Η λογική της οργάνωσης και της διάχυσης της πληροφορίας του αντικειμένου του πανελληνίου συνέδριου για τη γονιμότητα και την αναπαραγωγική αυτονομία, όπως και ο σάλος που προκάλεσε, συνέβαλαν, αντικειμενικά, στη συνειδητοποίηση πως, παραδόξως, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τις αλλαγές που έχουν επέλθει τόσο στην κατάσταση των γυναικών όσο και στις σχέσεις μεταξύ των φύλων, παρά μόνο αν γνωρίζουμε τους μετασχηματισμούς των μηχανισμών και των θεσμών που είναι επιφορτισμένοι να εξασφαλίσουν τη διαιώνιση της τάξης των γενών. Επιπλέον, οι αντιδράσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας πείθουν ότι υπάρχουν πια συλλογικά αντανακλαστικά, έστω και αν προέρχονται από ορισμένα τμήματα του κοινωνικού χώρου, κυρίως αυτά που είναι εφοδιασμένα με ισχυρό πολιτισμικό κεφαλαίο, ικανά να αντιδράσουν σε κάθε ορατή, τουλάχιστον, προσπάθεια συνέχισης του αποκλεισμού των γυναικών από τα λεγόμενα «σοβαρά πράγματα· πως έχει συνειδητοποιηθεί ότι η ανδρική κυριαρχία δεν έχει γεννηθεί ως απλή συνέπεια κάποιου επιτελεστικού εκφωνήματος και δεν μπορεί να καταργηθεί με κάποιου είδους τελετή εγκατάστασης· πως τα γένη, για να μιλήσουμε όπως ο Μπουρντιέ, απέχουν πολύ από το να είναι «ρόλοι», τους οποίους ο καθένας θα μπορούσε να παίξει και να αλλάξει κατά βούληση και πόσο, αντίθετα, είναι βαθιά εγγεγραμμένα στα σώματα και σε έναν ολόκληρο κόσμο από τον οποίο αντλούν την ισχύ τους· πως οι αλλαγές που παρατηρούνται στη γυναικεία κατάσταση αποκρύπτουν τη μονιμότητα των απαρατήρητων δομών, την οποία μπορεί να φέρει στο φως μόνο μια σχεσιακή σκέψη ικανή να συσχετίσει τον καταμερισμό της εργασίας και των εξουσιών που τον χαρακτηρίζουν, και την αγορά εργασίας όπου δραστηριοποιούνται οι άνδρες και οι γυναίκες.
Ωστόσο, υπάρχει κάτι ακόμα σημαντικό, σε όλο αυτό το γεγονός, του οποίου η λογική οφείλει να γίνει κτήμα του κάθε πολίτη. Αλλά, γενικότερα, η περίπτωση του συγκεκριμένου συνεδρίου και η προσπάθειά του να συμβάλει στην κατασκευή της «δημόσιας ερμηνείας της πραγματικότητας» της «υπογεννητικότητας», για να μιλήσουμε όπως ο Χάιντεγκερ, επιτρέπει, εμμέσως, στον πολίτη να αντιληφθεί πως η συγκρότηση της «οικογένειας» ως ειδική κατηγορία πολιτικής δράσης οφείλει πολλά στη διαδικασία θεσμοθέτησης ενός πεδίου φορέων εξειδικευμένων στην κοινωνική πολιτική. Η πολιτική για την οικογένεια είναι στη διασταύρωση μεταξύ πολλών πεδίων τα οποία όλα συντρέχουν, σύμφωνα με την ειδική τους λογική, στην παραγωγή ενός ορισμού της οικογένειας, δηλαδή μιας ηθικής της κοινωνικής ζωής: καταρχάς, το πολιτικό πεδίο, με τα διάφορα προγράμματα των πολιτικών κομμάτων τα οποία λειτουργούν κυρίως στις προεκλογικές καμπάνιες ως απόδειξη της αίσθησης της υπευθυνότητάς τους, το νομικό πεδίο με τις διάφορες ειδικότητές του που αφορούν τις οικογενειακές πρακτικές και τη διαχείριση των οικογενειακών υποθέσεων, το θρησκευτικό πεδίο, το οποίο συνεχίζει να διεκδικεί τη διαχείριση της οικογενειακής ύπαρξης και συνύπαρξης – πάντα στην προοπτική μιας οικογενειοκρατικής ηθικής υπό την απόλυτη κυριαρχία των πατριαρχικών αξιών σύμφωνα με το δόγμα της κατωτερότητας των γυναικών -, το ιατρικό πεδίο το οποίο με δράσεις όπως λ.χ. το συνέδριο που σχολιάζουμε εδώ συμβάλλει αντικειμενικά στη ρύθμιση των κύκλων και των λειτουργιών της οικογενειακής ζωής, το πεδίο των κοινωνικών επιστημών το οποίο κατέστησε την «οικογένεια» αντικείμενο πολλαπλών προσεγγίσεων, και, τέλος, το πεδίο των ΜΜΕ το οποίο, λειτουργώντας συχνά ως «στρατόπεδο συγκέντρωσης του πνεύματος», παραχωρεί μία σημαντική θέση, κυρίως μέσω του ειδικού τύπου για τη γυναίκα, στην οικογενειακή ηθική. Αυτό το σύστημα των σχέσεων δύναμης μεταξύ αυτών των πεδίων αποκρυσταλλώνεται σε νόμους, οι οποίοι καθορίζουν τους καταναγκασμούς μέσω των οποίων οι κοινωνικοί φορείς κατασκευάζουν την οικογένειά τους, την οικογενειακή τους ζωή και την ιστορία αυτής. Ετσι, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί για την κοινωνική επιστήμη η οικογένεια είναι ένα «γερά θεμελιωμένο παραλήρημα», ένα πραξικόπημα συμβολικό μεν, αλλά cum fundamento in re, θεμελιωμένο στην πραγματικότητα.
Ο κ. Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.