«Δουλέψαμε σε μια παραλία του Λονγκ Αϊλαντ. Εκείνη θα επισκεπτόταν τον ποιητή Νόρμαν Ρόστεν… Οταν πήγα να την πάρω, τη ρώτησα τι διάβαζε. (Προσπαθούσα να σχηματίσω μια ιδέα τού πώς περνούσε τον καιρό της.) Μου είπε πως κρατούσε τον «Οδυσσέα» (σ.σ.: του Τζόις) στο αυτοκίνητό της και τον διάβαζε για πολύ καιρό. Είπε πως αγαπούσε τον ήχο του και διάβαζε το βιβλίο δυνατά στον εαυτό της – αλλά δυσκολευόταν να συνεχίσει. Δεν μπορούσε να το διαβάσει με τη σειρά. Οταν σταματήσαμε σε ένα πάρκο για να τη φωτογραφίσω, έβγαλε το βιβλίο και άρχισε να το διαβάζει την ώρα που έβαζα φιλμ στη μηχανή. Φυσικά, έτσι τη φωτογράφισα…».
Ετσι περιγράφει η διάσημη φωτογράφος Ιβ Αρνολντ το πώς τράβηξε το 1955 την ιστορική φωτογραφία της Μέριλιν Μονρόε που, φορώντας ριγέ φανελάκι και μαύρο σορτς, κάθεται σε μια παιδική χαρά και διαβάζει το διάσημο έργο του Τζέιμς Τζόις.
Ακόμα και σήμερα το ερώτημα εξακολουθεί να τίθεται από μερικούς «καθαρολόγους»: Διάβαζε πράγματι τότε το μεγάλο έργο του Τζόις η Μέριλιν ή μήπως η φωτογραφία δεν ήταν εκ του φυσικού αλλά στημένη, προκειμένου να αλλάξει η εικόνα της «άμυαλης ξανθιάς», όπως είχε αποτυπωθεί λίγο-πολύ στις ταινίες της εκείνης της δεκαετίας;
Στα ράφια της Μέριλιν
Την απάντηση στο ερώτημα θα την έδινε πολύ αργότερα το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης εκείνου του μοιραίου πλάσματος που η εικόνα του στοίχειωσε τα όνειρα και τις φαντασιώσεις των ανδρών ολόκληρης εποχής. Οταν η βιβλιοθήκη καταλογογραφήθηκε μετά τον θάνατο της Μέριλιν το 1962 – και ακόμα περισσότερο το 1999, όταν οι Christie’s την έβγαλαν σε δημοπρασία -, πείστηκαν και οι «άπιστοι Θωμάδες». Η βιβλιοθήκη περιείχε 430 τόμους, όσους περίπου και η βιβλιοθήκη του μέσου Αμερικανού τότε.
Ηταν εντυπωσιακό όχι τόσο το ασυνήθιστο μέγεθος της βιβλιοθήκης για σταρ εκείνου του καιρού, αλλά το τι βιβλία διάβαζε η Μέριλιν. Ας αναφέρω επιλεκτικά ελάχιστα, ενδεικτικά των ενδιαφερόντων και των προβληματισμών της: Εκτός από τον «Οδυσσέα» υπήρχαν και οι «Δουβλινέζοι» του Τζόις. Ακόμα, μυθιστορήματα του Φιτζέραλντ, του Φόκνερ, του Κέρουακ, του Στάινμπεκ, του Λόρενς Ντάρελ και του Χέμινγκγουεϊ και η συλλογή διηγημάτων «Το μαγικό βαρέλι» του Μάλαμουντ. Τα ενδιαφέροντά της όμως δεν περιορίζονταν στους Αγγλοαμερικανούς. Διάβαζε και κλασικούς και σύγχρονους γάλλους πεζογράφους, από τον Σταντάλ και τον Φλομπέρ ως τον Προυστ, τον Ρομέν Γκαρί και τον Καμί. Και Ρώσους: τον Τσέχοφ, τον Τουργκένιεφ, τον Πούσκιν. Διάβαζε ακόμα και τον «Τελευταίο πειρασμό» του Καζαντζάκη. Αν ο «Οδυσσέας» είναι ένα δύσκολο βιβλίο, στη βιβλιοθήκη της Μέριλιν υπήρχε κι ένα άλλο, πιο δύσκολο: ο «Ακατονόμαστος» του Μπέκετ.
Μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον της και για την ποίηση. Διάβαζε όχι μόνο Αμερικανούς (τον Γουίτμαν και την Ντίκινσον λ.χ.) αλλά και Ευρωπαίους, όπως τον Ντ. Χ. Λόρενς, τον Λόρκα και τον Ρίλκε. Διάβαζε ως και κινέζους ποιητές. Δεν είναι επομένως απορίας άξιο που έγραψε και η ίδια αρκετά ευαίσθητα ποιήματα.
Τα ενδιαφέροντά της δεν περιορίζονταν στη λογοτεχνία. Διάβαζε Αριστοτέλη και Πλάτωνα, αλλά και Μπέρτραντ Ράσελ και Φρόιντ και τον «Χρυσό κλώνο» του Τζέιμς Φρέιζερ.
Αυτά αρκούν για να ακυρώσουν το στερεότυπο της «χαζής ξανθιάς» που εντελώς άδικα της είχαν αποδώσει. Η πραγματική Μέριλιν ήταν άλλη, αυτή που προκύπτει από τα βιβλία που διάβαζε. Γιατί, καθώς λέγεται, αν θέλουμε να καταλάβουμε έναν άνθρωπο, δεν έχουμε παρά να δούμε τη βιβλιοθήκη του.
Εκτός από τον «Οδυσσέα», στη βιβλιοθήκη της Μονρόες υπήρχαν και οι «Δουβλινέζοι» του Τζόις. Ακόμα, μυθιστορήματα του Φιτζέραλντ, του Φόκνερ, του Κέρουακ, του Στάινμπεκ, του Λόρενς Ντάρελ και του Χέμινγκγουεϊ. Διάβαζε ακόμα και τον «Τελευταίο πειρασμό» του Καζαντζάκη
Οι «καλοθελητές», σχολιάζοντας τη φωτογραφία της Ιβ Αρνολντ, είχαν αποφανθεί πως από τον «Οδυσσέα» η σταρ διάβασε μόνο το 15ο κεφάλαιο, την Κίρκη, το πιο κινηματογραφικό και θεατρικό του μυθιστορήματος. Εξ ανάγκης, αφού διδασκόταν στο Actor’s Studio, όπου η ίδια έπαιρνε μαθήματα υποκριτικής. Ενδεχομένως και επειδή έλεγε πως προτιμούσε να διαβάζει αποσπασματικά το μυθιστόρημα γιατί της ήταν πιο εύκολο. Ωστόσο αυτό συνιστούν στον μέσο αναγνώστη σήμερα πολλοί ειδικοί στον Τζόις. Η αποσπασματική ανάγνωση είναι και μια απόδειξη του γιατί ο «Οδυσσέας» είναι ένα βιβλίο που δεν διαβάζεται μια κι έξω, αλλά επανέρχεται κανείς σε αυτό για πολύ καιρό, ανακαλύπτοντας διαρκώς νέες πτυχές του.
Η φωτογραφία όμως της αναγνώστριας Μέριλιν δεν αμφισβητούσε απλώς τον μύθο της «χαζής ξανθιάς» αλλά και έναν άλλο, ευρύτατα διαδεδομένο ως τις μέρες μας: ότι τα λαϊκά είδωλα που παράγει η μαζική κουλτούρα δεν έχουν την ικανότητα να επικοινωνήσουν με σημαντικά λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά έργα. Κάποια από αυτά τα είδωλα, στις ΗΠΑ κατεξοχήν, προσπαθούν να αποδείξουν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο διάσημος πυγμάχος Μάικλ Τάισον, για παράδειγμα, δήλωσε κάποτε πως είναι θαυμαστής του δανού φιλοσόφου και θεολόγου Σέρεν Κίρκεγκορ, προσπαθώντας ίσως να μιμηθεί το παράδειγμα της Μέριλιν.
Το στερεότυπο της «χαζής ξανθιάς» δεν ισχύει φυσικά και η φωτογραφία της Μέριλιν την ώρα που διαβάζει Τζόις σε μεγάλο βαθμό το ακυρώνει. Είναι άραγε τυχαίο που εξαιτίας αυτής ακριβώς της φωτογραφίας το αναγνωστικό κοινό του Τζόις στον αγγλόφωνο κόσμο διευρύνθηκε, αποδεικνύοντας πως το να περάσει κάποιος από τη μαζική στην υψηλή κουλτούρα δεν είναι αδύνατον;
Στα μάτια του «ατσαλάκωτου» διανοουμένου η περίπτωση της Μέριλιν μπορεί να φαντάζει σαν ιστορικό παράδοξο, αλλά δεν παύει να περιέχει μια μεγάλη αλήθεια: μας προκαλεί να φανταστούμε με διαφορετικό τρόπο τον μέσο αναγνώστη του Τζόις. Γι’ αυτό κι αν βάλουμε στο ίδιο κάδρο (με άλλα λόγια, στην κοινωνία) τον κόσμο των διασημοτήτων και τον κόσμο της λογοτεχνίας και των ιδεών, χωρίς υποχρεωτικά να τους ταυτίζουμε, τότε θα αρχίσουμε να βλέπουμε αλλιώς, δηλαδή με αυξημένη ευαισθησία, την πραγματικότητα και τον εαυτό μας.
Ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας Αρθουρ Μίλερ που την παντρεύτηκε το 1956 έπαιξε ασφαλώς σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των ενδιαφερόντων και του εσωτερικού της κόσμου. Αλλά αυτό δεν θα συνέβαινε αν η ίδια δεν ήταν ένα ευαίσθητο και σπάνιο πλάσμα. Ο Μίλερ δεν ερωτεύτηκε μόνο την πανέμορφη κούκλα αλλά και μια γυναίκα πολύ ιδιαίτερη, που δεν ήταν απλό δημιούργημα της εποχής και της μαζικής κουλτούρας. Ωστόσο, παρά τον καταλυτικό του ρόλο στην πνευματική της διαμόρφωση, θα χώριζαν το 1961 και έναν χρόνο αργότερα η ίδια θα πέθαινε από υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών.
Η Bloomsday
Στις 16 Ιουνίου κάθε χρόνο η διάσημη φωτογραφία της Μέριλιν που διαβάζει Τζόις «επιστρέφει» στη δημοσιότητα και αναπαράγεται σε όλον τον κόσμο. Είναι μια μεγάλη μέρα για τα εκατομμύρια των θαυμαστών του Τζόις και αποκαλείται Bloomsday, από το όνομα του κεντρικού ήρωα στον «Οδυσσέα». Ενα μπαράζ εκδηλώσεων που διαρκούν μία εβδομάδα προηγείται, με επίκεντρο δύο πόλεις: το Δουβλίνο (τόπο καταγωγής του Τζόις) και την Τεργέστη, όπου πέρασε πολλά από τα πιο δημιουργικά του χρόνια και όπου άρχισε να γράφει τον «Οδυσσέα».
Ο θρύλος του βιβλίου ξεπερνά την αναγνωστική του απήχηση, όπως συμβαίνει και με τον θρύλο ενός άλλου μεγάλου μυθιστορήματος του Μεσοπολέμου: του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ. Δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν πως και τα δύο έργα δεν τα διαβάζουν από την αρχή ως το τέλος οι πολυπληθείς θαυμαστές των συγγραφέων τους. Μεταπολεμικά, μάλιστα, ένας από τους μείζονες πεζογράφους της Ιταλίας, ο Αλμπέρτο Μοράβια, έγραψε πως ο Τζόις και ο Προυστ «σκότωσαν» το μυθιστόρημα (εννοώντας φυσικά τη ρεαλιστική αφήγηση που είχε επιβάλει ο 19ος αιώνας). Η πραγματικότητα ωστόσο, όπως γνωρίζουμε, τον διέψευσε.
Η Bloomsday ξεκίνησε τη 16η Ιουνίου 1954 στο Δουλβίνο, για να εορταστούν τα 50 χρόνια από τα όσα συμβαίνουν την ίδια ημέρα (του 1904) στο βιβλίο. Η ημερομηνία είναι σημαντική επειδή τότε ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος αρχίζει την περιδιάβασή του στο Δουβλίνο, που διαρκεί μία ημέρα, όσο και η αφήγηση.
Την ίδια περιδιάβαση πραγματοποιούν κάθε χρόνο οι πολυπληθείς θαυμαστές του συγγραφέα οι οποίοι περνούν από τα ίδια σημεία από όπου πέρασε ο Μπλουμ, παίρνουν το ίδιο πρωινό όπως κι αυτός, πραγματοποιώντας δύο περιπάτους: έναν πραγματικό, στο σημερινό Δουβλίνο, κι έναν φανταστικό, στη μυθιστορηματική πόλη του Τζόις.
Η ημερομηνία όμως είναι σημαδιακή και επειδή θυμίζει πως τότε ακριβώς ο συγγραφέας πραγματοποίησε τον πρώτο του περίπατο με τη Νόρα Μπάρνακλ, την κατοπινή σύντροφο και αργότερα σύζυγό του. Το τι συνέβη μεταξύ τους δεν είναι απολύτως εξακριβωμένο, αλλά είναι χαρακτηριστικό αυτό που έλεγε αργότερα ο Τζόις: πως εκείνη ακριβώς την ημέρα η Νόρα «τον έκανε άνδρα».
Ο Τζόις είναι σήμερα ένα είδος «πολιτιστικής βιομηχανίας» και πολύ δύσκολα παρακολουθεί κανείς τα όσα γράφτηκαν και γράφονται συνεχώς για το έργο και τη ζωή του.
«Ποτέ δεν ανήκα πουθενά»
Εφέτος η Bloomsday, εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, δεν θα έχει την παλιά της αίγλη. Στην Ιρλανδία είναι ένα είδος εθνικής, θα λέγαμε, εορτής ή εθνικής επιβεβαίωσης για έναν συγγραφέα που όσο ζούσε δεν ήταν αποδεκτός στην κοινωνία της χώρας του. Ο ίδιος δεν θα φανταζόταν πως σχεδόν δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του μια διασημότητα, κατ’ εξοχήν είδωλο της μαζικής κουλτούρας, όχι μόνο θα τον διάβαζε αλλά και η φωτογραφία της θα γινόταν τόσο διάσημη όσο και το έργο του. Τότε θα ήταν αδύνατον να προβλέψει κάποιος ότι η εικόνα εκείνου του πανέμορφου πλάσματος που τον διάβαζε σε ένα πάρκο του Λονγκ Αϊλαιντ δεν θα περιοριζόταν στα σχόλια αλλά θα επηρέαζε τις αναγνωστικές προτιμήσεις, των νεότερων ιδίως αναγνωστών.
Μια εικόνα, χίλιες λέξεις. Σήμερα αυτό που η Μέριλιν είχε πει πριν από σχεδόν εξήντα χρόνια και αποκαλύπτει τον βαθύτερο εαυτό της, την ψυχή κάτω από το είδωλο, ακούγεται διαφορετικά: «Ηξερα πως δεν ανήκα στον κόσμο αλλά στο κοινό, όχι γιατί είχα ταλέντο ή ήμουν όμορφη, αλλά γιατί ποτέ δεν ανήκα πουθενά ή σε κανέναν». Νομίζω πως αν ζούσε και το διάβαζε ο κορυφαίος Ιρλανδός, θα χαμογελούσε με σημασία.