Η ώρα της συνάντησης Πούτιν – Μπάιντεν έφτασε. Από καιρό αναμενόμενη, όχι μόνο επειδή πάντα έχει ενδιαφέρον η πρώτη συνάντηση Αμερικανού προέδρου με τον Ρώσο ομόλογό του, αλλά και επειδή το προηγούμενο διάστημα το κλίμα έδειχνε ιδιαίτερα οξυμμένο. Κατά κάποιον τρόπο, «Η Δύση σε αναζήτηση “εχθρών”» θα μπορούσε να είναι η περιγραφή των όσων συνέβησαν τις τελευταίες μέρες γύρω από την πρώτη διεθνή περιοδεία του Τζο Μπάιντεν. Τόσο η συνάντηση των G7 στην Κορνουάλη, όσο και η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες επικέντρωσαν στον τρόπο που η Δύση προσδιορίζει πλέον τους αντιπάλους της. Και καθόλου τυχαία αυτή η περιοδεία καταλήγει ακριβώς στη συνάντηση του Τζο Μπάιντεν με τον κατεξοχήν «αντίπαλο» Τζο Μπάιντεν.
Την πρωτοβουλία πάνω σε αυτό το θέμα την είχαν οι ΗΠΑ, που εδώ και καιρό έχουν με σαφήνεια ορίσει ως αντιπάλους την Ρωσία και την Κίνα, όπως και την δυνητική «ευρασιατική» συνεργασία μεταξύ τους. Παρότι τυπικά μόνο η Ρωσία αναφέρεται ως μια άμεσα απειλή ασφαλείας –καθώς για την Κίνα οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν την πολύσημη έκφραση του «στρατηγικού ανταγωνιστή»– εντούτοις η βασική κατεύθυνση είναι δεδομένη: Η «Δύση» – δηλαδή οι χώρες που αποδέχονται μια σχετική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ και συνυπογράφουν (χωρίς να εφαρμόζουν απαραίτητα) το συνδυασμό ανάμεσα σε οικονομία της αγοράς και φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία – σήμερα βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με χώρες που είναι «αυταρχικές» και «επιθετικές».
Η τροποποίηση της έννοιας της «απειλής» για να χωράει και Ρωσία και Κίνα
Βεβαίως, για να προσδιοριστεί αυτή η νέα αντιπαλότητα της Δύσης με τους «εχθρούς» της, χρειάζεται να τροποποιηθεί σε μεγάλο βαθμό η έννοια της «απειλής». Και αυτό γιατί ούτε η Ρωσία ούτε η Κίνα έχουν ρητά διατυπωμένες επιθετικές βλέψεις έναντι χωρών της δυτικής συμμαχίας. Ακόμη και στην ουκρανική / κριμαϊκή κρίση, η Ρωσία έχει κάνει σαφές ότι δεν επιθυμεί μια προσάρτηση των περιοχών της ανατολικής Ουκρανίας που αμφισβητούν το Κίεβο, ενώ μπορεί να επικαλείται έναν βαθμό συναίνεσης των κατοίκων της Κριμαίας στην επανενσωμάτωσή της στη Ρωσία. Με μια έννοια υπάρχει μια δυσκολία να θεωρηθεί «αναθεωρητική δύναμη» η Ρωσία. Αντίστοιχα, ως προς την Κίνα το ζήτημα της Ταϊβάν υπάρχει από καιρό, ενώ ακόμη και οι κινήσεις στη Νότια Σινική Θάλασσα δεν συνιστούν μια ευθεία απειλή για τη Δύση. Επιπλέον, τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα είναι πλήρως ενσωματωμένες στα οικονομικά δίκτυα της «παγκοσμιοποίησης», δηλαδή είναι χώρες που είναι πλήρως ενσωματωμένες σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «παγκόσμιο καπιταλισμό».
Σε αυτό το φόντο είναι που εισέρχονται μια σειρά από στοιχεία στη ρητορική ιδίως των ΗΠΑ: Πρώτον, η μεγάλη έμφαση στις κυβερνοαπειλές που υποτίθεται ότι έρχονται κυρίως από τη Ρωσία, είτε αυτές αφορούν παρεμβάσεις σε εκλογές – παρότι δεν έχει αποδειχτεί ότι ακόμη και εάν έγιναν αυτές μπόρεσαν να επηρεάσουν το τελικό αποτέλεσμα που μάλλον καθορίστηκε από εσωτερικές πολιτικές δυναμικές –είτε, πιο πρόσφατα την προσπάθεια σύνδεσης των κυβερνοεπιθέσεων που ζητούν λύτρα πάλι με την Ρωσία. Δεύτερον, η μεγάλη έμφαση στα ζητήματα που αφορούν το εσωτερικό των χωρών. Είτε μιλάμε για την υπόθεση Ναβάλνι στη Ρωσία είτε για τη μεταχείριση της μειονότητας των Ουιγούρους στην Κίνα, είτε για την κατάσταση στο Χονγκ Κονγκ, όλα αυτά παρουσιάζονται ως λόγοι να τροποποιηθούν οι σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία και την Κίνα. Τρίτον μια προσπάθεια να παρουσιαστούν όλα τα βήματα εκσυγχρονισμού του στρατηγικού (πυρηνικού) εξοπλισμού της Ρωσίας και της αναβάθμισης του πυρηνικού οπλοστασίου της Κίνας ως «κινήσεις που γενικά απειλούν την Δύση.
Όλα αυτά εσχάτως συγκεφαλαιώνονται στην προσπάθεια να παρουσιαστεί ως βασική διαχωριστική γραμμή του «Νέου Ψυχρού Πολέμου», αυτή ανάμεσα στις «δημοκρατίες» και τα «αυταρχικά καθεστώτα». Φυσικά, αυτό που συνήθως δεν διευκρινίζεται είναι τι θα γίνει με τα υπαρκτά αυταρχικά καθεστώτα που η Δύση εξακολουθεί να προσμετρά στους στρατηγικούς συμμάχους της, από την Αίγυπτο και τις Μοναρχίες του Κόλπου μέχρι τον σκληρό εθνικισμό της κυβέρνησης Μόντι στην Ινδία.
Ενδιαφέρον έχει επίσης ότι ειδικά για την Κίνα οι ΗΠΑ επιμένουν να την αντιμετωπίζουν και ως «οικονομική απειλή» ή ως απειλή για την οικονομική τους πρωτοκαθεδρία (πράγμα λογικό αφού μιλάμε για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη), παρότι έχουν μια εύλογη δυσκολία να προτάξουν τον οικονομικό ανταγωνισμό ως αιτία πολιτικοστρατιωτικής κλιμάκωσης.
Ενδεικτικό πάντως της ρευστότητας των ορισμών της «απειλής» είναι και το γεγονός ότι στην πραγματικότητα αυτή η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ ήταν η πρώτη που στα συμπεράσματά της ρητά θα περιλαμβάνει την Κίνα στις απειλές, διευρύνοντας έτσι και τα όρια αναφοράς της συμμαχίας πολύ πέρα από τον ευρωπαϊκό χώρο.
Ποιος γράφει τους κανόνες της διεθνούς τάξης πραγμάτων;
Όπως παρατήρησε πρόσφατα και ο ιδιαίτερα έμπειρος υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ, το διεθνές δίκαιο σήμερα είναι σε μεγάλο βαθμό κληρονομιά της μεταπολεμικής περιόδου και γράφτηκε από τους νικητές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Και όντως, εάν το σκεφτούμε, αυτό αποτυπώθηκε σε ένα σύνολο θεσμών (από τον ΟΗΕ μέχρι το ΔΝΤ) και κανόνων που περιλάμβαναν συγκεκριμένες αφετηρίες: το σεβασμό των συνόρων του 1945 (συμπεριλαμβανομένων των εσωτερικών συνόρων των ομοσπονδιακών κρατών), το σεβασμό στην εθνική κυριαρχία, την προσπάθεια για παρεμβάσεις σε διεθνείς κρίσεις υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, την αποφυγή παρεμβάσεων στα εσωτερικά των χωρών, την αναζήτηση πολυμερών συνεννοήσεων και δεσμευτικών συμφωνιών, την προώθηση μορφών πολυμερούς συνεργασίας για τα πλανητικά προβλήματα. Παρότι το πλαίσιο αυτό δοκιμάστηκε σημαντικά στον πρώτο Ψυχρό Πόλεμο, εντούτοις κατάφερε να λειτουργήσει.
Το πρόβλημα είναι ότι εντός αυτού του πλαισίου είναι σχετικά δύσκολο να αποδοθεί παραβατική συμπεριφορά στη Ρωσία και την Κίνα, ή τουλάχιστον δύσκολο να αποδοθεί στην κλίμακα που θα ήθελαν ιδίως οι ΗΠΑ. Αυτό, πιθανώς, να μπορεί να εξηγήσει την παρατήρηση που έκανε ο Λαβρόφ ότι οι ΗΠΑ ολοένα και περισσότερο δεν επικαλούνται το διεθνές δίκαιο αλλά την ανάγκη για «παγκόσμια τάξη βασισμένη σε κανόνες» (rules based world order), κάτι που για τον Λαβρόφ παραπέμπει σε μια αντίληψη ξαναγραψίματος των κανόνων με σκοπό να διευκολυνθούν οι τρέχουσες επιλογές της Δύσης και των συμμάχων τους.
Η δύσκολη σχέση με τη Ρωσία
Το παράδοξο του τρόπο που ιδίως οι ΗΠΑ ορίζουν πλέον τους εχθρούς τους είναι ότι την ώρα που κυρίως ανησυχούν για την αυξανόμενη ισχύ της Κίνας, τους είναι πολύ πιο εύκολο να «δομήσουν» μια αντιπαλότητα με τη Ρωσία στα πρότυπα του «παλαιού» Ψυχρού Πολέμου, κι αυτό γιατί στην πραγματικότητα η Κίνα, με την εξαίρεση περιοχών όπου έχει τον πρώτο λόγο όπως η Νότια Σινική Θάλασσα, ή παραδοσιακά σημεία τριβής (όπως τα σύνορα με την Ινδία), αποφεύγει τις επιθετικές ενέργειες. Αυτό εξηγεί και γιατί το τελικό ανακοινωθέν της Συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ μιλά για «απειλή» από τη Ρωσία και για «συστημικές προκλήσεις» σε σχέση με την Κίνα.
Αντίθετα, με την Ρωσία, ιδίως μετά την ουκρανική κρίση η αντιπαλότητα είναι πιο εύκολα προσδιορίσιμη, ιδίως από τη στιγμή που οι χώρες της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ επιμένουν σε μια αντιρωσική γραμμή. Καθόλου τυχαία, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ δήλωσε ότι οι σχέσεις του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία είναι στο χαμηλότερο σημείο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Ας σημειώσουμε εδώ ότι ως προς την αντιπαλότητα με τη Ρωσία ο Μπάιντεν έχει και διακομματική στήριξη.
Την ίδια στιγμή, η Ρωσία είναι μία χώρα με την οποία ο ΗΠΑ καλούνται να συνεννοηθούν για μια σειρά από διεθνείς εστίες έντασης (από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, μέχρι την κρίση στη Συρία, την αναζήτηση πολιτικής λύσης στη Λιβύη, τη μεταπολεμική διευθέτηση στο Αφγανιστάν, αλλά και το Παλαιστινιακό). Για να μην αναφερθούμε στο γεγονός ότι την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ είναι μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με τη Ρωσία και την Κίνα και άρα τυπικά σε ένα είδος διαρκούς υποχρέωσης για συνεννόηση.
Είναι αλήθεια ότι ο Τζο Μπάιντεν επένδυσε πολύ στο να συναντήσει τον Πούτιν δείχνοντας ότι εκπροσωπεί μια ενωμένη και με κοινή στρατηγική Δύση. Όμως, ταυτόχρονα η προσπάθεια να συνενώσει τη Δύση αφορούσε κυρίως την κοινή παραδοχή ότι Ρωσία και Κίνα αποτελούν απειλές για τη Δύση. Αυτό διαμορφώνει μια ένταση ανάμεσα σε μια χειρονομία, αυτή μιας συνάντησης κορυφής που εκ των πραγμάτων χρειάζεται ένα βαθμό «συνεννόησης» για να μην θεωρηθεί αποτυχία, και μια τροχιά κλιμάκωσης της αντιπαράθεσης, στην οποία ο ίδιος ο Μπάιντεν έχει συμβάλει π.χ. όταν χαρακτήρισε τον Πούτιν «δολοφόνο».
Μια συνάντηση χαμηλών προσδοκιών αλλά σημαντικών διακυβευμάτων
Από διάφορες πλευρές η συνάντηση έχει περιγραφεί ως μια συνάντηση χαμηλών προσδοκιών, παρά τα υψηλά διακυβεύματα. Ως προς τα μεγάλα ζητήματα ΗΠΑ και Ρωσία θα παραμείνουν σε τροχιά αντιπαλότητας και ιδίως οι ΗΠΑ δεν δείχνουν να θέλουν ως προς αυτό να κάνουν κάποια μεγάλη αλλαγή πορείας. Και από τη μεριά της η Ρωσία δεν θα ήθελε να δώσει μια εικόνα υποχωρητικότητας έναντι των ΗΠΑ, αντίθετα ο πρόεδρος Πούτιν θα ήθελε να υπογραμμίσει ότι πρόκειται για δύο ισότιμες υπερδυνάμεις.
Από την άλλη μεριά, όμως και οι δύο χώρες, έστω και για διαφορετικούς λόγους, θα ήθελαν να δώσουν και την εικόνα ότι υπάρχουν κάποια επίπεδα συνεννόησης, έστω και σε επιμέρους τομείς και έστω και κατ’ αναλογία με τον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο όταν οι υψηλού επιπέδου διπλωματικές και πολιτικές συναντήσεις λειτουργούσαν, εκτός των άλλων, και ως εγγύηση προς τα έξω ότι παρά την ψυχροπολεμική αντιπαλότητα τα πολιτικά κανάλια επικοινωνίας ήταν ανοιχτά.
Ας μην ξεχνάμε ότι ανεξαρτήτως της ρητορικής, υπάρχει πάντα και η ουσία. Και αυτή αφορά το πώς θα εξελιχθεί πραγματικά μια σχέση αντιπαλότητας. Οι ΗΠΑ σε αυτή τη φάση μπορεί να θέλουν να δείξουν ότι κρατούν αυστηρή στάση έναντι της Ρωσίας αλλά δεν έχουν πολλά περιθώρια να κλιμακώσουν την αντιπαλότητα. Τα ζητήματα περαιτέρω πραγματικών κυρώσεων θα τις απομόνωναν από τους συμμάχους τους (ενδεικτική η μερική υποχώρησή τους έναντι των γερμανικών απαιτήσεων σε σχέση με τον αγωγό Nord Stream2). Προοπτική κάποιο μέτωπο να εξελιχθεί σε «θερμό» με τρόπο που να οδηγούσε σε υποχώρηση της Ρωσίας δεν υπάρχει, όπως φάνηκε και στην πρόσφατη κρίση με την Ουκρανία, όπου η σαφής ρωσική απειλή ότι θα απαντούσαν σκληρά σε οποιαδήποτε κίνηση του Κίεβου θα αμφισβητούσε το ισχύον status quo αντιμετωπίστηκε από τη Δύση με τη σιωπηρή παραδοχή μιας αδυναμίας απάντησης. Ιδίως όταν οι ΗΠΑ έχουν μπροστά τους και μια διαδικασία εσωτερικής οικονομικής ανασυγκρότησης.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ έχουν να διαχειριστούν και μια αντίφαση στην οποία βρέθηκαν με δική τους επιλογή. Η ταυτόχρονα επικέντρωση στη Ρωσία και την Κίνα ως απειλές, αντί για μια προσπάθεια επικέντρωσης κυρίως στην Κίνα (που μεσοπρόθεσμα λόγω της οικονομικής της δυναμικής συνιστά περισσότερο «υπαρξιακή απειλή» για τις ΗΠΑ), κατάφερε να φέρει πιο κοντά αυτό που όντως δυνητικά αποτελεί τροποποίηση του συσχετισμού, δηλαδή μια «ευρασιατική σύγκλιση» που κανονικά οι ΗΠΑ θα ήθελαν να αποφύγουν.
Όλα αυτά μπορούν να εξηγήσουν την προσπάθεια των ΗΠΑ να υπογραμμίσουν ότι θα αναδειχτούν όλα τα θέματα στη συνάντηση των δύο ηγετών αλλά και ότι θα προσπαθήσουν να είναι μια παραγωγική συνάντηση. Από τη μεριά του, ο Ρώσος πρόεδρος φρόντισε να υπογραμμίσει παραμονές της συνάντησης την υπαρκτή επιδείνωση των ρωσοαμερικανικών σχέσεων, αλλά και τη δυνατότητα να βρεθεί «κοινό έδαφος» σε διάφορα πεδία.