Το δημογραφικό «πρόβλημα» είναι πολυπαραγοντικό πρόβλημα, καθόλου εγχώριο, αφού αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο. Η υπογεννητικότητα σχετίζεται, μεταξύ άλλων, με κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, γι’ αυτό και στον δημόσιο διάλογο δεν μπορούμε να την προσεγγίζουμε μονοδιάστατα. Τρία διαφορετικά ζητήματα συνθέτουν το «πρόβλημα»:
Το πρώτο είναι το φαινόμενο της υπογεννητικότητας. Η συνειδητή επιλογή των ζευγαριών να κάνουν λιγότερα παιδιά από ό,τι οι γιαγιάδες και οι προγιαγιάδες μας. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο δέχεται επιδράσεις από την εν γένει οικονομική κατάσταση, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι μια φιλοσοφία ζωής. Εκδηλώθηκε μετά τον πόλεμο και αυτό που αντικατοπτρίζει είναι ότι μετά τις στερήσεις πολλών ετών και γενεών οι άνθρωποι άρχισαν να σκέφτονται ότι, ίσως, περιορίζοντας τον αριθμό των παιδιών θα δίνεται η δυνατότητα στην οικογένεια να τους παράσχει καλύτερες συνθήκες ζωής και επαγγελματικής αποκατάστασης.
Το δεύτερο φαινόμενο είναι αυτό της μετάθεσης από τα ζευγάρια της ηλικίας απόκτησης του πρώτου παιδιού προς τα πάνω. Ενώ τα παλαιότερα χρόνια η ηλικία κατά την οποία οι οικογένειες αποκτούσαν τα παιδιά τους ήταν 20 με 30 έτη, σήμερα έχει μετατεθεί κατά μία δεκαετία. Αυτό παρατηρήθηκε με τη χειραφέτηση των γυναικών. Και πάλι δεν είναι ένα ελληνικό αλλά διεθνές φαινόμενο.
Και το τρίτο είναι το φαινόμενο της υπογονιμότητας. Στην περίπτωση αυτή ανήκουν τα ζευγάρια που επιθυμούν πάρα πολύ να αποκτήσουν παιδί αλλά δεν μπορούν. Και εκεί είναι που έρχεται η επιστήμη να τα βοηθήσει. Λανθασμένα δημιουργήθηκε μια σύγχυση πως η θεραπεία της υπογονιμότητας, με την εξωσωματική γονιμοποίηση, θα λύσει και το πρόβλημα της υπογεννητικότητας. Κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί και ο λόγος είναι πολύ απλός και αποδεικνύεται με την αριθμητική. Επιστήμονες επιδημιολόγοι – δημογράφοι, οι οποίοι έχουν αναπτύξει μοντέλα για το πώς θα εξελιχθεί ο πληθυσμός σε διάφορες χώρες τα επόμενα χρόνια, για την Ελλάδα έκαναν την εκτίμηση ότι εάν συνεχιστεί ο ίδιος ρυθμός μείωσης του πληθυσμού, σε 100 χρόνια από σήμερα θα έχει μειωθεί στο μισό. Θα είμαστε περίπου 5.000.000, θα χάσουμε δηλαδή 5.000.000 Ελληνες. Η εξωσωματική εισφέρει κατ’ έτος περίπου γύρω στο 3% των ετήσιων γεννήσεων, ο οποίες ήταν πάνω από 100.000, ενώ τώρα είναι κάτω. Κατά συνέπεια, η εξωσωματική μπορεί να προσφέρει 2.500 παιδιά τον χρόνο στη χώρα. Εάν το πολλαπλασιάσουμε επί 100 χρόνια, αυτό μας κάνει 250.000. Θα κερδίσουμε αυτές τις γεννήσεις και θα έχουμε χάσει 5.000.000. Είναι προφανές λοιπόν ότι η εξωσωματική σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να λύσει το δημογραφικό.
Με βάση αυτά θα πρέπει η πολιτεία να μελετήσει το κάθε φαινόμενο χωριστά και να μην μπερδεύουμε τα πράγματα μεταξύ τους.
Στην πρώτη περίπτωση πρέπει να εξεταστούν και να αναλυθούν οι διάφοροι παράγοντες που επηρεάζουν τα ζευγάρια στο να μειώσουν τον αριθμό των παιδιών που κάνουν και να δούμε πώς μπορεί αυτό να βελτιωθεί. Οι ειδικοί επιστήμονες και πάλι λένε ότι αυτό θα πάρει χρόνια. Δεν είναι κάτι που αλλάζει από τη μια στιγμή στην άλλη, γιατί έχει να κάνει με μια συγκεκριμένη φιλοσοφία για τη ζωή.
Για το δεύτερο ζήτημα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εδώ είναι η αυτονόμηση των γυναικών, η οποία πραγματικά τους δίνει τη δυνατότητα να αποφασίσουν για τη ζωή τους και αυτό είναι κάτι το απολύτως θεμιτό αλλά και επιθυμητό. Εκείνο που χρειάζεται είναι η ενημέρωση. Οι περισσότερες κοπέλες πια έχουν συνειδητοποιήσει ότι η αύξηση της αναπαραγωγικής ηλικίας μειώνει την πιθανότητα επίτευξης εγκυμοσύνης. Αυτό είναι ένα δεδομένο που έρχεται από τη φυσιολογία της αναπαραγωγής για τη γυναίκα. Στον άνδρα η επίδραση της ηλικίας είναι μικρότερη.
Από εκεί και πέρα μπορούμε να δούμε τι εναλλακτικές λύσεις έχει μια γυναίκα. Και σήμερα η επιστήμη τις προσφέρει. Το πρώτο βήμα που πραγματικά προήγαγε την αυτονομία της γυναίκας ήταν το αντισυλληπτικό χάπι, εξαφανίζοντας το άγχος και την αγωνία μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης αλλά και της διακοπής της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ψυχολογία και την υγεία της, όπως έρευνες έχουν δείξει.
Το δεύτερο βήμα, και εδώ εισέρχεται η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, είναι ότι σήμερα έχουν τη δυνατότητα να κρυοσυντηρήσουν τα ωάριά τους όταν ακόμα είναι νέες στην ηλικία, που σημαίνει περισσότερα και καλύτερης ποιότητας ωάρια. Το πλεονέκτημα με την κρυοσυντήρηση είναι ότι ο χρόνος σταματάει. Οι γυναίκες, λοιπόν, μπορούν, και ήδη έχει ξεκινήσει μια τέτοια προσπάθεια σε πολλές χώρες του κόσμου, να αισθάνονται πιο ήρεμες και πιο ασφαλείς.
Λύσεις υπάρχουν, οι οποίες προάγουν την αυτονομία της γυναίκας, κάτι το οποίο είναι πολύ-πολύ σημαντικό. Γιατί οι γυναίκες δεν είναι μηχανές αναπαραγωγής. Βεβαίως συμβάλλουν στην αναπαραγωγή και έχουν επιφορτιστεί από τη φύση με αυτή τη μεγάλη ευθύνη, αλλά δεν είναι ο μοναδικός τους προορισμός [μηχανές αναπαραγωγής]. Και εδώ έρχεται το κράτος που θα πρέπει να αναλάβει και να προαγάγει εκείνες τις πολιτικές που θα βοηθήσουν την εργαζόμενη γυναίκα. Το πολύ θετικό είναι ότι οι γυναίκες μας σπουδάζουν, εργάζονται, κάνουν καριέρα, αισθάνονται οι ίδιες ότι προσφέρουν στην οικογένεια και από την άλλη μεριά δεν είναι ανάγκη να θυσιάσουν τη ζωή τους απλώς και μόνο για να είναι στο σπίτι και να μεγαλώνουν τα παιδιά τους.
*Ο κ. Βασίλης Κ. Ταρλατζής, MD, PhD, FRCOG(hon), είναι ομότιμος καθηγητής Μαιευτικής – Γυναικολογίας και Ανθρώπινης Αναπαραγωγής του ΑΠΘ, πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κολεγίου Μαιευτικής – Γυναικολογίας (EBCOG), πρώην πρόεδρος της ESHRE, πρώην πρόεδρος της IFFS.