικό υπήρξε το έργο του μεγάλου συγγραφέα, που τα θέματα τα οποία τον απασχόλησαν σε όλη τη διάρκεια της σύντομης ζωής του τα ανέπτυξε σε τρία πεδία: τη μυθοπλασία, το δοκίμιο και το θέατρο, καταθέτοντας ένα έργο εντυπωσιακό σε συνοχή και συνεπές από την αρχή ως το τέλος.
Αν τα πάρουμε με τη σειρά που παρουσιάζονται στον παρόντα τόμο, ο Καλιγούλας συμπληρώνει ή παραπέμπει στον Μύθο του Σισύφου. Η Παρεξήγηση στον Ξένο. Οι Δίκαιοι στο μείζον θεωρητικό του βιβλίο Ο επαναστατημένος άνθρωπος (ό,τι καλύτερο έχει γραφτεί, κατά τη γνώμη μου, ως τώρα για την εξέγερση, τον ολοκληρωτισμό και την τρομοκρατία). Και η Κατάσταση πολιορκίας στην Πανούκλα, ένα μυθιστόρημα που εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού σήμερα μοιάζει – και είναι – προφητικό. Γι’ αυτό και συνιστώ στον αναγνώστη να διαβάσει πρώτα τα θεατρικά κείμενα και κατόπιν το συνοδευτικό υλικό για το καθένα. Υλικό πολύτιμο φυσικά, όπου καταγράφονται οι απαρχές των έργων, το ιστορικό τους, οι εντυπώσεις που προκάλεσαν, η επιτυχία ή η αποτυχία τους, το πώς τα υποδέχθηκε το κοινό, οι ομότεχνοι του Καμύ και οι κριτικοί και πρωτίστως: τι είχε πει κατά καιρούς ο ίδιος για το καθένα χωριστά. Ολα αυτά μαζί συνθέτουν ένα εξαιρετικό χρονικό και αποδεικνύουν πως αυτός ο μείζων συγγραφέας όχι μόνον είχε συλλάβει σε βάθος το νόημα και τις προκλήσεις της εποχής του αλλά κι ότι δημιουργούσε και τον ορίζοντα που την ξεπερνούσε.
Το Παράλογο και η Εξέγερση
Η κοινοτοπία λέει πως δύο είναι οι πυλώνες στο έργο του Καμύ: η Εξέγερση και το Παράλογο. Αλλά τα θεατρικά του δεν ανήκουν στο θέατρο του παραλόγου, όπου κατατάσσονται τα έργα του Μπέκετ και του Ιονέσκο. Ο ίδιος τα συνέλαβε ως σύγχρονες τραγωδίες, αντλώντας από το παράδειγμα των αρχαιοελληνικών αντίστοιχων και των τραγωδιών του Σαίξπηρ. (Σε ό,τι αφορά τη βαθιά σχέση του με τον ελληνικό κόσμο, για να αναφέρω ένα μόνο παράδειγμα, δεν έχει κανείς παρά να διαβάσει το εξαίσιο λυρικό του δοκίμιο Η εξορία της Ελένης.)
Η παράνοια του Καλιγούλα είναι η φιλοσοφική προσέγγιση του θέματος της «αυτοκτονίας» σε θεατρική μορφή. Πέραν όμως αυτού, η ροπή του ρωμαίου δικτάτορα προς το αίμα εκφράζει εδώ, όπως έχει πολύ σωστά παρατηρηθεί, τη φρίκη του ολοκληρωτισμού. Στον πρώτο τόμο των Σημειωματαρίων του ο Καμύ γράφει: «Οχι, ο Καλιγούλας δεν πέθανε. Είναι εδώ, είναι εκεί. Είναι μέσα στον καθέναν από σας». Η Παρεξήγηση, βασισμένη σ’ ένα πραγματικό γεγονός, μας παρουσιάζει μιαν ακραία εκδοχή του απολεσθέντος παραδείσου που οδηγεί στον φόνο. (Ενας γιος μετά από πολλά χρόνια επιστρέφει στο πανδοχείο που κρατούν η μητέρα του και η αδελφή του και τους κρύβει την ταυτότητά του. Εκείνες τον σκοτώνουν για να τον ληστέψουν.) Είναι ένα έργο καφκικό, όμως πίσω από τον Κάφκα βρίσκεται ο Ντοστογέφσκι, και μόνον ένας συγγραφέας της ευφυΐας του Καμύ θα μπορούσε να τους βάλει στο ίδιο κάδρο. Ο Ντοστογέφσκι βρίσκεται πίσω και από το πορτρέτο του τρομοκράτη Καλάγεφ στους Δίκαιους. Κι είναι ασφαλώς εντυπωσιακό που ένας αγνωστικιστής, όπως ο Καμύ, μελετώντας τους Δαιμονισμένους του χριστιανού και πανσλαβιστή Ντοστογέφσκι μας έδωσε μια έξοχη θεατρική μεταφυσική της τρομοκρατίας. Δεν είναι ως εκ τούτου τυχαίο που αυτός, ένας κατά συνείδηση Μεσογειακός, διασκεύασε αργότερα το μυθιστόρημα του Ντοστογέφσκι για το θέατρο. (Ο Καμύ είχε διαπιστώσει πριν από τον Ναμπόκοφ τη θεατρικότητα των μυθιστορημάτων του Ντοστογέφσκι.)
Υμνος στις ατομικές αξίες
Οι αναλογίες της Κατάστασης πολιορκίας με το μυθιστόρημά του Η Πανούκλα είναι εντυπωσιακές. Αλλά εδώ η αλληγορία παρουσιάζεται εμφανέστερη: την πανούκλα την αντιπροσωπεύει ένα άτομο που τρομοκρατεί, μαζί με τη Γραμματέα του, μια ολόκληρη πόλη ενοχοποιώντας τους κατοίκους της και εφαρμόζοντας μέτρα ακραίας καταστολής (εξορίες και φυλακίσεις). Το έργο είναι απηνής καταγγελία του ολοκληρωτισμού, όμως δεν περιορίζεται στον ολοκληρωτισμό της εποχής, έχει οικουμενική διάσταση. Ταυτοχρόνως είναι κι ένας ύμνος στις ατομικές αξίες. Ο Καμύ εξέφρασε και εδώ την πίστη του στον άνθρωπο και τη δύναμή του να αντισταθεί, να μη λυγίσει, ακόμη κι όταν απειλεί να τον συντρίψει το σιδερένιο χέρι της εξουσίας.
Οταν παίχτηκαν τα θεατρικά έργα του Καμύ, τα κατηγόρησαν για μια σειρά δραματουργικά ελαττώματα: ότι είναι σχηματικά, ότι οι χαρακτήρες του είναι ατελείς και αδιάφοροι, ότι δεν πρόκειται για ζωντανό θέατρο αλλά για φιλοσοφία επί σκηνής και άλλα συναφή. Τα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε απέδειξαν ότι όλα τούτα ήταν δευτερεύοντα. Το θέατρο του Καμύ, όπως και το υπόλοιπο έργο του, επανήλθε εντυπωσιακά στο προσκήνιο. Κανείς από τους συγχρόνους του δεν ανέδειξε περισσότερο μέσω του τραγικού το ηθικό περιεχόμενο της ζωής και το μεγαλείο της ύπαρξης που υψώνονται πάνω από τον θάνατο και τη μοίρα.
{SYG}Αλμπέρ Καμύ {SYG}{TIT}Τα θεατρικά (Καλιγούλας, Η παρεξήγηση, Οι δίκαιοι, Κατάσταση πολιορκίας){TIT}{EKD}Μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη. Εκδόσεις Καστανιώτη, 2021, σελ. 608, τιμή 20 ευρ{EKD}ώ