Ο απεικονιζόμενος χρωματικός συνδυασμός μετατράπηκε σε πολιτικό σύμβολο μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους: Κατά τη διάρκεια του πολέμου η πρωσική προπαγάνδα ξεχώρισε μια συγκεκριμένη μονάδα: την εθελοντική ένωση του Στρατηγού Λούντβιχ Άντολφ Βίλχελμ φον Λίτσο, η οποία σύντομα γίνεται γνωστή και ως «οι κυνηγοί του Λίτσο». Το σώμα οφείλει τη φήμη του κυρίως σε διακεκριμένα μέλη, όπως ο Φρίντριχ Λούντβιχ Γιαν, ο οποίος έγινε γνωστός χάρη στα αθλητικά του επιτεύγματα, ο συνθέτης Καρλ Μαρία φον Βέμπερ, εκπρόσωπος του Ρομαντισμού, και ο συγγραφέας Τέοντορ Κέρνερ, ο οποίος αργότερα έγραψε το ποίημα «Το άγριο κυνήγι του Λίτσο».
Δημοκρατία και εθνική ενότητα
Στο τέλος του πολέμου, το 1815, με την υποκίνηση του Φρίντριχ Λούντβιχ Γιαν, φοιτητικές ενώσεις και αδελφότητες από όλη τη Γερμανία συγκεντρώθηκαν στην Ιένα για να σχηματίσουν μία εθνική, ενοποιημένη αδελφότητα. Και βασιζόμενοι στα χρώματα της στολής της μονάδας του φον Λίτσο – μαύρη με κόκκινα διακριτικά και χρυσά κουμπιά- επέλεξαν μια ριγέ κοκκινόμαυρη σημαία με ένα χρυσό κλαδί στο κέντρο.
Αυτά τα χρώματα υιοθετήθηκαν από τις αδελφότητες που σχηματίστηκαν στη Γερμανία στις αρχές του 19ου αιώνα, οι οποίες ζητούσαν δημοκρατία και εθνική ενότητα – για τα μέλη τους η επιλογή των χρωμάτων συμβόλιζε την εθνική ενότητα και την πολιτική ελευθερία. Το 1848 η Γερμανική Εθνοσυνέλευση στην Φρανκφούρτη κήρυξε το μαύρο, το κόκκινο και το χρυσό σε χρώματα της Συνομοσπονδίας. Κατά τη διάρκεια των Επαναστάσεων του 1848/49, οι τρίχρωμες σημαίες κυμάτιζαν σε οδοφράγματα του Βερολίνου, όπως και στην Εθνοσυνέλευση στον Άγιο Παύλο της Φρανκφούρτης.
Αλλά μετά την αιματηρή καταστολή της επανάστασης απέμεινε μόνο η Γερμανική Ομοσπονδία, η οποία δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με τη δημοκρατική τριχρωμία. Μάλιστα, ο συνδυασμός χρωμάτων απαγορεύτηκε σε ορισμένες γερμανικές πολιτείες.
Απάντηση στο γαλλικό τρικολόρε
Η νίκη επί της Γαλλίας στον γαλλογερμανικό πόλεμο (1870/1871) οδήγησε στην ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Τα χρώματα της Πρωσίας, λευκό και μαύρο, συμπληρώθηκαν με το κόκκινο των χανσεατικών πόλεων και έγιναν τα χρώματα της νέας εθνικής σημαίας.
Η Εθνοσυνέλευση, η οποία συνήλθε στη Βαϊμάρη μετά την κατάρρευση της Αυτοκρατορίας, καθόρισε και πάλι το μαύρο, το κόκκινο και το χρυσό το 1919 ως τη σημαία της δημοκρατικής (πλέον) Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Προηγήθηκε μια πικρή «διαμάχη» των δημοκρατικών, που απαιτούσαν μαύρο-κόκκινο-χρυσό, με τους φιλομοναρχικούς και τους κομμουνιστές, που απαιτούσαν μια εντελώς κόκκινη σημαία.
Ο συνδυασμός μαύρου, κόκκινου και χρυσού κράτησε μόνο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1935. Στο συνέδριο των Εθνικοσοσιαλιστών στη Νυρεμβέργη όχι μόνο εγκρίθηκαν οι «φυλετικοί νόμοι», αλλά και η σημαία της σβάστικας κηρύχθηκε επίσης σε εθνική σημαία. Η κατάχρηση εθνικών συμβόλων στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία οδήγησε σε πιο προσεκτική χρήση τους στην πρώιμη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία.
Ένας «ομοσπονδιακός αετός» μόνο για σημαίες σε υπηρεσίες
Το 1949 το Κοινοβουλευτικό Συμβούλιο ψήφισε κατά του μαύρου, του κόκκινου και του χρυσού ως χρωμάτων της κρατικής σημαίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Αλλά το νέο κράτος δεν μπορούσε να παραιτηθεί από τα σύμβολα. Το 1950 πρόσθεσε ένα εθνόσημο στη μαύρη, κόκκινη και χρυσή σημαία: ένας μαύρος αετός σε χρυσό φόντο με κόκκινα νύχια, με το βλέμμα στραμμένο προς τα δεξιά. Ένας μεταγενέστερος απόγονος του αετού, ο οποίος φτερούγιζε κάποτε στο οικόσημο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους.
Αυτή η «ομοσπονδιακή σημαία προορίζεται για επίσημες ομοσπονδιακές υπηρεσίες», διευκρινίζει το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Εσωτερικών. Όποιος σηκώνει την εν λόγω σημαία σε ένα παιχνίδι της εθνικής ομάδας Γερμανίας, για παράδειγμα, διαπράττει επίσημα διοικητικό αδίκημα, το οποίο μπορεί να τιμωρηθεί με πρόστιμο. Μάλιστα συχνά υπάρχουν αντιπαραθέσεις σχετικά με τη χρήση του «ομοσπονδιακού αετού» στις φανέλες των γερμανικών εθνικών ομάδων ποδοσφαίρου και χάντμπολ.
Οι μαύρες, κόκκινες και χρυσές ομοσπονδιακές σημαίες έκαναν την εμφάνισή τους και κατά τη διάρκεια της λεγόμενης Ειρηνικής Επανάστασης στην Ανατολική Γερμανία το 1989: Οι διαδηλωτές κατά του καθεστώτος έφεραν μεν σημαίες στη γνωστή τριχρωμία, αλλά χωρίς το σφυρί και την πυξίδα, τα κρατικά σύμβολα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Σήμερα οι οπαδοί της γερμανικής εθνικής ομάδας ετοιμάζονται για το επόμενο παιχνίδι και το γερμανικό τρικολόρε ξαναβγαίνει από τα συρτάρια – μία συνήθεια που άρχισε να καθιερώνεται από την διοργάνωση του Μουντιάλ το 2006.
Σβεν Τένιγκες
Επιμέλεια: Χρύσα Βαχτσεβάνου