Η παρατεταμένη οικονομική κρίση και η πανδημία που ακολούθησε, ανέδειξαν παγκοσμίως, αλλά και στην πατρίδα μας, ένα σημαντικό έλλειμμα ηγεσίας σε κράτη, διεθνείς οργανισμούς, πολυεθνικές εταιρείες και μεγάλα κοινωφελή ιδρύματα. Πρακτικές ανεξέλεγκτης διοίκησης, αυθαιρεσίας, νεποτισμού, διακρίσεων και εξυπηρέτησης περιοριστικών και συχνά αμφιλεγόμενων προτεραιοτήτων, αποδείχθηκαν ξεπερασμένες και δεν μπορούσαν πλέον να γίνουν ανεκτές. Καθώς ο πολιτικός χρόνος επιταχύνθηκε, χρεοκόπησε με δραματικό κόστος και το επόμενο μοντέλο εξουσίας του νέου, άπειρου αλλά άφθαρτου ηγέτη που συμπεριφέρεται αντισυμβατικά, συχνά ισοπεδωτικά και προκλητικά, απέναντι σε θεσμούς και αρχές, βασιζόμενος στον αυτοσχεδιασμό και πειραματισμό. Σταδιακά κράτη, οργανισμοί και μεγάλες εταιρείες στράφηκαν στη γνώση, στη σοβαρότητα, στον ορθό λόγο, στην πλούσια εμπειρία και στην τεχνοκρατική προσέγγιση, ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις αλλεπάλληλες κρίσεις και να δημιουργήσουν ρεαλιστικές προοπτικές.
Σύντομα ξεκίνησε, διεθνώς, η συζήτηση για τη «χρηστή διακυβέρνηση», σύμφωνα με την οποία η ηγεσία οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν της, όχι μόνο τις διοικητικές ή οικονομικές συνέπειες των αποφάσεών της, αλλά και τον ηθικό και κοινωνικό αντίκτυπό τους. Με βάση αυτό το μοντέλο διοίκησης ένας ηγέτης οφείλει να επιδεικνύει ανώτερες αρετές, αυτοπειθαρχία, ανιδιοτέλεια, δικαιοσύνη, να προωθεί την ελευθερία της γνώμης, να προσκαλεί σε διάλογο, να επιβραβεύει όσους τολμούν να διατυπώνουν αυστηρή κριτική και πρωτίστως να διοικεί με το παράδειγμά του. Με τον τρόπο αυτόν κατορθώνει να χτίσει εμπιστοσύνη, να κινητοποιήσει προς ένα συλλογικό όραμα και να εμπνεύσει σε όλους αφενός τη συμμετοχή και τη συνεργασία και αφετέρου τη συνυπευθυνότητα. Κυβερνήσεις, Ιδρύματα, οργανισμοί και επιχειρήσεις, συνειδητοποίησαν ότι η υιοθέτηση τέτοιων μοντέλων διοίκησης οδηγεί σε αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων, σε αποδοτικότερη επίτευξη των στόχων τους και στην ενίσχυση των ταλέντων και δεξιοτήτων, των ιδεών και δυνάμεων που κρύβει κάθε μικροκοινωνία.
Η εφαρμογή χρηστής διακυβέρνησης είναι καθοριστικής σημασίας για τα Ιδρύματα που διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στο μέλλον μιας κοινωνίας, όπως είναι τα Πανεπιστήμια. Τα διοικητικά όργανα των Πανεπιστημιακών Σχολών οφείλουν να αποτελούν πρότυπο διαφάνειας και δικαιοσύνης, να θωρακίζουν την ορθότητα και νομιμότητα των αποφάσεων και ενεργειών τους, να έχουν επίγνωση του βαθύτατου κοινωνικού ρόλου τους και να εμπνέουν συναδέλφους, εργαζόμενους, συνεργάτες, αλλά κυρίως τους φοιτητές τους. Η Ιατρική Σχολή του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), κατά τη μακρά ιστορία της έχει επιδείξει μοναδικό ερευνητικό, εκπαιδευτικό και κοινωνικό έργο, που αντανακλά μια συνέπεια στις θεμελιώδεις αρχές της χρηστής διακυβέρνησης, πολύ προτού αυτή αποτελέσει επιταγή των καιρών μας. Πάντα υπάρχει περιθώριο γόνιμης κριτικής και βελτίωσης, είναι όμως γεγονός ότι η Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ διαχρονικά εξόπλισε τους εκάστοτε αυριανούς λειτουργούς της Υγείας με ακεραιότητα, ανιδιοτέλεια και κοινωνική ενσυναίσθηση.
Η πανδημία ανέδειξε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την παγκόσμια στροφή προς τον ορθό λόγο, την τεκμηριωμένη εμπειρία και τη γνώση. Πρακτικές που προσβάλλουν και μειώνουν, επιλογές με άξονα συμπάθειες και εκλεκτικές φιλίες αποτελούν αντιλήψεις του χθες, τις οποίες οφείλουμε όλοι να υπερβούμε. Οι ανάγκες και οι προτεραιότητες της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, η βελτίωση της καθημερινότητας όλων, παράλληλα με την επίτευξη μακρόπνοων και εμβληματικών στόχων, εξυπηρετούνται μόνο θεσμικά και όχι με πελατειακές λογικές, μέσα από τη συμμετοχή, την ανάληψη ευθυνών και την κοινωνική προσφορά. Η Ιατρική Σχολή οφείλει να ακολουθήσει τον δρόμο που ιστορικά ακολουθούσε μέσα από τις αρχές της «χρηστής διακυβέρνησης» που συνεπάγεται διοίκηση και όχι διαχείριση, συναίνεση και σύμπραξη δυνάμεων με όλους και όχι συντεχνίες, λειτουργία με διαφάνεια, με σταθερούς και καταγεγραμμένους κανόνες και με εξωστρέφεια.
Η Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ βρίσκεται μπροστά σε εξαιρετικά σημαντικές προοπτικές και σύνθετες προκλήσεις. Οι πολίτες στηρίχθηκαν σε αυτήν σε κρίσιμες στιγμές και προσβλέπουν σε αυτήν για ένα καλύτερο μέλλον στην Υγεία και στην Εκπαίδευση. Οφείλουμε όλα τα στελέχη της να το αντιληφθούμε ως καθήκον και συνάμα ως τιμή και να αποδεχθούμε την ευθύνη που μας αναλογεί.
Ο κ. Κωνσταντίνος Νικ. Συρίγος είναι καθηγητής της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, διευθυντής Τομέα Παθολογίας.