Ο πρώτος τουρίστας που νοσηλεύτηκε εφέτος σε ΜΕΘ ελληνικού νοσοκομείου λόγω επιπλοκών της COVID-19 είναι ένας 65χρονος Ρώσος που φέρεται να εισήλθε στη χώρα μας με πλαστό πιστοποιητικό αρνητικού μοριακού ελέγχου (PCR). Το περιστατικό αυτό επιτείνει την ανησυχία των ελληνικών αρχών, καθώς και πέρυσι είχαν καταγραφεί απόπειρες εισόδου στη χώρα από επισκέπτες που διέθεταν πλαστά πιστοποιητικά. Σύμφωνα με πληροφορίες, τα περιστατικά αυτά καταγράφηκαν κυρίως στα χερσαία σύνορα και σχεδόν στο σύνολό τους αφορούσαν άτομα που προέρχονταν από την Αλβανία. Γι’ αυτό και εφέτος θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στον έλεγχο των εισερχομένων από τη γείτονα, αλλά και εν γένει όλες τις χώρες εκτός ΕΕ οι οποίες δεν εκδίδουν ηλεκτρονικά – και συνεπώς εύκολα επαληθεύσιμα – πιστοποιητικά εμβολιασμού.
Εντάθηκαν οι έλεγχοι στην Ευρώπη
H Europol έχει κατ’ επανάληψη προειδοποιήσει τις αρχές Ασφαλείας όλων των κρατών-μελών για την πιθανότητα μετακίνησης ταξιδιωτών με πλαστά έγγραφα (πιστοποιητικά διαγνωστικού ελέγχου, νόσησης ή εμβολιασμού), δεδομένου ότι η τεχνολογία που το επιτρέπει, όπως οι εκτυπωτές υψηλής ποιότητας και το προηγμένο λογισμικό, είναι ευρέως διαθέσιμη.
Τους τελευταίους μήνες, εθνικές αρχές Ασφαλείας έχουν εντείνει τους ελέγχους και έχουν εντοπίσει κυκλώματα πώλησης πλαστογραφημένων εγγράφων. Συλλήψεις έγιναν στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου πλαστά πιστοποιητικά πωλούνταν αντί 100 στερλινών, στη Γαλλία (και μάλιστα στο διεθνές αεροδρόμιο «Charles de Gaulle» στο Παρίσι), αλλά και στην Ισπανία, όπου τα παραποιημένα πιστοποιητικά αρνητικού τεστ άλλαζαν χέρια αντί 40 ευρώ.
Στη Γερμανία διοργανώθηκαν πολλαπλές αστυνομικές επιχειρήσεις για την εξάρθρωση σπειρών που κατασκεύαζαν και διακινούσαν πλαστά πιστοποιητικά εμβολιασμών. Δύο συλλήψεις στο Βερολίνο αποκάλυψαν ένα καλοστημένο κύκλωμα που χρησιμοποιούσε την εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων Telegram για την επικοινωνία με επίδοξους πελάτες που κατέβαλλαν από 80 έως 100 ευρώ για ένα κατασκευασμένο έγγραφο.
Η ψηφιακή ασφάλεια και οι έντυπες βεβαιώσεις
Στη Γερμανία, βέβαια, τα πιστοποιητικά δεν είναι ψηφιακά, όπως στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζεται ο κίνδυνος πλαστογράφησης. Το ίδιο ισχύει και για ορισμένες ακόμη ευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουν προσώρας ενταχθεί στην πλατφόρμα του κοινού πιστοποιητικού και συνεχίζουν να εκδίδουν έντυπες ή ακόμη και χειρόγραφες βεβαιώσεις, οι οποίες προφανώς είναι ευκολότερο να πλαστογραφηθούν.
Προς αυτή την κατεύθυνση, αποδεικνύεται ότι η υιοθέτηση του κοινού Ευρωπαϊκού Ψηφιακού Πιστοποιητικού COVID-19 είναι μονόδρομος προκειμένου να θωρακιστούν τα κράτη-μέλη από την απειλή της εισόδου πολιτών με πλαστά πιστοποιητικά.
Από όλα έχει το dark Web
«Τους πρώτους μήνες από το ξέσπασμα της πανδημίας καταγράφαμε τη διακίνηση μασκών, απολυμαντικών και προστατευτικού εξοπλισμού μέσω dark Web» λέει στο «Βήμα» ο Οντέντ Βανούνου, επικεφαλής ερευνών για την ευπάθεια προϊόντων στην εταιρεία κυβερνοασφάλειας Check Point Software. Ο σκοτεινός ιστός λειτουργεί ως ένα παράλληλο Διαδίκτυο που δεν είναι ορατό στις μηχανές αναζήτησης και για την πλοήγηση σε αυτόν απαιτείται ειδικό λογισμικό, ενώ εκεί ανθεί η μαύρη αγορά και δραστηριοποιούνται ουκ ολίγοι εγκληματίες.
Οι ερευνητές της Check Point διαπίστωσαν ότι στον σκοτεινό ιστό πωλούνταν διάφορες υποτιθέμενες θεραπείες και σκευάσματα κατά του κορωνοϊού, ενώ από το φθινόπωρο του 2020 ξεκίνησε η παράνομη διακίνηση εμβολίων: αρχικά του ρωσικού Sputnik-V και του κινεζικού Sinovac, ενώ σταδιακά προστέθηκαν όλα τα εγκεκριμένα εμβόλια – αν και δεν είναι σαφές ότι πρόκειται για αυθεντικά σκευάσματα. Συνολικά έχουν εντοπίσει περισσότερους από 1.250 πωλητές παράνομων εμβολίων – περίπου τους διπλάσιους απ’ όσους είχαν καταγράψει στις αρχές του έτους.
Η κορυφή του παγόβουνου
Οι ερευνητές έχουν εντοπίσει πάνω από 150 κανάλια διακίνησης πλαστών εγγράφων, αλλά όπως επισημαίνει ο ερευνητής της Check Point «απλώς βλέπουμε την κορυφή του παγόβουνου».
Ο κ. Βανούνου σημειώνει ότι, παρότι δεν έχει καταγραφεί προσπάθεια πώλησης ή διακίνησης πλαστών πιστοποιητικών στην Ελλάδα, είναι πολύ πιθανό το εφετινό καλοκαίρι να επιχειρήσουν να εισέλθουν στη χώρα άτομα που έχουν παραποιημένα ή κατασκευασμένα έγγραφα.
O μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο, όπως υποστηρίζει, είναι να δημιουργηθεί μια παγκόσμια βάση δεδομένων, μέσω της οποίας η εκάστοτε εθνική αρχή θα μπορεί να επαληθεύσει την εγκυρότητα ενός πιστοποιητικού.
Απόλυτα ασφαλές το Ευρωπαϊκό Ψηφιακό Πιστοποιητικό
Πηγές του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ανέφεραν στο «Βήμα» ότι είναι πρακτικά αδύνατο να πλαστογραφηθεί το Ευρωπαϊκό Ψηφιακό Πιστοποιητικό και ότι τουλάχιστον για τους εισερχομένους από τα κράτη-μέλη που το έχουν υιοθετήσει δεν υφίσταται οποιοδήποτε ζήτημα. Το ίδιο ισχύει και για το εγχώριο πιστοποιητικό λόγω των πολλαπλών επιπέδων ασφαλείας και κρυπτογράφησης που ενσωματώνει. Στη φωτογραφία γερμανός γιατρός επιδεικνύει το πιστοποιητικό εμβολιασμού που θα εκδίδει το Βερολίνο.
Αρνητές και «ανυπόμονοι» βασικοί ύποπτοι
Ο επικεφαλής ερευνών στην εταιρεία κυβερνοασφάλειας Check Point Software Οντέντ Βανούνου επισημαίνει ότι τους τελευταίους μήνες το ενδιαφέρον έχει στραφεί στα πλαστά πιστοποιητικά εμβολιασμών κατά της COVID-19, καθώς σε πολλές χώρες διασφαλίζουν την ελεύθερη μετακίνηση και ορισμένα προνόμια έναντι των επίνοσων. Εκτός του dark Web, το εμπόριο έχει επεκταθεί σε υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων με βασικότερη το Telegram, μια πλατφόρμα που διασφαλίζει την κρυπτογράφηση των μηνυμάτων και την ανωνυμία των συναλλασσομένων. Οπως λέει στο «Βήμα», οι υποψήφιοι αγοραστές εντάσσονται σε δύο ευρείες κατηγορίες: Αφενός οι αρνητές του εμβολιασμού – ή οι απλώς διστακτικοί – που επιθυμούν να ταξιδέψουν ή να λάβουν μέρος σε δραστηριότητες που απαιτούν πιστοποιητικό. Αφετέρου, όσοι επιθυμούν να εμβολιαστούν αλλά είτε τα εμβόλια δεν διατίθενται ακόμη στη χώρα τους είτε δεν έχουν κατορθώσει να κλείσουν εγκαίρως ραντεβού, π.χ. πριν από τις θερινές διακοπές. Τα πλέον «ευάλωτα» συστήματα, σύμφωνα με την έρευνα, είναι αυτά που παρέχουν χειρόγραφα αποδεικτικά εμβολιασμού, όπως το βρετανικό NHS, το CDC των ΗΠΑ, αλλά και το ρωσικό σύστημα Υγείας. Οι τιμές των πλαστών πιστοποιητικών εμβολιασμού ξεκινούν από τα περίπου 150 δολάρια για το κινεζικό, ανεβαίνουν ελαφρώς για το ινδικό και πολλαπλασιάζονται για το διεθνές «κίτρινο» έγγραφο εμβολιασμού.