Ο Τούρκος πρόεδρος είναι γνωστός για την εχθρική ρητορική του. Η ελάχιστα διπλωματική γλώσσα του έχει προκαλέσει τριβές και εντάσεις με ξένες κυβερνήσεις ουκ ολίγες φορές. Στις Βρυξέλλες βιώσαμε έναν διαφορετικό Τούρκο πρόεδρο, έναν ηγέτη που προφανώς καθοδηγήθηκε από τον στόχο να παρουσιάσει τον εαυτό του και την κυβέρνησή του με ρόδινα χρώματα.
Την συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν την χαρακτήρισε ως «πολύ εποικοδομητική» υποβαθμίζοντας τις πολλές και ουσιαστικές διαφορές που χωρίζουν τις δυο χώρες σε πολλά μέτωπα. Θετικός επίσης ήταν ο απολογισμός του Τούρκου προέδρου για την συνάντησή του με τον Έλληνα πρωθυπουργό, την οποία χαρακτήρισε ως «καλή συζήτηση».
Με στόχο την οικοδόμηση εμπιστοσύνης
Συνήθως συναντήσεις κορυφής, όπως αυτές που έλαβαν χώρα την Δευτέρα (14.06 ) στις Βρυξέλλες, δεν αποσκοπούν στη λύση πολιτικών και άλλων διενέξεων. Οι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις διεξάγονται εκ των προτέρων σε κατώτερο πολιτικό επίπεδο ή σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών. Κατά κανόνα ο ρόλος των ηγετών είναι να επικυρώσουν, ή να δώσουν πολιτική νομιμότητα και βάρος στη διαδικασία. Υπό αυτήν την έννοια οι υπουργοί Εξωτερικών των δυο χωρών στην πρόσφατη συνάντησή τους στην Αθήνα εκτέλεσαν τα καθήκοντα τους με εντυπωσιακό τρόπο. Ενέκριναν έναν κατάλογο προγραμμάτων οικονομικής συνεργασίας που περιλαμβάνει συνολικά 25 θέματα, μεταξύ αυτών αμοιβαία την αναγνώριση των εθνικών πιστοποιητικών κατά του COVID 19 καθώς και θέματα που άπτονται της περιβαλλοντικής συνεργασίας.
Στις Βρυξέλλες οι δυο ηγέτες επιβεβαίωσαν την στρατηγική των μικρών βημάτων ως μέσο οικοδόμησης αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Παράλληλα – και αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως το πλέον θετικό αποτέλεσμα της συνάντησης κορυφής – συμφώνησαν ότι η ένταση του περασμένου έτους, που έφερε τις δυο χώρες στα πρόθυρα πολέμου, δεν πρέπει να επαναληφθεί. Είναι ενδεικτικό ότι στις δηλώσεις του μετά την συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο κ. Ερντογάν απέφυγε να μιλήσει για τις ουσιαστικές διαφορές που χωρίζουν τις δυο πλευρές στα επί μέρους θέματα. Αρκέστηκε να τονίσει ότι κατά την γνώμη του ο ίδιος και ο Έλληνας πρωθυπουργός είναι κάλλιστα σε θέση να λύσουν τα διμερή προβλήματα μόνοι τους και χωρίς ανάμειξη τρίτων. «Όταν υπάρχει ένα ζήτημα, οι δυο μας μπορούμε να το λύσουμε στο τηλέφωνο» είπε χαρακτηριστικά ο Τούρκος πρόεδρος.
Ο Ερντογάν χρειάζεται τη Δύση
Η απόρριψη της διεθνοποίησης των Ελληνοτουρκικών διαφόρων είναι μια πάγια στρατηγική της Άγκυρας. Ο λόγος είναι φανερός: Στην παρούσα φάση των διήμερων σχέσεων η Αθήνα έχει το πάνω χέρι στο διεθνές μέτωπο. Αυτό οφείλεται στις επιτυχημένες διπλωματικές κινήσεις της. Αυτές είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές στην ΕΕ. Εκεί -και στην Δύση γενικά- η Άγκυρα είναι απομονωμένη: Στα διμερή θέματα με την Ελλάδα έχει απέναντί της μια ενωμένη Ευρώπη που στην ουσία υποστηρίζει τις ελληνικές θέσεις.
Αναλυτές στην Τουρκία σχολιάζουν ότι ποτέ άλλοτε στην πολιτική καριέρα του ο κ. Ερντογάν δεν ήταν τόσο αδύναμος όσο είναι σήμερα, και κάνουν αναφορά στην οικονομική κρίση, την φθίνουσα δημοτικότητα του κυβερνώντος κόμματος και τέλος στο μεγάλο πολιτικό σκάνδαλο με τις αποκαλύψεις του αρχιμαφιόζου Σεντάτ Πεκέρ, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ορισμένων σχολιαστών, απειλεί τα θεμέλια της εξουσίας του προέδρου. Οι δυσκολίες αυτές στο εσωτερικό εξηγούν το νέο ύφος του στο εξωτερικό. Περισσότερο από ποτέ ο κ Ερντογάν έχει ανάγκη την βοήθεια των Δυτικών.
Ο επόμενος σταθμός της εκστρατείας καλής θέλησης της Άγκυρας θα είναι το Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ τέλος του μηνός. Εκεί οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα αποφασίσουν για το μέλλον των σχέσεών τους με την Τουρκία. Ανάμεσα στα θέματα στο τραπέζι βρίσκονται η στάση της Άγκυρας στην ανατολική Μεσόγειο και το προσφυγικό. Και στα δυο θέματα η Ελλάδα παίζει ρόλο-κλειδί, γεγονός που εξηγεί την πιο ήπια συμπεριφορά του κ. Ερντογάν απέναντι στον Έλληνα πρωθυπουργό αυτή τη φορά.
Ρόναλντ Μαϊνάρντους, Κωνσταντινούπολη
*Ο Ρόναλντ Μαϊνάρντους είναι επικεφαλής του παραρτήματος του Ιδρύματος Friedrich Naumann (Φρίντριχ Νάουμαν) που πρόσκειται στους Γερμανούς Φιλελεύθερους (FDP), στην Κωνσταντινούπολη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είχε διατελέσει διευθυντής της ελληνικής σύνταξης της Deutsche Welle.