Το τιμόνι της Biogen, μιας από τις κορυφαίες εταιρείες βιοτεχνολογίας στον κόσμο, που στις αρχές της εβδομάδας κέντρισε το ενδιαφέρον της επικαιρότητας λαμβάνοντας το πράσινο φως για την κυκλοφορία του ελπιδοφόρου φαρμάκου της για το Αλτσχάιμερ, το κρατούν Ελληνες. Και δεν είναι ο μόνοι, καθώς στους χιλιάδες εργαζομένους – από τη διοίκηση έως τον ερευνητικό τομέα – υπάρχουν κι άλλοι.

Ο επικεφαλής του Διοικητού Συμβουλίου της εταιρείας, δρ Στέλιος Παπαδόπουλος, στη συνέντευξη που παραχωρεί στα «ΝΕΑ» αντιμετωπίζει τη συγκέντρωση του… ελληνικού πνεύματος στην Biogen ως «μία, μάλλον, απλή σύμπτωση».

Και παρατηρεί ότι γενικά υπάρχουν αρκετοί Ελληνες στον χώρο του φαρμάκου, επικαλούμενος ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα, τον Αλμπερτ Μπουρλά στην Pfizer.

Συνομιλώντας, όμως, μαζί του διαπιστώνει κανείς το ανήσυχο πνεύμα που διεκδίκησε και πέτυχε το όνειρο. Ισως αυτό να είναι το κοινό στοιχείο των Ελλήνων της διασποράς που αφήνουν το στίγμα τους.

Υποτροφία

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Στόχος του ήταν να γίνει «μεγάλος φυσικός». Οικογένεια και καθηγητές τον έπεισαν ότι το Μετσόβιο Πολυτεχνείο ήταν μία πιο «σίγουρη επιλογή». «Ηθελα όμως να φύγω στην Αμερική. Δεν με κρατούσε ο τόπος», αναπολεί. Μόλις είχε συμπληρώσει δύο με τρεις μήνες ως φοιτητής, όταν έλαβε την πολυπόθητη υποτροφία. Τι ήταν όμως αυτό που τον έκανε να θέλει να φύγει από την Ελλάδα; «Τότε νόμιζα ότι ήθελα να γίνω φυσικός. Τώρα καταλαβαίνω καλύτερα ότι είχα πείσει τον εαυτό μου ότι δεν υπήρχε κάτι στην Ελλάδα που δεν το ήξερα. Δεν υπήρχε το περιθώριο για καινούργιες εμπειρίες. Η Αμερική ήταν ένα όνειρο, καθώς μόνον στον κινηματογράφο τη βλέπαμε. Επομένως ήταν μια ανάγκη και μία περιέργεια να ανακαλύψω τον υπόλοιπο κόσμο».

Στην ερώτηση εάν θα μπορούσε να ακολουθήσει μία αντίστοιχη επιτυχημένη πορεία στην πατρίδα του, απαντά: «Οτι καταφέρνουμε όλοι μας είναι αποτέλεσμα των ικανοτήτων μας και της όρεξης για δουλειά σε συνάρτηση με το περιβάλλον. Και ο χώρος είναι δύο πράγματα: οι συνθήκες που σου προσφέρονται και η υποστήριξη, αλλά και η συνεργασία με άλλους ικανούς ανθρώπους». Και επισημαίνει – με έμφαση στον χώρο του φαρμάκου – ότι η συνεργασία αποτελεί τον «πυρήνα» της εξέλιξης.

Διαμάχη

Επιστρέφοντας στο θέμα των ημερών, την ιστορική έγκριση κυκλοφορίας του Αducanumab – η  εμπορική του ονομασία είναι Aduhelm – από τον αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), ο δρ Παπαδόπουλος αποφεύγει να χαρακτηρίσει το ελπιδοφόρο αυτό σκεύασμα ως το «Αγιο Δισκοπότηρο». «Δεν θα το έλεγα έτσι. Υπάρχει μία επιστημονική διαμάχη επί δεκαετίες. Μια μερίδα επιστημόνων πιστεύει ότι η συγκέντρωση στον εγκέφαλο πλακών β-αμυλοειδούς που εκφυλίζουν τα κύτταρα είναι η αιτία της ασθένειας ή έστω σημαντικός παράγοντας.

Μια άλλη μερίδα όμως, υποστηρίζει ότι αυτό είναι απλώς αποτέλεσμα που συμβαίνει αργά στα στάδια της ασθένειας και συνεπώς δεν είναι κατάλληλος στόχος για θεραπευτική αγωγή. Αυτό όμως που δεν έχει συζητηθεί επαρκώς είναι ότι ο FDA έδωσε ταχεία έγκριση, και αυτό συμβαίνει όταν κατά την κρίση του Οργανισμού δεν έχεις αποδείξει το θεραπευτικό αποτέλεσμα αλλά έχεις βελτιώσει κάποια δεδομένα που συνδέονται με το θεραπευτικό αποτέλεσμα». Και συνεχίζει: «Η απόφαση του FDA βασίζεται στο γεγονός ότι το δικό μας προϊόν μπορεί και ελαττώνει τις πλάκες από τον εγκέφαλο – και τις εξαφανίζει στο τέλος. Αυτό και μόνον είναι σημαντικό και πείθει τον Οργανισμό ότι έχει θεραπευτικό αποτέλεσμα».

Μελέτες

Εφεξής ο δρόμος που ανοίγεται είναι μακρύς, καθώς τα επόμενα οκτώ με εννέα χρόνια θα διεξαχθούν επιπλέον μελέτες ώστε «να επαληθεύσουμε ότι αυτή η επίδραση στις πλάκες συνταυτίζεται με θεραπευτικό αποτέλεσμα. Αρα πήρε θέση ο FDA ότι το β-αμυλοειδές είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ασθένειας, αν όχι η αιτία, και αξίζει τον κόπο να γίνει στόχος της θεραπευτικής αγωγής».

Η ιδέα γεννήθηκε σε μία μικρή ελβετική εταιρεία. «Το σκεπτικό τους ήταν ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν πνευματική διαύγεια μέχρι τα 80 ή τα 100 χρόνια τους. Και έθεσαν το ερώτημα: Είναι πιθανόν η διαύγεια αυτή να είναι αποτέλεσμα αντισωμάτων που καθαρίζουν τον εγκέφαλο από την πλάκα; Σε μερικούς εθελοντές βρέθηκαν αντισώματα. Η προσέγγιση αυτή μας φάνηκε ενδιαφέρουσα και το 2007 πήραμε άδεια…».

Το 2011 είχε κατασκευαστεί ήδη στο εργαστήριο ένα αντίσωμα και ξεκινούν δειλά οι κλινικές μελέτες, που όμως εντατικοποιούνται το 2015. Σημειωτέον για την έρευνα δαπανώνται ένα δισ. δολάρια. Επιπλέον η εταιρεία πήρε το ρίσκο να επενδύσει ακόμη δύο δισ. για τη δημιουργία ενός εργοστασίου στην Ελβετία, ώστε να παραχθεί το φάρμακο εάν και εφόσον λάβει έγκριση. «Εάν δεν δούλευε θα μας έμενε ένα μαυσωλείο».

Ο ίδιος εκτιμά ότι το πράσινο φως και στην Ευρώπη δεν θα καθυστερήσει. Και διευκρινίζει ότι το κόστος θεραπείας ανά ασθενή στις ΗΠΑ είναι 56.000 δολάρια. «Στην Ευρώπη όμως τα φάρμακα κοστίζουν λιγότερο», εξηγεί.

Στο αρχικό στάδιο

Κατά τη συζήτηση στέκεται σε ακόμη μια πρωτοπορία: «Στον χώρο του καρκίνου για παράδειγμα ένα καινούργιο φάρμακο δοκιμάζεται σε πολύ προχωρημένους ασθενείς. Αυτή η παρατήρηση που κάναμε εμείς πριν από 15 χρόνια, και αλλάξαμε το σύστημα, ήταν ότι δεν θα υπήρχε όφελος στους ασθενείς με προχωρημένο Αλτσχάιμερ. Οπότε αποφασίσαμε να κάνουμε τις μελέτες στο αρχικό στάδιο της ασθένειας».

Παρ’ όλα αυτά, «περιέργως ο FDA αποφάσισε να δώσει την έγκριση για όλους τους ασθενείς».

Αν και ο ίδιος δεν είναι σίγουρος πώς ο Οργανισμός κατάληξε σε αυτό το πόρισμα, πιθανολογεί ότι ίσως είδαν στα δεδομένα «κάτι που να προτείνει ότι θα δούλευε και στους προχωρημένους ασθενείς». Ισως πάλι να οφείλεται στο γεγονός ότι δεν υπάρχει εναλλακτική…

«Εμείς πάντως ως εταιρεία θα επιμείνουμε να παρουσιάζουμε τα δεδομένα των κλινικών μελετών, που αφορούν αποτελέσματα σε ασθενείς σε πρώιμα στάδια», καταλήγει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ