Όταν ο πρόεδρος Τραμπ δοκίμασε να κάνει πράξη τη στρατηγική “America First”, αυτό που έκανε ήταν να κηρύξει εμπορικό πόλεμο τόσο απέναντι στην Κίνα, όσο όμως και απέναντι στην ΕΕ. Η λογική ήταν ότι και στις περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με μορφές επιδοτήσεων σε κλάδους και διαμόρφωσης εμποδίων στην πρόσβαση σε αγορές, με τρόπο που έθιγε ουσιαστικά τις αμερικανικές εξαγωγικές επιχειρήσεις.
Αυτό αναλογούσε και στην πεποίθηση της κυβέρνησης Τραμπ ότι οι ΗΠΑ είχαν εμπλακεί στη λογική των μεγάλων συμφωνιών για το εμπόριο και τις επενδύσεις που όμως στην πραγματικότητα δεν εξασφάλιζαν τα συμφέροντα των αμερικανικών επιχειρήσεων. Αυτό εξηγεί και γιατί οι ΗΠΑ επί των ημερών Τραμπ διεκόπησαν οριστικά οι διαπραγματεύσεις για τη Διατλαντική Συνεργασία για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις (Transatlantic Trade and Investment Partnership).
Αντίθετα, η κυβέρνηση Τραμπ προτιμούσε τις διμερείς διαπραγματεύσεις πάνω σε συγκεκριμένα πεδία και με ετοιμότητα να προχωρήσουν σε μέτρα εμπορικού πολέμου. Αυτό έκαναν το 2018 όταν ανακοίνωσαν δασμούς 25% στις εισαγωγές χάλυβα και 10% στις εισαγωγές αλουμινίου από την ΕΕ, τον Καναδά και το Μεξικό, κίνησε που οδήγησε σε ανταπόδοση πυρών από τις θιγόμενες χώρες.
Η ίδια λογική του εμπορικού πολέμου αποτυπώθηκε όταν το 2019 στη Γαλλική Εθνοσυνέλευση ψηφίστηκε ένας φόρος για τις μεγάλες τεχνολογικές επιχειρήσεις, που έχουν κατηγορηθεί ότι κάνουν ό,τι μπορούν για να αποφεύγουν τη φορολογία. Ο νόμος προέβλεπε μια φορολογία 3% στα έσοδα που είχαν στη Γαλλία οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες. Η απάντηση των ΗΠΑ, που υποστήριξαν ότι τέτοια μέτρα θίγουν τις αμερικανικές επιχειρήσεις ήταν να απειλήσουν με επιπλέον δασμούς σε 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια γαλλικών εξαγωγών στις ΗΠΑ που συμπεριλάμβαναν τα τυριά, τα κρασιά και επώνυμα αξεσουάρ όπως οι τσάντες.
Τελικά οι ΗΠΑ θα επιβάλλουν επιπλέον δασμούς το 2019 και αυτοί θα αφορούν εισαγωγές από την Ευρώπη ύψους 11,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων και δασμών 25% σε προϊόντα όπως το κρασί, το ουίσκι, το τυρί και οι ελιές, συνολικής αξίας 7,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι δασμοί επιβλήθηκαν από τις ΗΠΑ ως απάντηση στις επιδοτήσεις που δίνουν οι Ευρωπαίοι στην Airbus και οι οποίες κατά τη γνώμη των αμερικανών αξιωματούχων έθιγαν τα συμφέροντα της Boeing που παραμένει μία από τις μεγαλύτερες εξαγωγικές αμερικανικές επιχειρήσεις.
Παρότι ορισμένοι από τους δασμούς παρακάμφθηκαν με διάφορους τρόπους – π.χ. ο φόρος του κρασιού αφορούσε κρασιά με περιεκτικότητα αλκοόλ έως 14% οπότε οι γάλλοι οινοπαραγωγοί άρχισαν να εξάγουν πιο δυνατά κρασιά – εντούτοις σίγουρα διαμόρφωναν μια εστία οικονομικής έντασης ανάμεσα στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Σε αυτό το φόντο ήταν μεγάλη πίεση και από τις δύο πλευρές να αρθούν αυτοί οι δασμοί.
Airbus – Boeing μια διαμάχη 17 ετών
Η διαμάχη ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ σε σχέση με τις δύο μεγαλύτερες εταιρείες κατασκευής αεροσκαφών κρατάει πολλά χρόνια. Και οι δύο εταιρείες δεν είναι μόνο οικονομικά σημαντικές, αλλά και εξασφαλίζουν σημαντικό αριθμό ειδικευμένων θέσεων εργασίας και οτιδήποτε τις αφορά έχει μεγάλη πολιτική φόρτιση.
Το 2004 οι ΗΠΑ έκαναν προσφυγή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου υποστηρίζοντας ότι η Airbus, που είναι συνιδιοκτησία της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και της Βρετανικής BAE Systems, είχε λάβει 22 δισεκατομμύρια δολάρια παράνομων επιδοτήσεων που είχαν ως αποτέλεσμα συνολικά οικονομικά οφέλη 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Από τη μεριά της η Ευρωπαϊκή Ένωση απάντησε με δική της προσφυγή στην οποία υποστήριζε ότι η Boeing είχε λάβει 23 δισεκατομμύρια επιδοτήσεων, που «παραμόρφωναν τους όρους εμπορίου», από το αμερικανικό κράτος, κυρίως για τα προγράμματα έρευνας και ανάπτυξης.
Το 2018 το σώμα που εξετάζει τις εφέσεις στον ΠΟΕ επικύρωσε μια απόφαση του 2016 σύμφωνα με την οποία η ΕΕ είχε υποστηρίξει την Airbus με επιδοτούμενα δάνεια για την ανάπτυξη νέων αεροσκαφών – ανάμεσά τους το σούπερ-τζάμπο A380 και το Α350. Για τον ΠΟΕ τα δάνεια αυτά αποτελούσαν παράνομη ενίσχυση ύψους 7,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι ΗΠΑ στηρίχτηκαν πάνω σε αυτή την απόφαση για να επιβάλλουν τους δασμούς έως και 25% στους οποίους αναφερθήκαμε παραπάνω.
Το 2019 ο ΠΟΕ έκρινε ότι η Boeing είχε τύχει φοροαπαλλαγών από την Πολιτεία της Ουάσιγκτον που ήταν παράτυπες και οι οποίες έθιγαν τις πωλήσεις της Airbus. Η απόφαση αυτή αναγνώριζε στην ΕΕ ουσιαστικά 4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ήταν οι δύο αυτές αποφάσεις του ΠΟΕ που άνοιξαν τον δρόμο για να επανεξεταστεί το ζήτημα και να αναζητηθεί μια λύση, εφόσον ουσιαστικά είχε κριθεί ότι και οι δύο πλευρές είχαν προχωρήσει σε μεγάλης κλίμακας παράνομες επιδοτήσεις.
Ο δρόμος για την άρση των δασμών
Η νέα αμερικανική κυβέρνηση υιοθέτησε μια λιγότερη συγκρουσιακή στάση ως προς τη διαχείριση τέτοιων ζητημάτων, στο πλαίσιο του συνολικού αναπροσανατολισμού της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Τον περασμένο Μάρτιο ΗΠΑ και ΕΕ συμφώνησαν να αναστείλουν τους δασμούς που είχαν επιβάλλει στο κρασί, τις τσάντες και άλλα προϊόντα. Οι ΗΠΑ συμφώνησαν να αναστείλουν τους δασμούς 25% που είχαν επιβάλει σε ευρωπαϊκά εισαγόμενα προϊόντα όπως κρασί, ουίσκι, τυριά, ελιές αλλά και αεροσκάφη, συνολικής αξίας 7,5 δισεκατομμυρίων. Από τη μεριά της η ΕΕ συμφώνησε να αναστείλει δασμούς που είχε επιβάλει σε προϊόντα εισαγόμενα από τις ΗΠΑ που περιλάμβαναν αεροσκάφη, κρασιά, βαλίτσες, ξηρούς καρπούς, κεράσια, ρούμι, μπράντι και βότκα (όχι όμως στο μπέρμπον και άλλα ουίσκι που εμπλέκονται σε μια άλλη εμπορική διαφορά).
Και τώρα στη συνάντηση του Τζο Μπάιντεν με την ηγεσία της ΕΕ, που έγινε στο πλαίσιο της πρώτης διεθνούς περιοδείας του, συμφωνήθηκε να μπει τέλος στην εμπορική διαφορά γύρω από την Boeing και την Airbus.
Η προσπάθεια για μια νέα διεθνή οικονομική αρχιτεκτονική
Η απόφαση αυτή δεν είναι άσχετη με τη συνολικότερη προσπάθεια να αναδιαμορφωθεί η «δυτική» διεθνής οικονομική αρχιτεκτονική. Είναι η ουσιαστικά η παραδοχή ότι η προσπάθεια να υπάρξει ένα «κοινό μέτωπο» ΗΠΑ και ΕΕ απέναντι στο ιδιαίτερο μοντέλο καπιταλισμού εκπροσωπεί η Κίνα, θα υπονομευόταν από έναν εμπορικό πόλεμο γύρω από τις βιομηχανίες κατασκευής αεροσκαφών.
Άλλωστε, πρόσφατα οι G7 αποφάσισαν να προχωρήσουν σε μια σημαντική απόφαση για τη φορολογία των πολυεθνικών επιχειρήσεων, επιβάλλοντάς τους έναν ελάχιστο φόρο και ξαναγράφοντας τους κανόνες ως προς τη φορολογία τους, εφόσον πλέον το κριτήριο για τη φορολογία δεν θα είναι η φυσική παρουσία, αλλά η κατανάλωση των υπηρεσιών που προσφέρουν. Παρότι το ποσοστό ελάχιστου φόρου στο οποίο συμφώνησαν δεν είναι πολύ υψηλό, εντούτοις έχει τη σημασία ότι ανοίγει το δρόμο για να μπει ένα τέλος στη φορολογική ασυλία που μπορεί να απολάμβαναν.
Βεβαίως, την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ και μια σειρά από χώρες, οι περισσότερες ευρωπαϊκές θα πρέπει να λύσουν το θέμα του πώς επιβάλλονται φόροι στις τεχνολογικές επιχειρήσεις. Πρόσφατα, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι επιβάλλουν (και ταυτόχρονα ότι αμέσως αναστέλλουν για έξι μήνες) δασμούς σε προϊόντα αξίας δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων από την Αυστρία, την Ινδία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Τουρκία και τη Μεγάλη Βρετανία σε ανταπόδοση για το πώς αυτές οι χώρες έχουν αποφασίσει να επιβάλουν φόρους στις «ψηφιακές υπηρεσίες».