Η κατακόρυφη αύξηση της έντασης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο ως αποτέλεσμα της τουρκικής στρατηγικής επιδίωξης της «Γαλάζιας Πατρίδας» έφερε με βίαιο τρόπο στην ελληνική δημόσια συζήτηση το ενδεχόμενο μιας θερμής σύγκρουσης με τους γείτονες. Η αδιέξοδη αντιπαράθεση (standoff) των δύο πολεμικών ναυτικών και η επικίνδυνη εγγύτητα που ίσως να καθιστούσε μια ακούσια κλιμάκωση μη ελέγξιμη θύμισε σε όλες και όλους ότι οι διεθνείς σχέσεις διαμορφώνονται στην ουσία τους από την επιθυμία των κρατών να βελτιώσουν τους όρους ασφάλειάς τους, να μεγιστοποιήσουν τις υλικές τους ικανότητες και να εξισορροπούν πιθανούς ανταγωνιστές. Τελικά, η διεθνής πολιτική είναι πάνω από όλα πολιτική ισχύος.
Πέρα από τις αυτονόητες βαλβίδες αποσυμπίεσης που πρέπει πάντοτε να είναι παρούσες – στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι διερευνητικές επαφές, η προσεκτική συζήτηση για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και μηχανισμούς αποκλιμάκωσης σε διμερές και νατοϊκό πλαίσιο – δεν υπάρχει τίποτε πιο σημαντικό από μια αξιόπιστη στρατηγική αποτροπής, η οποία σε ένα περιβάλλον όπως αυτό του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου δεν είναι καθόλου εύκολο να ποσοτικοποιηθεί. Και γίνεται ακόμη πιο δύσκολη η εκ των προτέρων αξιολόγηση μιας τέτοιας στρατηγικής γιατί το δεδομένο επιχειρησιακό περιβάλλον ευνοεί τις τουρκικές φιλοδοξίες σε τακτικό επίπεδο. Παραβιάσεις, παραβάσεις, υπερπτήσεις είναι κλασικές αναθεωρητικές τακτικές, που όμως δεν συνιστούν από μόνες τους κλιμάκωση και δεν επιτρέπουν στην Ελλάδα να αντιδράσει περνώντας στο επόμενο επίπεδο αντιπαράθεσης. Στη μελέτη μας προσπαθήσαμε υπόρρητα να επιβεβαιώσουμε εμπειρικά τη βασική θέση περί ισορροπίας ισχύος μελετώντας την τουρκική συμπεριφορά τα τελευταία 35 χρόνια. Σε αυτό το πλαίσιο, παρουσιάζουμε μια νέα προσέγγιση για τη διερεύνηση της σχέσης του επιπέδου των στρατιωτικών εξοπλισμών με την αύξηση της έντασης μεταξύ των δύο χωρών με στόχο να ρίξουμε φως στη δυναμική κλιμάκωσης της ελληνοτουρκικής διελκυστίνδας. Αν και στους/στις μυημένες είναι γνωστή η έννοια του διλήμματος ασφάλειας – η αύξηση των εξοπλισμών αυξάνει την ανασφάλεια των κρατών και η ανασφάλεια ανατροφοδοτεί την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών – η εμπειρική επιβεβαίωση είναι επιστημολογικά επιβεβλημένη.
Υπακούοντας σε μια τέτοια ανάγκη, εξετάζουμε τη σχέση μεταξύ στρατιωτικών εξοπλισμών και παραβιάσεων του ελληνικού εναερίου χώρου χρησιμοποιώντας στοιχεία του ΓΕΕΘΑ από το 1985 μέχρι σήμερα. Επιλέγουμε να εστιάσουμε σε αντιπαραθέσεις χαμηλής έντασης, όπως οι παραβιάσεις του εναέριου χώρου, καθώς μας επιτρέπουν να καταγράψουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια και αξιοπιστία τις τυχόν διακυμάνσεις στην ένταση μεταξύ των δύο κρατών, ενώ αντιπροσωπεύουν ένα κλασικό εργαλείο με το οποίο εκφράζεται de facto η τουρκική πολιτική στην περιοχή.
Η βασική υπόθεση εργασίας είναι ότι αυξημένες ελληνικές στρατιωτικές δαπάνες σε αρκετές περιπτώσεις μειώνουν τον αριθμό των παραβιάσεων και την τουρκική παραβατικότητα, ενώ η αύξηση των αντίστοιχων τουρκικών έχει ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη όξυνση των αμφισβητήσεων του ελληνικού εναέριου χώρου. Εφαρμόζοντας τις κατάλληλες ποσοτικές μεθόδους καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η αύξηση των τουρκικών στρατιωτικών δαπανών συσχετίζεται με την αύξηση του αριθμού των παραβιάσεων. Αυτό το συμπέρασμα ισχύει τόσο για τις τουρκικές στρατιωτικές δαπάνες σε απόλυτους αριθμούς όσο και συγκριτικά με τις ελληνικές αμυντικές δαπάνες.
Ο συντελεστής για τις τουρκικές στρατιωτικές δαπάνες είναι θετικός και στατιστικά αξιόπιστος σε όλες τις στατιστικές αναλύσεις. Συγκεκριμένα, μία αύξηση 1% στις τουρκικές στρατιωτικές δαπάνες σχετίζεται με αύξηση 0,6% στις παραβιάσεις. Αντιθέτως, οι ελληνικές στρατιωτικές δαπάνες παρουσιάζουν αρνητικό πρόσημο, με μία αύξηση 1% στις ελληνικές στρατιωτικές δαπάνες να μειώνει κατά 0,5% τις παραβιάσεις, αν και η επίδραση αυτής της μεταβλητής δεν είναι στατιστικά αξιόπιστη σε όλες τις αναλύσεις. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό, την τελευταία δεκαετία οι τουρκικές στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 86% και οι παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου εκτοξεύθηκαν από 636 το 2013 σε 4.813 το 2019. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η πραγματικότητα δεν επηρεάζεται από πολιτικές μεταβολές στην Τουρκία.
Αν και στις κοινωνικές επιστήμες, όπως είναι οι Διεθνείς Σχέσεις, τίποτε δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί «αποτέλεσμα εργαστηρίου», δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και η εν γένει ενίσχυση των στρατιωτικών ικανοτήτων της Τουρκίας έχει «απενοχοποιήσει» τη χρήση βίας στην εξωτερική πολιτική της Αγκυρας και έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη ετοιμότητα και ακόμη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Αντιμέτωπη με μια τέτοια πραγματικότητα, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να μην προσπαθήσει να εξισορροπήσει την τουρκική στρατιωτική ισχύ και να απαξιώσει – όσο είναι δυνατόν – την τουρκική συμπεριφορά και σε τακτικό επίπεδο. Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να συνειδητοποιήσει η Αγκυρα ότι δεν έχει να κερδίσει τίποτε εφαρμόζοντας τακτικές πίεσης «στο πεδίο». Η ισορροπία στρατιωτικής ισχύος αποτελεί συνθήκη sine qua non για μια διαπραγμάτευση που θα οδηγήσει σε έναν αποδεκτό συμβιβασμό θετικού αθροίσματος.
*Ο κ. Ιωάννης Χούλης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Εσσεξ, ο κ. Marius Mehrl στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και ο κ. Κώστας Υφαντής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Το παρόν κείμενο είναι συντομευμένη εκδοχή της μελέτης των συγγραφέων με τίτλο «Arms Racing, Military Build-Ups and Dispute Intensity: Evidence from the Greek – Turkish Rivalry, 1985-2020», η οποία δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο κορυφαίο ερευνητικό περιοδικό «Defence and Peace Economics» και είναι ελεύθερα προσβάσιμη στο Διαδίκτυο.