Το τελευταίο διάστημα τα πράγματα δεν πάνε με τον καλύτερο τρόπο για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο χαρισματικός ηγέτης, που έχει συνδέσει το όνομά του με την Τουρκία του 21ου αιώνα και έχει τη φιλοδοξία να αφήσει στίγμα εξίσου βαθύ με αυτό του Κεμάλ Ατατούρκ , έστω και σε διαφορετική κατεύθυνση, το τελευταίο διάστημα βλέπει τη δημοτικότητά του να υποχωρεί και τις εκλογές του2023 να λειτουργεί σαν ένα κάπως ανησυχητικό σημείο αναφοράς
Τα σημαντικά προβλήματα στο εσωτερικό της Τουρκίας
Η τουρκική κοινωνία δείχνει να ανησυχεί ολοένα και περισσότερο για την οικονομία μετά τις περιπέτειες της λίρας, την αύξηση του πληθωρισμού και της ανεργίας. Οι άνθρωποι της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, που κατεξοχήν τον στήριξαν στην άνοδό του στην εξουσία, τώρα εκφράζουν ολοένα κα μεγαλύτερη δυσαρέσκεια. Η κριτικό στον τρόπο που χειρίστηκε στην πανδημία είναι διάχυτη σε διάφορα τμήματα της κοινωνίας.
Και βέβαια η εικόνα του «αδιάφθορου» έχει δεχτεί πολύ σοβαρά χτυπήματα από τις αποκαλύψεις του αρχιμαφιόζου Σεντάτ Πεκέρ. Τα βίντεο του αυτοεξόριστου ανθρώπου του υποκόσμου (που στην Τουρκία πάντα έχει σχέσεις και με το «βαθύ κράτος») με τις αποκαλύψεις για την υπαρκτή διαφθορά του καθεστώτος Ερντογάν έχουν μεγάλη απήχηση στην Τουρκία και αποτελούν πλέον σοβαρό πολιτικό πρόβλημα. Γιατί όπως και να το δει κανείς, δύσκολα μπορεί να συνταιριαστεί η εικόνα ενός συντηρητικού πολιτικού, πιστού του Ισλάμ, με αποκαλύψεις ότι στον περίγυρο του διευκολύνονταν οι συνεργασίας με μαφιόζους, συμπεριλαμβανομένης της διακίνησης ναρκωτικών. Και μπορεί ο Πεκέρ να αποφεύγει να κατηγορήσει ευθέως τον ίδιο τον Ερντογάν, όμως ήδη οι αποκαλύψεις αποτελούν πλήγμα, την ώρα που αναδεικνύουν και τις γεωπολιτικές διαστάσεις της «μαύρης οικονομίας» στην Τουρκία.
Την ίδια ώρα η κυβέρνηση Ερντογάν διολισθαίνει σε ολοένα και πιο αυταρχικούς δρόμους, την ώρα που εξαρτάται όλο και περισσότερο από τη συνεργασία με τους ακροδεξιούς εθνικιστές του MHP. Δεν είναι τυχαία η νέα προσπάθεια να απαγορευτεί το αριστερό και φιλοκουρδικό HDP, προσπάθεια που επικαθορίζεται και από την επιθυμία του Ερντογάν να διαμορφωθεί μια πιο ευνοϊκή εκλογική γεωμετρία, παρότι στην πραγματικότητα η ολοένα και πιο αυταρχική αντιμετώπιση του HDP απλώς σημαίνει ότι το Κουρδικό παραμένει ανοιχτή πληγή για την Τουρκία.
Το νέο πιο δύσπιστο απέναντι στην Τουρκία διεθνές περιβάλλον
Σε όλα αυτά τα προβλήματα έχει προστεθεί από τον περασμένο Ιανουάριο η αλλαγή ενοίκου στον Λευκό Οίκο. Ο Ερντογάν είχε επενδύσει ιδιαίτερα στη συνεννόηση που μπορούσε να έχει με τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος ήταν διατεθειμένος να ανεχτεί τις τακτικές επιλογές συμμαχιών που έκανε η Τουρκία και κυρίως την τακτική (και μερική) συμπόρευση στη Συρία με τη Ρωσία (προέκταση της οποίας είναι με μία έννοια και η προμήθεια των ρωσικών συστοιχιών S-400 που αποτελεί βασικό σημείο τριβής). Θυμίζουμε ότι η τακτική συμπόρευση με τη Ρωσία ήταν ως ένα βαθμό μια επιβεβλημένη κίνηση από τη μεριά της Τουρκίας που στη ρωσική επιμονή στην πολιτική και εδαφική ακεραιότητα της Συρίας είδε μια εγγύηση απέναντι στον κίνδυνο να διαμορφωθεί κουρδική οιονεί κρατική οντότητα στη Συρία και δίπλα στα σύνορα με την Τουρκία, την ώρα που η συνεχιζόμενη συνεργασία των ΗΠΑ με τις κουρδικές πολιτοφυλακές παραμένει «αγκάθι» στις διμερείς σχέσεις. Αντίθετα, ο Μπάιντεν εκπροσωπεί μια αρκετά πιο επιφυλακτική τοποθέτηση και στάση έναντι της Τουρκίας και μια απαίτηση για μεγαλύτερη και πιο σαφή αποστασιοποίηση από τη Ρωσία.
Απέναντι σε όλα αυτά ο Ερντογάν ήδη από την επαύριον των αμερικανικών εκλογών έχει σπεύσει να ανασυγκροτήσει διαύλους επικοινωνίας με τις ΗΠΑ και ειδικά τον ίδιο τον Μπάιντεν. Ο βασικός τόνος που έρχεται από την Τουρκία είναι ότι παραμένει προσηλωμένη στη «Δύση», ότι σκέφτεται την ασφάλειά της μέσα από το ΝΑΤΟ, ότι παραμένει ένας σημαντικός σύμμαχος για τις ΗΠΑ, ιδίως από τη στιγμή που αυτές αντιμετωπίζουν κυρίως το Ιράν ως τη βασική απειλή και ότι η τουρκική εξωτερική πολιτική δεν έχει «ευρασιατικές» βλέψεις και φιλοδοξίες – άλλωστε οι εκπρόσωποι μιας «ευρασιατικής» εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή μιας πιο συνολικής συμπόρευσης με τη Ρωσία και την Κίνα έχουν πια παραγκωνιστεί. Ούτε είναι τυχαίο, ότι η τουρκική πλευρά έχει π.χ. προβάλει ιδιαίτερα την προοπτική να παίξει έναν ρόλο στο Αφγανιστάν σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ, με δεδομένη την απόφαση των τελευταίων για αποχώρηση. Ούτε είναι χωρίς σημασία συμβολικές κινήσεις όπως ότι μπόρεσε να περάσει από τον Βόσπορο το αμερικανικό αντιτορπιλικό USS Laboon με προορισμό τη Μαύρη Θάλασσα.
Βεβαίως την ίδια στιγμή η Τουρκία εξακολουθεί να διεκδικεί να έχει μια εξωτερική πολιτική «περιφερειακής δύναμης», να παίρνει δικές της πρωτοβουλίες όπως αυτή της εμπλοκής στην κρίση της Λιβύης ή των προηγούμενων εντάσεων στο Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, ή να επιμένει να παρεμβαίνει και στο Παλαιστινιακό ζήτημα διεκδικώντας ρόλο υπερασπιστή των Παλαιστινίων έναντι του Ισραήλ.
Σε αυτό το φόντο ο Ερντογάν ελπίζει η συνάντηση με τον Μπάιντεν να επιβεβαιώσει την τουρκική θέση ότι η Τουρκία έχει επανακατοχυρώσει τη θέση της ως ενός αναντικατάστατου συμμάχου για τη Δύση στη βάση ακριβώς του χαρακτήρα «περιφερειακής δύναμης» που έχει κατοχυρώσει.
Όμως, αυτό δεν είναι ούτε δεδομένο ούτε και εύκολο. Καταρχάς στην Τουρκία γνωρίζουν καλά παρότι υπάρχουν φωνές στην Ουάσιγκτον που θα ευνοούσαν μια επαναπροσέγγιση με όρους σχετικά ευνοϊκούς για την Τουρκία, ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, εντούτοις την ίδια στιγμή υπάρχει το πρόβλημα με την τρέχουσα αμερικανική ρητορική περί δημοκρατίας και αυταρχισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, η δυσπιστία της νέας αμερικανικής διακυβέρνησης απέναντι στην τουρκική κυβέρνηση δεν έχει να κάνει μόνο με τις γεωπολιτικές επιλογές της Τουρκίας αλλά και με την αντίληψη για τη διακυβέρνηση του Ερντογάν. Θα πρέπει δηλαδή να αποδείξει ότι στη νέα διχοτομική διαίρεση του πλανήτη που προωθούν οι ΗΠΑ ανάμεσα σε «δημοκρατίες» και «αυταρχικά καθεστώτα» παίρνει σαφή θέση. Ούτε μπορούμε να παραβλέψουμε τη μεγάλη συμβολική βαρύτητα που είχε η αναγνώριση ουσιαστικά από τον Τζο Μπάιντεν της Γενοκτονίας των Αρμενίων του 1915 (παρότι βέβαια είχαν προηγηθεί συνεννοήσεις με την τουρκική πλευρά ώστε η αναγνώριση αυτή να αποδίδει την ευθύνη περισσότερο στην Οθωμανική εξουσία και να απαλλάσσει το διάδοχο τουρκικό κράτος από κάποια ευθύνη, αλλά και τυχόν διεκδικήσεις επανορθώσεων).
Σε τι μπορεί να προσδοκά πραγματικά η Τουρκία από τη συνάντηση Μπάιντεν και Ερντογάν
Ο ίδιος Ερντογάν δημόσια έχει εκφράσει ιδιαίτερη αισιοδοξία ότι η συνάντησή του με τον Τζο Μπάιντεν θα σηματοδοτήσει μια «νέα εποχή» στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Από τη μεριά της η αμερικανική κυβέρνηση έχει κάνει αρκετή προεργασία για αυτή τη συνάντηση, στοιχείο που δείχνει ότι της αποδίδει ιδιαίτερη σημασία. Τις προηγούμενες εβδομάδες επισκέφτηκαν την Τουρκία δύο ανώτεροι αμερικανοί διπλωμάτες, η αναπληρώτρια υπουργός Εξωτερικών Γουέντι Σέρμαν και η πρέσβης στον ΟΗΕ (που θεωρείται υπουργικό αξίωμα) Λίντα Τόμας-Γκρίνφιλντ. Ειδικά για τη δεύτερη επίσκεψη είναι χαρακτηριστικό ότι η αμερικανική αποστολή στον ΟΗΕ ανακοίνωσε ότι η Τόμας-Γκρινφιλντ θα συζητούσε «ευκαιρίες για να ενισχυθεί η σχέση ΗΠΑ-Τουρκία, για να συνεργαστούμε με τη σύμμαχό μας στο ΝΑΤΟ για να αντιμετωπίσουμε παγκόσμιες προκλήσεις και να βελτιώσουμε τη συνεργασία στη Συρία». Παράλληλα, διπλωματικές πηγές στις ΗΠΑ υπογράμμιζαν ότι θεωρούν την Τουρκία έναν κρίσιμο σύμμαχο στο ΝΑΤΟ με μια «στρατηγική σχέση που καλύπτει ένα πολύ μεγάλο φάσμα ζητημάτων και ανησυχιών, συμπεριλαμβανομένων ζητημάτων παγκόσμιας και περιφερειακής ασφάλειας, φυσικά, αλλά και οικονομικών ζητημάτων που σχετίζονται με την δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Από τη μεριά του ο Αμερικανό Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ Σάλιβαν υπογράμμισε ενόψει της περιοδείας του Τζο Μπάιντεν ότι ο αμερικανός πρόεδρος ευελπιστεί να εξετάσει όλο το εύρος των δεσμών ΗΠΑ και Τουρκίας και να συζητήσουν τα ζητήματα που αφορούν την Ανατολική Μεσόγειο, τη Συρία, και το Αφγανιστάν, μαζί όμως με τις «σημαντικές διαφορές» ανάμεσα στους δύο συμμάχους. Παράλληλα, ο Σάλιβαν τόνισε ότι ο Μπάιντεν γνωρίζει καλά τον Ερντογάν, εφόσον έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν και ότι και οι δύο ηγέτες ευελπιστούν να έχουν μια παραγωγική ευκαιρία να συζητήσουν το πλήρες εύρος των διμερών σχέσεων. Η έκφραση μάλιστα που χρησιμοποίησε το Σάλιβαν, για να υπογραμμίσει τον χαρακτήρα της συνάντησης, ‘businesslike’, είναι ενδεικτική ότι δεν επιθυμούν μια συμβολική ή εθιμοτυπική συνάντηση.
Και βέβαια τα γεωπολιτικά «σημεία ενδιαφέροντος» που ανέφερε έκαναν σαφές ενδιαφέρει ιδιαίτερα τις ΗΠΑ να εξασφαλίσουν ότι σε κρίσιμα πεδία η Τουρκία παραμένει στρατευμένη υπέρ της «Δύσης», συστρατεύεται στην υπόθεση της οριοθέτησης απέναντι στην Κίνα και προφανώς ρίχνει το βάρος της υπέρ των δυτικών θέσεων στην αναζήτηση μιας διαφορετικής ισορροπίας με την Ρωσία.