Τον Μάιο η διακυβέρνηση Μπάιντεν ενέκρινε την κατασκευή του Vineyard Wind. Πρόκειται για ένα θαλάσσιο αιολικό πάρκο που θα δημιουργηθεί στα ανοιχτά της Μασαχουσέτης σε συνεργασία με την General Electric. Η κορυφαία αμερικανική ενεργειακή εταιρεία θα φροντίσει για την κατασκευή 60 γιγαντιαίων ανεμογεννητριών που θα έχουν το ύψος ενός ουρανοξύστη και θα παράγουν ενέργεια 800 μεγαβάτ.
Δεν είναι το μόνο αιολικό πάρκο που θα κατασκευαστεί στις ΗΠΑ. Ο Μπάιντεν έχει θέσει ως στόχο τη δημιουργία υπεράκτιων εγκαταστάσεων που θα παραγάγουν 30.000 μεγαβάτ (30 γιγαβάτ) έως το 2030. Κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να κατασκευαστούν επειγόντως ακόμα… 37 πάρκα σαν το Vineyard Wind.
Μάλλον πρόκειται για πράσινη έκρηξη και όχι για «μετάβαση», όπως συνηθίζουμε να ονομάζουμε τη στροφή του πλανήτη προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, παρατηρεί ο «Economist». Διότι οι ΗΠΑ επί νέας διακυβέρνησης απλώς επανεντάχθηκαν ασθμαίνουσες στο επαναστατικό κίνημα σωτηρίας του πλανήτη από την κλιματική αλλαγή, που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια – και δη μετά τη Διάσκεψη του Παρισιού για το Κλίμα το 2015. Η Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία, ακόμα και η πολύ ρυπογόνος Κίνα, συμμετέχουν στο περιβαλλοντικό κίνημα ανακοινώνοντας εξίσου φιλόδοξους στόχους.
Δημιουργία αιολικών πάρκων
Η εταιρεία ερευνών Bernstein εκτιμά ότι η παραγωγή των υπεράκτιων αιολικών πάρκων θα φθάσει τα 254 γιγαβάτ έως το 2030. Πριν από μόλις μία δεκαετία κάτι τέτοιο έμοιαζε με σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Σήμερα οι εταιρείες δεν προλαβαίνουν να καλύψουν τη ζήτηση για πράσινη ενέργεια. Ακόμα και στις μέχρι πρότινος αδιάφορες ΗΠΑ! Μια σειρά ευρωπαϊκών επιχειρήσεων με αιχμή του δόρατος την Equinor, την Orsted, την Dominion Energy και τη Royal Dutch Shell διαγκωνίζονται για να κατασκευάσουν αιολικά πάρκα κοντά στις αμερικανικές ακτές. Η ίδια πυρετώδης σπουδή για τη δημιουργία αιολικών πάρκων παρατηρείται και στα ανοιχτά των ακτών της Βρετανίας – κάποιες ανεμογεννήτριες θα στηθούν προκλητικά κοντά στα πλωτά γεωτρύπανα που αντλούν από τα πετρελαϊκά κοιτάσματα της Βόρειας Θάλασσας.
Δεν αρκεί η πτώση του κόστους
Αντίστοιχη πρόοδος έχει επιτευχθεί και σε ό,τι αφορά την εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας και βεβαίως σε ό,τι αφορά την τεχνολογία των ηλεκτρικών οχημάτων. Το εντυπωσιακό ενδιαφέρον για επενδύσεις φιλικές προς τον πλανήτη δεν οφείλεται βέβαια στο ότι, αίφνης, οι ενεργειακές εταιρείες και συνολικά οι ανά τον πλανήτη κεφαλαιούχοι ευαισθητοποιήθηκαν περιβαλλοντικά. Οφείλεται στο ότι έπειτα από δεκαετίες επιδοτήσεων και εν γένει οικονομικής στήριξης εκ μέρους των κυβερνήσεων χωρών με ισχυρά και επιδραστικά στην κοινή γνώμη (διάβαζε ψηφοφόρους) περιβαλλοντικά λόμπι, η «πράσινη ενέργεια» φθήνυνε. Η τεχνολογία προόδευσε ραγδαία, τα κόστη έπεσαν και μια νέα αντίληψη για την οικονομία και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων άρχισε να κερδίζει έδαφος και να γίνεται κοινός τόπος – στις πλέον προηγμένες κοινωνικά και πολιτισμικά χώρες της Δύσης, εξυπακούεται.
Ωστόσο το γεγονός ότι τα αιολικά και τα ηλιακά πάρκα, καθώς και τα αυτοκίνητα που κινούνται με μπαταρία (όπως έως πριν από λίγα χρόνια κινούνταν μόνο τα παιδικά) έχουν γίνει πιο προσιτά και ανταγωνιστικά σε ό,τι αφορά το κόστος, δεν σημαίνει ότι έχουν ένα ανέφελο μέλλον μπροστά τους. Δεν σημαίνει ότι θα αναπτυχθούν και θα επικρατήσουν διεθνώς ανεξαρτήτως πολιτικών επιλογών. Διότι η ανάπτυξή τους από εμπορικής απόψεως απαιτεί πρώτες ύλες σε προσιτές τιμές, εύκολη αδειοδότηση χώρων για ενεργειακές εγκαταστάσεις, δημιουργία υποδομών για τη μεταφορά της ενέργειας, χώρους επαναφόρτισης συσσωρευτών και άλλες σχετικές διευκολύνσεις που δεν είναι διόλου προφανείς και δεδομένες.
Ανύπαρκτη η συμμετοχή των αναπτυσσόμενων χωρών
Η συμφωνία του Παρισιού το 2015 έχει θέσει ως στόχο η μέση θερμοκρασία του πλανήτη να μην αυξηθεί περισσότερο από 2 βαθμούς Κελσίου από τα επίπεδα της προβιομηχανικής εποχής. Και ιδανικά να μην αυξηθεί πάνω από 1,5 βαθμό Κελσίου. Οι μεγάλες και πλούσιες οικονομίες έχουν θέσει στόχους για μηδενικούς ρύπους έως το 2050, αλλά η απεξάρτηση από τον άνθρακα και τα ορυκτά καύσιμα δεν πρόκειται να επιτευχθεί δίχως τη συμμετοχή των αναπτυσσόμενων χωρών. Ωστόσο οι επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια είναι ανύπαρκτες στις αναπτυσσόμενες χώρες – της Κίνας εξαιρουμένης.
Εκτινάχθηκαν οι τιμές των πρώτων υλών
Η μετάβαση σε έναν κόσμο δίχως άνθρακα απαιτεί ακόμα περισσότερα κεφάλαια. Κεφάλαια που για να αποδίδουν και να επαρκούν και να επανεπενδύονται στον τομέα της πράσινης ενέργειας (και όχι στα χρηματιστήρια) θα πρέπει σε βάθος χρόνου να αυξάνονται με ρυθμό ταχύτερο από την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών. Κάτι που εν προκειμένω δεν συμβαίνει, διότι σχεδόν με το ξέσπασμα της πανδημίας τα δεδομένα των τελευταίων δύο δεκαετιών στην αγορά της πράσινης ενέργειας άρχισαν να ανατρέπονται. Ετσι σήμερα παρατηρείται μειωμένη προσφορά σε ό,τι αφορά τόσο τις πρώτες ύλες όσο και τα πάρκα εγκατάστασης μονάδων παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Και τα κεφάλαια επίσης είναι ανεπαρκή λόγω εκτίναξης των τιμών των πρώτων υλών. Αρκεί να αναφερθεί ότι η τιμή του λιθίου υπερδιπλασιάστηκε την περασμένη χρονιά, ενώ η τιμή του χαλκού έχει αυξηθεί κατά περίπου 70%.
Απαιτούνται επενδύσεις $35 τρισ. δολαρίων την επόμενη δεκαετία
Την κεφαλαιώδη σημασία της κατανομής των κεφαλαίων σημειώνουν στην εκτεταμένη έρευνα του «Economist» οι ειδικοί καθώς για να επιτευχθούν οι διακηρυγμένοι στόχοι των κυβερνήσεων απαιτούνται επενδύσεις 35 τρισ. δολαρίων για την επόμενη δεκαετία. Αυτό που παρατηρούμε σήμερα είναι εκτόξευση της ζήτησης για πρώτες ύλες, συνωστισμός υποψηφίων για τα λίγα έργα που έχουν εξασφαλίσει ρυθμιστική άδεια, εκτίναξη του κόστους ενός καλαθιού πέντε ορυκτών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ηλεκτρικών αυτοκινήτων και δικτύων ενέργειας κατά 139% το 2020, ενεργειακούς ομίλους να διαγκωνίζονται για να επενδύσουν αγνοώντας το κόστος, με αποτέλεσμα οι αποτιμήσεις να έχουν φτάσει σε επίπεδα φούσκας, απαράδεκτα χαμηλό ποσοστό (κάτω του 10%) σε ό,τι αφορά την ολοκλήρωση της ενεργειακής μετάβασης.
Το «κλειδί» βρίσκεται στις κυβερνήσεις των πλούσιων χωρών της Δύσης, κατά τον «Economist». Πέρα από το ότι «κάποιες από αυτές χρησιμοποιούν την κλιματική αλλαγή ως όχημα για να εκπληρώσουν άλλους πολιτικούς στόχους», στο χέρι των εκλεγμένων πολιτικών ηγεσιών είναι να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές να στρέψουν την προσοχή τους και τα κεφάλαιά τους στις κατευθύνσεις εκείνες που θα δημιουργήσουν μια ισόρροπη μετάβαση στη «μεταπετρελαϊκή» εποχή. Ενας τρόπος για να βοηθήσουν είναι να εγγυηθούν ελάχιστες τιμές για την παραγωγή πράσινης ενέργειας. Και να προσφέρουν επίσης κίνητρα ώστε να αυξηθούν οι πράσινες επενδύσεις στις φτωχότερες χώρες.