Τις τελευταίες δεκαετίες σημαντικές αλλαγές έχουν καταγραφεί στην πορεία της θνησιμότητας, της γονιμότητας και της μετανάστευσης (εσωτερικής και εξωτερικής) στην Ελλάδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να είμαστε σήμερα εξαιρετικά άνισα κατανεμημένοι στον χώρο, πολύ πιο γερασμένοι απ’ ό,τι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, να ζούμε περισσότερα χρόνια και να κάνουμε λιγότερα παιδιά και λιγότερους γάμους, να χωρίζουμε πιο εύκολα, η δομή των νοικοκυριών και των οικογενειών μας να έχει αλλάξει ριζικά και τέλος οι αλλοδαποί να αποτελούν πλέον το 10% σχεδόν του πληθυσμού της χώρας μας. Ταυτόχρονα, μετά το 2010, για πρώτη φορά στη μεταπολεμική δημογραφική μας ιστορία, οι θάνατοι υπερτερούν των γεννήσεων και ο πληθυσμός μας μειώνεται.
Οι δημογραφικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών και η μελλοντική πορεία των βασικών δημογραφικών συνιστωσών θα καθορίσουν το μέγεθος και την ηλικιακή δομή του πληθυσμού μας τις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Οι διαθέσιμες προβολές δίδουν μια πρώτη εικόνα και όλες συγκλίνουν σε τρία σημεία: ι) Η μείωσή του θα προκύψει αποκλειστικά από αυτή του πλήθους των νέων (0-19 ετών) και των εργάσιμων ηλικιών (20-64 ετών). ιι) Η δημογραφική γήρανση (αύξηση του % των ηλικιωμένων) θα συνεχισθεί και ιιι) Οι ρυθμοί μείωσης θα εξαρτηθούν κυρίως από τα μεταναστευτικά ισοζύγια, δευτερευόντως από τη γονιμότητα των γενεών που θα τεκνοποιήσουν τις επόμενες δεκαετίες και τέλος, πολύ λιγότερο, από την εξέλιξη της θνησιμότητας στις μεγάλες ηλικίες.
Η χώρα μας έχει έτσι να αντιμετωπίσει άμεσα σημαντικές προκλήσεις, και ειδικότερα: 1) τις επιπτώσεις της δημογραφικής γήρανσης (της αύξησης δηλαδή του % και του πλήθους των 65-84 ετών, ως και της ακόμη ταχύτερης αύξησης των 85 ετών και άνω), 2) τη μείωση του πλήθους και την αύξηση της μέσης ηλικίας των 20-64 ετών, σε μια νέα εποχή που θα σημαδευτεί από τη μετάβαση στην ψηφιακή οικονομία και την υποκατάσταση εν μέρει της ανθρώπινης εργασίας από αυτοματοποιημένα συστήματα, 3) την επιβράδυνση της αύξησης των κερδών του προσδόκιμου ζωής μας, 4) τη μετανάστευση νέων παραγωγικής και αναπαραγωγικής ηλικίας, τμήμα των οποίων έχει υψηλό επίπεδο σπουδών και, τέλος, 5) την πολύ χαμηλή – εδώ και δεκαετίες – γονιμότητα που δεν επιτρέπει την αναπαραγωγή μας (την αντικατάσταση δηλαδή κάθε μητέρας από μια κόρη λαμβάνοντας υπόψη και τη θνησιμότητα).
Ειδικότερα, όσον αφορά τη γονιμότητα και τις γεννήσεις – τα χαμηλά επίπεδα των οποίων μας προβληματίζουν όλο και περισσότερο – θα αναφέρουμε ότι έχουμε από τους χαμηλότερους ετήσιους δείκτες γονιμότητας στην ΕΕ ενώ ο αριθμός των παιδιών που φέρνουν στον κόσμο οι διαδοχικές γενεές (διαγενεακή γονιμότητα) μειώνεται σταθερά, με αποτέλεσμα στις νεότερες εξ αυτών (σε όσες γεννήθηκαν γύρω από το 1975) να κυμαίνεται γύρω από τα 1,55 παιδιά/γυναίκα, υπολειπόμενος σημαντικά των 2,07 παιδιών που απαιτούνται για να μη μειωθεί ένας πληθυσμός εν απουσία θετικού μεταναστευτικού ισοζυγίου.
Οσον αφορά επομένως την «υπογεννητικότητα», στόχος πρέπει να είναι η ανακοπή των πτωτικών τάσεων της διαγενεακής γονιμότητάς (του αριθμού των παιδιών δηλαδή που θα κάνουν οι νεότερες γενεές) και στη συνέχεια η αναστροφή τους. Αυτό προϋποθέτει φυσικά τη δημιουργία ενός πολύ πιο ευνοϊκού περιβάλλοντος που θα επιτρέψει στα νέα ζευγάρια να κάνουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν (γύρω στα δύο). Ποια μέτρα όμως θα βοηθούσαν στη δημιουργία του νέου αυτού περιβάλλοντος;
Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να είναι επικεντρωμένα στο παιδί και στην οικογένειά του, ανεξαρτήτως της μορφής της (συμβίωση με ή χωρίς σύμφωνο, γάμος, μονογονεϊκή οικογένεια). Μέτρα επομένως που δεν στοχεύουν μόνο στη μείωση του (άμεσου ή έμμεσου) οικονομικού κόστους που προκύπτει από τη γέννηση και το μεγάλωμά του, αλλά και: α) στην εναρμόνιση της οικογενειακής με την επαγγελματική ζωή, β) στην άρση των έμφυλων διακρίσεων, γ) στην αύξηση των διαθέσιμων εισοδημάτων, δ) στην άρση του κλίματος αβεβαιότητας για το μέλλον, και στη μερική κάλυψη των βασικών κινδύνων που μπορεί να αντιμετωπίσουν στο μέλλον οι νέοι μας. Οφείλουμε όμως να υπενθυμίσουμε ότι όσα μέτρα ληφθούν, δεν θα αλλάξουν άμεσα ριζικά τις υφιστάμενες τάσεις αλλά σε βάθος χρόνου ενώ, όπως έχει δείξει και η διεθνής εμπειρία, οι επιδοματικές πολιτικές έχουν άκρως περιορισμένη εμβέλεια και δεν έχουν ιδιαίτερα αποτελέσματα, εάν δεν υπάρχει ένα γενικότερο ευνοϊκό περιβάλλον.
Οι έχοντες επομένως την ευθύνη σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων οφείλουν να συνειδητοποιήσουν τον ρόλο της μεταβλητής πληθυσμός και τις επιπτώσεις – άμεσες και απώτερες – από την πορεία των βασικών δημογραφικών συνιστωσών στη μελλοντική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Δεν είναι δυνατόν να παραμένουν θεατές των δημογραφικών μας εξελίξεων και να μην έχουν μια σαφή εικόνα των επερχόμενων αλλαγών και των επιπτώσεών τους (αν η γνώση αναδεικνύει προβλήματα, η άγνοια δεν μπορεί να τα λύσει). Οφείλουν αφενός να θεωρήσουν ως δεδομένες κάποιες μη αναστρέψιμες τις αμέσως επόμενες δεκαετίες τάσεις, να εκτιμήσουν τις επιπτώσεις τους και να τις λάβουν υπόψη και ταυτόχρονα να λάβουν μέτρα, τα οποία, εκτός των άλλων, θα στοχεύουν και στην προοδευτική αλλαγή των δημογραφικών δεικτών. Επομένως προσαρμογή στις αναμενόμενες αλλαγές (pre-activity) που απορρέουν και από τις δημογραφικές μας εξελίξεις και δράσεις για την επίτευξη των επιθυμητών αλλαγών (pro-activity) θα πρέπει να αντικαταστήσουν τις στάσεις αναμονής.
*Ο κ. Βύρων Κοτζαμάνης είναι καθηγητής Δημογραφίας, επιστημονικός υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος «Δημογραφικά Προτάγματα στην Ερευνα και Πρακτική στην Ελλάδα» ΕΔΚΑ, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.