Την εποχή της πανδημίας – και όχι μόνο, φυσικά – ουδείς μπορεί να χαίρεται όταν μια εταιρεία αποτυγχάνει στις δοκιμές της για ένα νέο εμβόλιο ή για κάποιο φαρμακευτικό σκεύασμα που μπορεί να αποδειχθεί σωτήριο για εκατομμύρια ζωές. Παρ’ όλα αυτά, η περίπτωση της γερμανικής Curevac χρήζει ιδιαίτερης μνείας και προσοχής – εκτός των άλλων, επειδή αποδεικνύει τις τεράστιες δυσκολίες και τα ρίσκα που υπάρχουν σε αυτό το μέτωπο.
Η εταιρεία ανακοίνωσε, το βράδυ της Δευτέρας, απογοητευτικά αποτελέσματα για το υπό δοκιμή εμβόλιό της, που είναι τεχνολογίας m-RNA. Συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητά του για την πρόληψη κάθε μορφής νόσησης από την Covid-19 φτάνει μόλις στο 47%, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τα άλλα δύο που χρησιμοποιούν την ίδια τεχνολογία, των BioNTech και Moderna, ανέρχεται σε περίπου 95% – και των AstraZeneca και Johnson & Johnson στο 60-70%.
«Βουτιά» 50% για τη μετοχή
Το αποτέλεσμα της ανακοίνωσης ήταν καταστρεπτικό για τη μετοχή της εταιρείας, η οποία «έλαμψε» πέρυσι με την είσοδό της στον αμερικανικό δείκτη Nasdaq και μέχρι πρόσφατα έβλεπε την κεφαλαιοποίησή της να φτάνει στα 15 δισ. ευρώ. Χθες, ωστόσο, η τιμή της μετοχής πραγματοποίησε «βουτιά» της τάξης του 50%, η οποία δεν αποκλείεται να συνεχιστεί και σήμερα, παρά το γεγονός ότι η διοίκησή της ανακοίνωσε πως τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών δεν είναι τα τελικά.
Υπενθυμίζεται ότι η Curevac είχε αποτελέσει μήλον της Έριδος κατά την αρχική φάση της πανδημίας, οδηγώντας μάλιστα σε πολιτική σύγκρουση του Βερολίνου και των Βρυξελλών με την τότε κυβέρνηση των ΗΠΑ. Αιτία ήταν το γεγονός ότι ο Ντόναλντ Τραμπ επιχείρησε να εξαγοράσει επιθετικά τη γερμανική εταιρεία, η οποία θεωρούνταν από τους πρωτοπόρους στην έρευνα για την τεχνολογία m-RNA, προκαλώντας την έντονη αντίδραση των Ευρωπαίων.
Αυτός ήταν και ο λόγος που η γερμανική κυβέρνηση, με εντολή της Ανγκελα Μέρκελ, αποφάσισε να υψώσει «ασπίδα» γύρω από την εταιρεία, αποκτώντας μάλιστα το 17% του μετοχικού της κεφαλαίου, μέσω της επενδυτικής τράπεζας KfW. Και η Κομισιόν, όμως, είχε δεσμευτεί να παρέχει κάθε είδους βοήθεια προς αυτήν, ώστε να αποκρουστούν μελλοντικές επιθέσεις των Αμερικανών.
Φταίνε οι μεταλλάξεις
Αξίζει να σημειωθεί, πως η διοίκηση της Curevac – η οποία συνεργάζεται επίσης με τη γερμανική Bayer και τη βρετανική GlaxoSmithKline – ισχυρίζεται πως η βασική αιτία για τα χαμηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας του υπό δοκιμή εμβολίου οφείλονται κυρίως στις μεταλλάξεις.
Ωστόσο, τα «παρόμοια» εμβόλια έχει αποδειχθεί ότι είναι σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματικά και απέναντι στα νέα στελέχη του ιού. Μάλιστα, οι ανταγωνίστριες εταιρείες ετοιμάζουν νέες, συμπληρωματικές δόσεις, οι οποίες ισχυρίζονται ότι θα μπορούν να προσφέρουν σχεδόν πλήρη κάλυψη.
Πηγή ot.gr