Η σημερινή διάσκεψη κορυφής του ΝΑΤΟ (με μια βαριά ατζέντα – προετοιμασία της Συμμαχίας για τη νέα εποχή, 2030 και επέκεινα, κ.λπ.) απέκτησε ξεχωριστό και υψηλό ελληνοτουρκικό ενδιαφέρον. Και τούτο για δύο σημαντικές συναντήσεις που θα πραγματοποιηθούν στο περιθώριο της εν λόγω διάσκεψης: (α) η συνάντηση του έλληνα πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με τον πρόεδρο της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και (β) η (πρώτη) συνάντηση Ερντογάν με τον αμερικανό πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, η έκβαση της οποίας θα έχει και κάποια επίπτωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, θετική ή αρνητική, ανάλογα βέβαια με το αποτέλεσμα. Ετσι το «περιθώριο» της διάσκεψης του ΝΑΤΟ εμφανίζεται να είναι σημαντικότερο για την Ελλάδα, κάτι που έχει συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν πιστοποιώντας και τη χρησιμότητα του ΝΑΤΟ. Η τελευταία συνάντηση άλλωστε του έλληνα πρωθυπουργού με τον τούρκο πρόεδρο ήταν πριν από 19 μήνες, τον Δεκέμβριο 2019 στο Λονδίνο, στο περιθώριο διάσκεψης του ΝΑΤΟ επίσης. Βεβαίως από ιστορική άποψη η πλέον σημαντική υπήρξε η συνάντηση του Κ. Καραμανλή (πρεσβύτερου) με τον ομόλογό του της Τουρκίας Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ στις 31 Μαΐου 1975, επίσης στο περιθώριο διάσκεψης του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες. Σε εκείνη τη δίωρη συνάντηση όπου ο Κ. Καραμανλής ήταν μόνος του με τον Ντεμιρέλ (με έναν μεταφραστή μόνο), ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Δ. Μπίτσιος παρέμενε έξω από την πόρτα στο παλάτι Εγκμόντ, οι δύο πρωθυπουργοί κατέληξαν σε κοινό ανακοινωθέν – το οποίο συμπλήρωσε ο Δ. Μπίτσιος -, το οποίο μεταξύ άλλων διελάμβανε:
(α) την απόφαση για την επίλυση των προβλημάτων «ειρηνικώς μέσω διαπραγματεύσεων», αλλά
(β) όσον αφορά την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης,
(γ) την επιδίωξη δημιουργίας «μιας καλής ατμόσφαιρας εις τας σχέσεις της Ελλάδος και της Τουρκίας, ώστε να επιλυθούν αι υφιστάμεναι διαφοραί και να οδηγηθούν αι δύο χώραι εις την αποκατάστασιν της συνεργασίας προς αμοιβαίον συμφέρον των».
Μολονότι η Τουρκία υπαναχώρησε λίγο μετά από τη δέσμευση για την παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ΔΔΧ), το ανακοινωθέν αυτό «αποτέλεσε για ένα χρονικό διάστημα κομβικό σημείο των εξελίξεων», όπως γράφει ο καθηγητής Χρ. Ροζάκης. Και βεβαίως άνοιξε τον δρόμο για το Πρακτικό της Βέρνης που υπογράφτηκε μεταξύ του έλληνα πρέσβη Ι. Τζούνη και του τούρκου ομολόγου του Σ. Μπίλκε τον Νοέμβριο 1976 για τις διαδικασίες και αρχές που θα έπρεπε να διέπουν τις σχέσεις των δύο χωρών για την αντιμετώπιση προβλημάτων, όπως της υφαλοκρηπίδας κ. λπ. Επίκληση του Πρακτικού αυτού γίνεται ακόμα και σήμερα, αν και το 1987 η Ελλάδα (κυβέρνηση ΠαΣοΚ Α. Γ. Παπανδρέου) είχε δηλώσει στο Συμβούλιο Ασφαλείας ότι το Πρακτικό «ήταν παρωχημένο και ανενεργό» (obsolete and inoperative). Το Πρακτικό μεταξύ άλλων διελάμβανε: «Τα δύο Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν όπως, καθ’ όσον αφορά εις τας διμερείς των σχέσεις, απέχουν πάσης πρωτοβουλίας ή πράξεως η οποία θα έτεινε να μειώση το κύρος του ετέρου».
Σαράντα πέντε και πλέον χρόνια από το Ανακοινωθέν των Βρυξελλών και το Πρακτικό της Βέρνης, δεν έχουν αλλάξει πολλά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ή μάλλον «τα πράγματα έχουν πάει από το κακό στο χειρότερο». Και το ακόμα χειρότερο, η ατζέντα των ανοιχτών θεμάτων-διαφορών έχει διευρυνθεί επικίνδυνα εις βάρος μας και με την Τουρκία να έχει περάσει σε ένα αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης με νεοοθωμανικές φαντασιώσεις και επεκτατικές βλέψεις. Ολα αυτά πιστοποιούν ότι «ο χρόνος δεν εργάζεται υπέρ ημών», όπως διατείνονται ορισμένοι. Το αντίθετο. Ως εκ τούτου, πολύ καλά κάνουν οι ηγεσίες Ελλάδας και Τουρκίας και συναντώνται αύριο. Αλλη επιλογή από τη συνάντηση, διάλογο μεταξύ των δύο χωρών δεν υπάρχει (αλλά όχι με το πιστόλι στον κρόταφο εξυπακούεται). Είμαστε «αιχμάλωτοι της γεωγραφίας».
Τι μπορούμε να περιμένουμε από την αυριανή συνάντηση (η οποία έρχεται μετά τις πρόσφατες συναντήσεις των ΥΠΕΞ των δύο χωρών);
Οχι βέβαια την επίλυση κάποιου συγκεκριμένου προβλήματος. Είναι νωρίς για κάτι τέτοιο. Το πρώτο που έχει σημασία είναι η ατμόσφαιρα που θα επικρατήσει στη συνάντηση να είναι καλή. Η χημεία παίζει ρόλο. Και εάν οι δύο ηγέτες καταφέρουν να διατυπώσουν ορισμένες βασικές αρχές και διαδικαστικούς κανόνες και ρυθμίσεις για τις σχέσεις των δύο χωρών και την επίλυση των προβλημάτων κατά το πρότυπο του Ανακοινωθέντος του 1975 και του Πρακτικού της Βέρνης του 1976 (αλλά και του Ανακοινωθέντος της Μαδρίτης του Ιουλίου 1977 – πάλι στο πλαίσιο διάσκεψης του ΝΑΤΟ -, το οποίο δεν διαφέρει ουσιωδώς από τα δύο προηγούμενα κείμενα) θα είναι ένα εξόχως σημαντικό βήμα προόδου. Ενα βήμα που θα διευκολύνει και την επόμενη κρίσιμη συνάντηση, αυτήν του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της ΕΕ (24-25 Ιουνίου), με κύριο θέμα τη θετική ατζέντα ΕΕ – Τουρκίας (για την οποία όμως η Ελλάδα θα πρέπει να έχει μια ολοκληρωμένη στρατηγική υποστήριξής της και συγκατάθεσης με όρους και προϋποθέσεις – νέο «Ελσίνκι»).
* Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του FEPS και του ΕΛΙΑΜΕΠ. Από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το νέο του βιβλίο «Επιτεύγματα και στρατηγικά λάθη της εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης».