Όπως ήταν αναμενόμενο ο Εμπραχίμ Ραϊσί κέρδισε τις εκλογές στο Ιράν. Η συμμετοχή στις εκλογές ήταν μειωμένη κατά 24,5% υποχωρώντας στο 48,78% σύμφωνα με τις εκτιμήσεις.
Ο ίδιος ο Ραϊσί πάντως τα πήγε καλύτερα σε αυτές τις εκλογές σε σχέση με αυτές του 2017. Τότε είχε πάρει 15.835.794 ψήφους, ενώ τώρα πήρε 17.926.345, κάτι που του δίνει μια σχετική νομιμοποίηση, ιδίως από τη στιγμή που και ο δεύτερος σε ψήφους υποψήφιος, ο Μοχσέν Ρεζαεΐ, που πήρε 3.412.712 ψήφους προέρχεται επίσης από το συντηρητικό στρατόπεδο (και μάλιστα με πιο «σκληρή» αντιαμερικανική γραμμή). Αντιθέτως, ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης Αμπντολνασέρ Χεματί, που διεκδίκησε την ψήφο των «μετριοπαθών» βρέθηκε στην τρίτη θέση με 2.427.201 ψήφους.
Η αύξηση της αποχής και η κρίση στο στρατόπεδο των «μετριοπαθών»
Το ίδιο το γεγονός της χαμηλότερης συμμετοχής, σε μια χώρα που παραδοσιακά έχει υψηλά ποσοστά συμμετοχής στις προεδρικές εκλογές, είχε αποτελέσει παράγοντα ανησυχίας από πριν, εξ ου και η προσπάθεια του ανώτατου ηγέτη Χαμενεΐ να καλέσει τους πολίτες να συμμετέχουν μαζικά στις εκλογές. Πέραν της πανδημίας που αντικειμενικά έπαιξε το ρόλο της στη μείωση της συμμετοχής, η βασική παράμετρος ήταν μάλλον η απουσία μιας ισχυρής υποψηφιότητας από τη μεριά των «μεταρρυθμιστών».
Αυτό με τη σειρά του δεν είχε να κάνει μόνο με τα εμπόδια που ύψωσε απέναντι σε διάφορες υποψηφιότητες το Συμβούλιο των Θεματοφυλάκων (που εγκρίνει τους υποψηφίους). Άλλωστε η πιο σημαντική υποψηφιότητα που «κόπηκε» ήταν αυτή του Αλί Λαριτζανί, πρώην προέδρου της Βουλής, που όμως παρά την προσπάθεια για πιο «μετριοπαθές» προφίλ προερχόταν από τον κορμό της «συντηρητικής» πτέρυγας.
Το πιο βασικό ήταν η απογοήτευση που δημιούργησε η κυβέρνηση του «μεταρρυθμιστή» Ρουχανί, που η βασική της υπόσχεση που ήταν ο συνδυασμός ανάμεσα στην επαναπροσέγγιση με τη Δύση και κατά συνέπεια την άρση των κυρώσεων και την οικονομική ανάπτυξη, προσέκρουσε πάνω στην κυβέρνηση Τραμπ, την επιστροφή των κυρώσεων και την πανδημία. Με αυτή την έννοια, θα ήταν λάθος να αποδώσουμε την αποχή κυρίως στην ανταπόκριση στα καλέσματα για αποχή που έγιναν από κύκλους «μετριοπαθών», καθώς υπήρξε και πραγματική δυσαρέσκεια για την απερχόμενη κυβέρνηση.
Η σημασία της εκλογής Ραϊσί
Αντίθετα, από τη μεριά του ο Ραϊσί δεν είχε μόνο την εικόνα ότι ήταν ο βασικός υποψήφιος του «συντηρητικού» στρατοπέδου, αλλά τα τελευταία χρόνια είχε αυξήσει τη δημοφιλία του μέσα από την εκστρατεία κατά τη διαφθοράς της οποίας ηγήθηκε ως επικεφαλής του δικαστικού σώματος. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι το όνομα έχει ακουστεί και για τη διαδοχή του ίδιου του Χαμενεΐ στη θέση του ανώτατου ηγέτη, της πιο σημαντικής θέσης στο ιδιότυπο σύστημα της Ισλαμικής Δημοκρατίας.
Το θέμα της διαφθοράς είναι ιδιαίτερα σημαντικό στο Ιράν και μία από τις βασικές εστίες διαφθοράς είναι τα bonyad, τα «Ιδρύματα». Αυτά είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα που με διάφορους τρόπους ελέγχουν περίπου το 20% της ιρανικής οικονομία, απολαμβάνουν μεγάλες φοροαπαλλαγές, απασχολούν πολύ μεγάλο αριθμό εργαζομένων και κατηγορούνται ότι διοχετεύουν ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής στην «μαύρη» οικονομία, προσφέροντας ταυτόχρονα μικρής κλίμακας φιλανθρωπικό έργο, παρότι αυτός υποτίθεται ότι είναι ο βασικός σκοπός τους. Ο Ραϊσί ήταν επικεφαλής ενός τέτοιου bonyad από το 2016-2019 και έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς θα αναμετρηθεί με τη διαφθορά σε αυτόν τον χώρο ως πρόεδρος.
Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα των εκλογών έδειξε ότι έστω και μέσα στους περιορισμούς που θέτει το καθεστώς της Ισλαμικής Δημοκρατίας, οι κοινωνικές δυναμικές βρίσκουν τρόπους να εκφραστούν, είτε με διάφορων μορφών κινητοποιήσεις, είτε με το πώς διαμορφώνονται εκλογικές δυναμικές, σε πείσμα μιας εικόνας «θεοκρατικής απολυταρχίας» που είναι ανακριβής ως προς το πώς διεξάγεται η πραγματική πολιτική συζήτηση. Αυτό, άλλωστε, είναι και μια από τις παραμέτρους που έχουν εξασφαλίσει μέχρι τώρα την επιβίωση του Ιράν, που έχει αντιμετωπίσει ιδιαίτερα βαρύ τίμημα από τις κυρώσεις, μαζί με ένα έντονο αίσθημα πατριωτισμού. Και σε αυτές τις εκλογές φαίνεται ότι μέτρησαν αρκετά και τα κοινωνικά ζητήματα, ιδίως από τη στιγμή που οι «συντηρητικοί» στο Ιράν τείνουν να έχουν και πιο «κοινωνικό» προφίλ σε σχέση με τους «μετριοπαθείς» (που είναι πιο κοντά σε μια λογική «οικονομίας της αγοράς»).
Το μέλλον των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα
Ως προς τις διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και την επιστροφή στη συμφωνία, στην πραγματικότητα οι εκλογές δεν πρόκειται να σηματοδοτήσουν κάποια σημαντική αλλαγή.
Σε μεγάλο βαθμό η στρατηγική είχε ήδη χαραχθεί. Το Ιράν θέλει τη συμφωνία και είναι διατεθειμένο να την τηρήσει υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει από την άλλη μεριά η πλήρης άρση των κυρώσεων. Για την ακρίβεια, αυτό το οποίο θέτει ως αίτημα είναι η πλήρης άρση των κυρώσεων ως προϋπόθεση για να επιστρέψει στην τήρηση των δικών του όρων της συμφωνίας (δηλαδή να επιστρέψει στα χαμηλά όρια εμπλουτισμού).
Η ιρανική ηγεσία, με τον τρόπο που εκπροσωπείται από τον Χαμενεΐ και τον κύκλο του επιθυμεί την επιστροφή στη συμφωνία και ένα βαθμό «ανοίγματος» στη Δύση, στο βαθμό που αυτό θα είναι ιδιαίτερα θετικό για την ιρανική οικονομία. Με αυτή την έννοια, μια κυβέρνηση Ραϊσί αντιπροσωπεύει μια καλύτερη συνθήκη για τη διαπραγμάτευση, εφόσον σημαίνει ότι θα εκπροσωπεί όντως τη βούληση κρίσιμων κέντρων εξουσίας, ενώ θα είναι και πιο «συνεκτική» εφόσον θα είναι μια κυβέρνηση που δεν θα συμφωνεί μόνο με την κατεύθυνση του ανώτατου ηγέτη αλλά και με τη Βουλή (που κατά βάση ελέγχεται από τους «συντηρητικούς»).
Επιπλέον, θα μπορούσε κανείς να διακρίνει στην πρόκριση της υποψηφιότητας Ραϊσί έναν πολιτικό υπολογισμό ότι τόσο η διαπραγμάτευση όσο και η διαχείριση της κατάστασης μετά την άρση των κυρώσεων θα γίνουν με λιγότερους κοινωνικούς και πολιτικούς κραδασμούς υπό μια «συντηρητική» κυβέρνηση.
Σε αυτό το φόντο, το κρίσιμο ζήτημα για τη διαπραγμάτευση δεν αφορά τόσο το Ιράν, όσο το εάν η κυβέρνηση Μπαίντεν θα επιδιώξει όντως να κινηθεί στην κατεύθυνση της άρσης των κυρώσεων και μιας εκδοχής συμφωνίας που θα μπορεί να γίνει αποδεκτή από την ιρανική πλευρά.
Άλλωστε, η εκλογή Ραϊσί αναμένεται να αποτυπώσει και μια ακόμη πιο έντονη στροφή από την προτεραιοποίηση των σχέσεων με τη Δύση (που επεδίωκαν οι «μετριοπαθείς»), προς την παράλληλη αναβάθμιση των σχέσεων με τη Ρωσία και την Κίνα (με την οποία έχει υπογράψει και μεγάλη επενδυτική συμφωνία). Την ίδια ώρα δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός ότι παράλληλα με την επιμονή στον «άξονα της αντίστασης» (που έχει ενισχύσει την παρουσία του αλλά και το κύρος του σε μια ευρύτερη περιοχή), το Ιράν αναζητά και συνεννόηση με τους ανταγωνιστές του στην περιοχή, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τις εν εξελίξει παρασκηνιακές συνομιλίες με τη Σαουδική Αραβία.