Ο Ρόμπερτ Κέιγκαν στο βιβλίο του «Παράδεισος και Εξουσία. Η Αμερική και η Ευρώπη στη Νέα Τάξη Πραγμάτων» (Μετάφραση Ελένη Αστερίου, Καστανιώτης, 2003) υποστήριζε πως υπάρχει αξιακό χάσμα μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης. Σύμφωνα με αυτόν η Αμερική και η Ευρώπη ανήκουν, συμβολικά, σε δύο διαφορετικούς πλανήτες, τον Αρη και την Αφροδίτη, ενσαρκώνοντας ο ένας πόλος την ισχύ και τη ροπή προς τη δράση και ο άλλος την ειρηνική διαβίωση και την αναζήτηση λύσεων μέσω της διπλωματίας, της εφαρμογής των κανόνων του δικαίου, την τρυφηλότητα, αλλά και την έλλειψη ισχύος που αυτά συνεπάγονται. Το δίπολο αυτό εκφραζόμενο με φιλοσοφικούς όρους αντανακλά το χάσμα ανάμεσα στην «χομπσιανή» Αμερική και στην «καντιανή» Ευρώπη.
Ακόμα και να δεχθούμε αυτόν τον ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενο διαχωρισμό, ήδη επί Ομπάμα αλλά ιδιαίτερα από το 2016 οι ΗΠΑ σταμάτησαν να ενδιαφέρονται για το τι συμβαίνει στον έξω απ’ αυτές κόσμο, ενώ η Ευρώπη, παρά τις φωνές για διεθνή απουσία της όσων δεν κατανοούν πόσο δύσκολο είναι το εγχείρημα, παρά τη σημερινή ανεπαρκή ηγεσία της σε Συμβούλιο και Επιτροπή, ακόμα και παρά ή μάλλον λόγω της διαλυτικής αρχής της ομοφωνίας, τα έχει καταφέρει σχετικά καλά. Οι ανοησίες περί τηλεφώνου λέγονται απ’ όλους όσοι δεν θα ήθελαν να υπάρχει καν η Ευρωπαϊκή Ενωση.
Τι διέφυγε όμως του Κέιγκαν; Η ανάλυσή του περνούσε χωρίς να ασχοληθεί με τη σύγκλιση των δύο πόλων στο οικονομικό επίπεδο. Από τη δεκαετία του 1980 στο πεδίο της οικονομίας ο Αρης και η Αφροδίτη, ο Χομπς και ο Καντ, βρίσκονταν στο ζώδιο των Διδύμων. Τότε ο Ρέιγκαν στις ΗΠΑ και η Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία, υπό την πνευματική καθοδήγηση της Σχολής του Σικάγου και με την επίκληση της εξέλιξης των νέων τεχνολογιών, ανέπτυξαν τη θεωρία του trickle down economics. Ισχυρίζονταν πως η υψηλή φορολογία καταβροχθιζόταν από το άχρηστο και αχρείαστο κοινωνικό κράτος, γι’ αυτό σύμφωνα με τη θεωρία τους χρειαζόταν μια πολιτική κινήτρων και χαμηλής φορολογίας των κερδών, τα οποία θα επανεπενδύονταν αυτομάτως. Τότε ο συσσωρευμένος πλούτος δεν θα μπορούσε παρά να διαχυθεί προς τα κάτω. Από τη λογική της επανεπένδυσης των κερδών διέφυγε το γεγονός πως τα ανεξέλεγκτα χρηματιστήρια και η μετά το 1998, με απόφαση Κλίντον, δυνατότητα μετατροπής των τραπεζών από καταθετικές και σε επενδυτικές έκαναν εντελώς ανέφικτο το trickle. Τα χρηματιστήρια και οι φορολογικοί παράδεισοι απορροφούσαν τα κέρδη και τα πλεονάσματα των μη φορολογούμενων επιχειρήσεων και φυσικά ούτε λόγος για διάχυση του πλούτου. Αύξηση του πλούτου και ανάπτυξη υπήρχε, στην πλάτη όμως της υποβάθμισης της παραγωγής και της αύξησης των ανισοτήτων. Αυτή ήταν η περίφημη Συναίνεση της Ουάσιγκτον που αντικατέστησε το σοσιαλδημοκρατικό τρίπτυχο, αποδεκτό και από την Κεντροδεξιά, «υψηλές δαπάνες – προοδευτική φορολόγηση – λελογισμένες αυξήσεις». Εκεί που οι Χριστιανοδημοκράτες ακολουθούσαν ασμένως τους Σοσιαλδημοκράτες, οι ρόλοι αντιστράφηκαν με τη Σοσιαλδημοκρατία να ακολουθεί, όχι ασμένως, τη Χριστιανοδημοκρατία.
Ενα ανεξέλεγκτο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε συνδυασμό με την απαξίωση των δημόσιων αγαθών και των υπηρεσιών, οι ιδιωτικοποιήσεις αγαθών πρώτης ανάγκης, τα κουπόνια για αγορά υπηρεσιών αντί των δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών, η μείωση της φορολογίας των μεγάλων εταιρειών και η δημιουργία φορολογικών παραδείσων αποτελούσαν τους αριθμητές ομώνυμων κλασμάτων των οποίων ο κοινός παρονομαστής ήταν η αυστηρή λιτότητα και η πάση θυσία δημοσιονομική πειθαρχία. Οι αριθμητές δεν γίνονταν όλοι αποδεκτοί απ’ όλους. Για παράδειγμα, οι ιδιωτικοποιήσεις δεν ήταν εκτεταμένες στις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις και τα κουπόνια δεν υποκαθιστούσαν τις κοινωνικές υπηρεσίες. Ο παρονομαστής όμως, ο οποίος ήταν η καθόλου νεοφιλελεύθερη μονεταριστική δημοσιονομική πειθαρχία και οι συνεπαγόμενες πολιτικές λιτότητας, ήταν ένας κανόνας κοινός για όλους, αμερικανούς Ρεπουμπλικανούς και αμερικανούς Δημοκρατικούς, ευρωπαίους Σοσιαλδημοκράτες και ευρωπαίους κεντροδεξιούς Χριστιανοδημοκράτες.
Στον κόσμο των αξιών η ευτυχία υποκατέστησε την αλληλεγγύη, ο διαχεόμενος πλούτος την αναδιανομή, η «άξια» τη δίκαιη κοινωνία. Ο φόβος του πληθωρισμού και φυσικά του δημόσιου χρέους νομιμοποιούσε ιδεολογικά τον παρονομαστή. Μέχρι και συνταγματική κατοχύρωση του παρονομαστή της λιτότητας (Σύμφωνο Σταθερότητας) επιδιώχθηκε να επιβληθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Ο επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Παναγιώτης Μαντζούφας από το 2013 σε εισήγησή του στο ΙΣΤΑΜΕ είχε καταδείξει τις δικαιοπολιτικές συνέπειες στην προστασία των δικαιωμάτων από την κατοχύρωση στα συντάγματα των κρατών-μελών του λεγόμενου «χρυσού» δημοσιονομικού κανόνα (constitutionalism.gr). Φανταστείτε να υπήρχε κάτι τέτοιο σήμερα με την πανδημία!
Μπορεί σήμερα η «χομπσιανή» Αμερική και ο Μπάιντεν να αλλάξουν την «καντιανή» Ευρώπη; Οι κατ’ ουσία σοσιαλδημοκρατικές παρεμβάσεις των Μπάιντεν – Γέλεν – γνωστές, να μην τις επαναλαμβάνω – αμφισβητούν όχι μόνο τους νεοφιλελεύθερους αριθμητές, αλλά και την ιερή αγελάδα του μονεταριστικού κοινού παρονομαστή, του «χρυσού δημοσιονομικού κανόνα». Δεν θέλω να απολυτοποιώ τα πράγματα και να απαξιώσω όλους όσοι αντιτείνουν τον κίνδυνο του δημόσιου χρέους και του πληθωρισμού. Τα αποτελέσματα θα αποδείξουν αν έχουν δίκιο. Αλλά η κατάσταση με την ενδυνάμωση των ανισοτήτων και την εκμετάλλευσή τους από ποικίλους εχθρούς της δημοκρατίας έδειχνε πως κάτι έπρεπε να γίνει. Γι’ αυτό και πιστεύω πως ο Μπάιντεν θα αλλάξει την Ευρώπη και ίσως σώσει και την ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία.
*Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.