Στο νέο πεδίο ανάκαμψης που ανοίγεται στην Ελλάδα από τα χρήματα του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και τα επιτόκια που παραμένουν αρνητικά αναφέρεται εκτενές ρεπορτάζ της Handelsblatt από την Αθήνα, το οποίο υπογράφει ο Γκερντ Χέλερ. «30,5 δις ευρώ θα διοχετευτούν στην Ελλάδα ως το 2026. Το ποσό αντιστοιχεί στο 18,4% του ΑΕΠ του 2020. Σε σχέση με την οικονομική τους απόδοση, μόνο η Βουλγαρία και η Κροατία θα λάβουν περισσότερα χρήματα» σημειώνει το ρεπορτάζ, παρατηρώντας ότι ο προβληματισμός σχετικά με το αν τα χρήματα χρησιμοποιηθούν σωστά, δεν απασχολεί μόνο τον αναπλ. υπ. Οικονομικών Θεόδωρο Σκυλακάκη.
«Πολλοί στην ΕΕ βλέπουν την Ελλάδα με καχυποψία. Κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, η χώρα έφτασε δύο φορές στα πρόθυρα εθνικής χρεοκοπίας». Το ρεπορτάζ υπενθυμίζει τα προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας την περίοδο της κρίσης και σημειώνει ότι «η χώρα φέρει ακόμη βαρέως την κληρονομιά της κρίσης», με τον εθνικό δείκτη του χρέους να ανέρχεται στο 206% του ΑΕΠ (ο υψηλότερος στην ευρωζώνη) και την ανεργία στο 16%.
«Η Ελλάδα μόλις είχε αρχίσει να ανακάμπτει από την οκταετή κρίση, όταν ήρθε η κρίση του κορωνοϊού. Το 2020 η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 8,2%» σημειώνει το ρεπορτάζ. Αλλά έπειτα ήρθε το Ταμείο Ανάκαμψης. «Με τα χρήματα από τις Βρυξέλλες, αρχίζει «μια νέα εποχή» αρχίζει για τη χώρα, αναφέρει ο Σκυλακάκης». Το ρεπορτάζ αναφέρεται εκτενώς στο ελληνικό σχέδιο «Greece 2.0» των 2.000 σελίδων που αφορά την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου. «Το σχέδιο ανάκαμψης προσφέρει στην ελληνική οικονομία μια μοναδική ευκαιρία να καλύψει το επενδυτικό της κενό, να μειώσει το υψηλό ποσοστό ανεργίας και να βελτιώσει την οικονομική ανάπτυξη – υπό την προϋπόθεση ότι η χώρα εφαρμόζει τις μεταρρυθμίσεις γρήγορα και πλήρως», δήλωσε ο Γιάννης Στουρνάρας, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, στην Handelsblatt.
Ταμείο Ανάκαμψης: Η τελευταία ευκαιρία για την Ελλάδα;
Όπως αναφέρει στη HB ο ευρωβουλευτής του CSU Mάρκους Φέρμπερ, το ελληνικό χρέος παραμένει πολύ υψηλό, αλλά προς το παρόν είναι βιώσιμο «επειδή τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά και η ΕΚΤ είναι ενεργός αγοραστής στις δευτερογενείς αγορές». Υπογραμμίζει ωστόσο, ότι κανείς δεν μπορεί να βασιστεί στο ότι αυτό θα συνεχιστεί και στο μέλλον και θεωρεί ότι η αντιστροφή αυτής της τάσης θα πρέπει να αρχίσει από τώρα. «Όμως άλλοι το βλέπουν αλλιώς» παρατηρεί το ρεπορτάζ και αναφέρει πχ. την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από ΒΒ- σε ΒΒ και στις αποδόσεις των πενταετών κρατικών ομολόγων. «Τα επιτόκια είναι χαμηλά, η αποπληρωμή των δανείων βοήθειας φτάνει το 2070. Αυτό καθησυχάζει τους επενδυτές.
Οι προοπτικές ανάπτυξης είναι επίσης καλές» παρατηρεί σε άλλο σημείο το ρεπορτάζ. Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Βerenberg Bank Xόλγκερ Σμίντινκ «μετά από ταραχώδη χρόνια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατάφερε να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, της Ευρώπης και των επενδυτών στην Ελλάδα». Τέλος, σχετικά με το Ταμείο Ανάκαμψης, ο Μάρκους Φέρμπερ σχολιάζει ότι «υπό μία έννοια αυτό αποτελεί την τελευταία ευκαιρία της Ελλάδας να ξαναέρθει στο προσκήνιο». Ο ίδιος βλέπει όμως θετικά στοιχεία στο «φιλόδοξο ελληνικό σχέδιο» και όπως λέει «ευτυχώς η Ελλάδα δεν επικεντρώνεται μόνο στις επενδύσεις αλλά και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις».
ΕΕ-ΗΠΑ στην μετά-Τραμπ εποχή
Τη νέα προσέγγιση ΕΕ και ΗΠΑ μετά από τα χρόνια της ηγεσίας Τραμπ σχολιάζει η Frankfurter Allgemeine Zeitung σημειώνοντας: «Ο πρώην αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αντιλαμβανόταν την εξωτερική πολιτική σαν διάσπαση και αποδυνάμωση άλλων χωρών, επειδή γνώριζε μόνο εχθρούς και όχι φίλους. Στην περίπτωση της ΕΕ ωστόσο υπήρξε μια σιωπηρή αναγνώριση ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση είχε δημιουργήσει έναν διεθνή παράγοντα, τον οποίο ακόμη και η παγκόσμια υπερδύναμη έπρεπε να θεωρεί ισότιμο ανταγωνιστή. Πολλοί επικριτές της ΕΕ, ακόμη και στη Γερμανία, το παραβλέπουν (…)O Mπάιντεν έχει δίκιο όταν λέει ότι η ΕΕ είναι «φυσικός εταίρος» των ΗΠΑ. Όταν η Δύση καταρρέει, χώρες όπως η Κίνα ή Ρωσία επωφελούνται».
Η Κίνα και όχι η Ρωσία ο σημερινός αντίπαλος των ΗΠΑ
Ενόψει της συνάντησης Μπάιντεν-Πούτιν την Τετάρτη στη Γενεύη η ελβετική Neue Zürcher Zeitung παρατηρεί: «Ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν συναντήθηκε διαδοχικά με τη βρετανική ηγεσία, με τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των G7, τους ομολόγους του στο ΝΑΤΟ και τους ανώτερους αξιωματούχους της ΕΕ. Τώρα, στο τέλος του ταξιδιού του στην Ευρώπη, περιμένει με ανυπομονησία τη συνάντηση με τον ηγέτη του Κρεμλίνου, Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο Μπάιντεν ούτε αναδείχθηκε ισχυρότερος από τις επαφές του στην Κορνουάλη και τις Βρυξέλλες, ούτε η συνάντηση με τον Πούτιν είναι γι αυτόν κεντρικής σημασίας. Από την αμερικανική σκοπιά, η Ρωσία θεωρείται ικανή να προκαλέσει αναταράξεις, αλλά δεν αποτελεί στρατηγικό αντίπαλο, όπως η Κίνα. Η Μόσχα προσπαθεί να βλάψει τα αμερικανικά συμφέροντα σε όλες τις πιθανές αρένες, αλλά οι ΗΠΑ δεν το θεωρούν αυτό απειλή για τη θέση τους ως παγκόσμια δύναμη».
Δήμητρα Κυρανούδη