«Μετά από έναν δύσκολο χρόνο, η Μύκονος – το Νησί – μοιάζει με μια βαθιά εισπνοή ύστερα από έλλειψη οξυγόνου. Ηταν μια αντανακλαστική κίνηση να πραγματοποιήσω την έκθεση εκεί! Συνήθως δεν δουλεύω θεματικά. Αυτή τη φορά, όμως, το έργο μου «μητέρα-φύση» γέννησε. Μάλλον περισσότερο με μίτωση μοιάζει το αποτέλεσμα πάρα με γέννα. Το γεγονός αυτού του τοκετού είναι η πρώτη μου θεματική (εν μέρει) έκθεση! Με εξέπληξε αυτή η εξέλιξη… θετικά θα έλεγα». Η Ειρήνη Γκόγκουα, λίγο πριν από τα εγκαίνια της ατομικής έκθεσής της με τίτλο «Transcendence – Υπέρβαση» στη Δημοτική Πινακοθήκη Μυκόνου «Μαρία Ιγγλέση», μιλάει στο ΒΗΜΑgazino για το δημιουργικό της σύμπαν και για τα έργα της, αυτές τις συνθέσεις λουσμένες στο χρώμα που μοιάζουν με μια φρενήρη σκυταλοδρομία ανάμεσα σε σουρεαλισμό και ρεαλισμό.
Γιατί δώσατε στην έκθεση τον τίτλο «Transcendence – Υπέρβαση»;
«Υπέρβαση… Υπέρ-βάση. Πάνω από τη βάση. Μια αιώρηση δηλαδή. Η αίσθηση της αιώρησης έρχεται όταν φεύγει η αίσθηση της βαρύτητας. Οταν απαγκιστρώνεσαι από τα «πρέπει» και τα «θέλω». Οταν αισθάνεσαι ελεύθερος! Αυτό σημαίνει για εμένα η υπέρβαση: αίσθηση ελευθερίας, ευτυχίας. Είναι κατάσταση, θα έλεγα. Δεν μεταφράζεται εύκολα με λόγια η εμπειρία. Είναι τόσο προσωπικό όλο αυτό. Ομως κάποιες στιγμές της υπέρβασης αυτής παίρνουν χρώμα και σχήμα, γίνονται εικόνες, πίνακες! Τα έργα μου είναι ένας τρόπος να μοιραστώ αυτή την τόσο δική μου εμπειρία».
Είστε ζωγράφος περισσότερο του χρώματος ή της γραμμής;
«Πολύ ωραία ερώτηση! Είναι από τις ερωτήσεις που με στρέφουν προς την καλλιτεχνική μου αυτογνωσία. Θα έλεγα του χρώματος χωρίς γραμμές και των γραμμών που εγκλωβίζουν το χρώμα!».
Σπουδάσατε Οδοντιατρική, δουλεύετε μάλιστα ως οδοντίατρος στο Ναύπλιο, όπου διαμένετε. Αλήθεια, πώς ξεκινά η σχέση σας με την τέχνη;
«Στα φοιτητικά μου χρόνια άρχισαν τα καλλιτεχνικά πειράματα. Η πρώτη εικόνα, όμως, «ήρθε» με τον διαλογισμό: Μια γυναίκα με κλειστά μάτια που έμοιαζε να αφουγκράζεται… Ανήκε σε κάποια φυλή. Ινδιάνικη, θα έλεγα. Ηταν η αρχή…».
Ο πατέρας σας Γεωργιανός, η μητέρα σας Ελληνίδα. Οι δύο αυτές πατρίδες πώς έχουν επηρεάσει τη ματιά σας;
«Από μωρό ταξίδευα αναγκαστικά, καθώς κάθε χρόνο περνούσαμε τα σύνορα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση εναλλάξ. Ηταν δύσκολο. Αφηνε την αίσθηση πως τελικά ήμουν παντού ξένη. Περισσότερο επηρέασε αυτή η δυσκολία την ανάγκη μου για έκφραση μέσα από τη ζωγραφική, πάρα οι κουλτούρες αυτών των δύο χωρών. Σαν αίσθηση, πάντως, που αφήνουν πάνω στα έργα μου, η Ελλάδα είναι το γαλάζιο του αέρα και η Γεωργία το μέταλλο και η γη».
Τολμάτε και δοκιμάζετε διαφορετικά υλικά και τεχνικές: ζωγραφική σε καμβά, πλέξιγκλας, κεραμική γλυπτική και ξυλογλυπτική. Τι σας εκφράζει περισσότερο;
«Αυτό ακριβώς. Το ότι δεν ανήκω πουθενά, σε κανένα υλικό και σε καμία τεχνική. Οπως δεν μου ανήκουν και αυτά. Βλέπετε, το να μην ανήκεις είναι δύσκολο αρχικά, ως αποτέλεσμα, όμως, μπορεί να έχει την ελευθερία».
Θα ήθελα να σταθούμε στα έργα σας σε πλέξιγκλας.
«Ολα ξεκίνησαν με κάποια πειράματα, όπως προανέφερα, στα φοιτητικά μου χρόνια. Τύγχανε να μου έχουν χαρίσει κάποια χρώματα σμάλτου. Αλλο ένα τυχαίο γεγονός. Χρώματα έντονα, συνάμα διάφανα… ζωγραφική σε διαστάσεις: μέσα – έξω – γύρω από το πλέξιγκλας, πίνακες με δύο όψεις. Γραμμές και χρώματα που αλλάζουν από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Τι να πρωτοπώ για αυτό το υλικό! Πρόκειται για μια τεράστια ανακάλυψη για εμένα, η οποία συνεχώς εξελίσσεται!».
Ερχεστε επίσης με μια νέα πρόταση: ζωγραφική σε κεφαλάρι κρεβατιού.
«Ως καλλιτέχνις έχω την τάση να βαριέμαι τα κοινότοπα. Θα ήθελα να έχω ένα μαγικό ραβδί και να αλλάζω τα πάντα: το πόμολο, την οροφή, την καρέκλα. Η ζωγραφική σε κεφαλάρι προέκυψε ως μια τέτοια απλή ανάγκη αλλαγής από κάτι βαρετό σε κάτι ονειρικό, μοναδικό. Καθώς το 1/3 της καθημερινότητας το περνάμε στην κρεβατοκάμαρα, ήθελα αυτό το 1/3 του 24ώρου μου, της εβδομάδας μου, της ζωής μου, να περιβάλλεται από χρώμα, να με ταξιδεύει. Ηθελα ένα κεφαλάρι ως έργο τέχνης. Ενα κεφαλάρι που θα μπορούσε να σταθεί στο σαλόνι μας. Δεν είναι παράλογο να διακοσμούμε τον χώρο του καθιστικού στον οποίο περνάμε ελάχιστο χρόνο και να κοιμόμαστε σε ένα αδιάφορο υπνοδωμάτιο; Είναι σαν να δίνουμε μεγαλύτερη σημασία στη βιτρίνα από ό,τι στην ουσία… Είναι και τα δύο εξίσου σημαντικά!».
Βάλτε μας μέσα στη δημιουργική σας διαδικασία. Πώς σας αρέσει να δουλεύετε;
«Απομονωμένη! Μόνο! Αποτραβιέμαι τόσο πολύ από το περιβάλλον γύρω μου την ώρα που ζωγραφίζω, που οποιαδήποτε παρουσία θυμίζει απότομο ξύπνημα. Με ταράζει. Μουσική τώρα πλέον ακούω. Μπορεί και να χορεύω ταυτόχρονα. Και λέω τώρα πια επειδή στα φοιτητικά μου χρόνια στην Τασκένδη, μια μέρα ζωγραφίζοντας το Μπούρτζι του Ναυπλίου ακούγοντας Ραχμάνινοφ, συνειδητοποίησα πως έτρεμα σύγκορμη. Πολλή ένταση; Συγχρονισμός δονήσεων; Ισως. Δεν ξέρω. Πάντως ήταν σημαντικός λόγος να αποφεύγω για χρόνια τον συνδυασμό της ζωγραφικής με το άκουσμα της μουσικής».
Ποια θεωρείτε ότι θα είναι η επίδραση της πανδημίας στην αγορά τέχνης στην Ελλάδα;
«Τεράστια! Προς όλες τις κατευθύνσεις και εννοείται όχι μόνο στο κομμάτι της ανάγκης απόκτησης ενός έργου. Θα ήθελα η τέχνη της μετά COVID εποχής να είναι λυτρωτική!».
Υπάρχει σήμερα πρωτοπορία στην τέχνη ή τελικά όλα έχουν ειπωθεί;
«Εννοείται πως υπάρχει!
Η τέχνη είναι ζωντανή. Εξελίσσεται, διαφοροποιείται, μετασχηματίζεται. Η τέχνη εξέφραζε ανέκαθεν τις ανθρώπινες ανησυχίες: την αγάπη, τον θάνατο, τη ζωή, τον έρωτα, την ελευθερία. Οι ανησυχίες παραμένουν ίδιες, ο τρόπος έκφρασης, όμως, αλλάζει μαζί με την εξέλιξη της ανθρωπότητας. Τα πάντα ρει».
Υπάρχει κάποιο έργο σας που δεν μπορέσατε να αποχωριστείτε;
«Οχι. Δεν αισθάνομαι ότι τα αποχωρίζομαι όταν «μετακομίζουν». Παραμένουν δικά μου όπου και να ‘ναι. Αυτό που έχω ανάγκη, όμως, είναι πριν από τη «μετακόμισή» τους να τα ταξιδέψω… να τα γνωρίσω σε κόσμο. Να επικοινωνήσω μέσα από αυτά!».
ΙΝFO
«Transcendence – Υπέρβαση»: Δημοτική Πινακοθήκη Μυκόνου «Μαρία Ιγγλέση» (Αίθουσα Ματογιάννη), από τις 23 έως τις 30 Ιουνίου.