Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα Tagesschau.de «η πλατεία μπροστά στη Βουλή ήταν γεμάτη, ήταν μία από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις των συνδικάτων εδώ και χρόνια(…) Αφορμή για τις διαμαρτυρίες είναι το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, που επιχειρεί να περάσει η συντηρητική κυβέρνηση από το Κοινοβούλιο. Προβλέπει μεταξύ άλλων την αύξηση του επιτρεπτού ορίου για τις υπερωρίες και τον περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία. Το σημερινό όριο υπερωριών αναμένεται να αυξηθεί κατά 30-50%, ανάλογα με τον επαγγελματικό κλάδο».
Όπως σημειώνει ο ανταποκριτής της ARD «το επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα προσαρμόζεται στον ευρωπαϊκό μέσο όρο και ανταποκρίνεται στην ανάγκη πολλών εργαζομένων για περισσότερη ευελιξία. Από την πλευρά τους τα συνδικάτα ασκούν κριτική, λέγοντας ότι το νομοσχέδιο εκμεταλλεύεται τη διάθεση που είχαν δείξει πολλοί εργαζόμενοι σε εποχές πανδημίας να προσαρμοστούν σε νέες μορφές εργασίες. Το νομοσχέδιο χαρακτηρίζεται ‘τέρας’, που περικόπτει εργασιακά δικαιώματα και περιορίζει το δικαίωμα στην απεργία».
Ελλάδα και Ιταλία επωφελούνται και δανείζονται
Στην ασυνήθιστη κατάσταση που επικρατεί στην Ευρωζώνη αναφέρεται η εφημερίδα Die Welt και επισημαίνει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) από τη μία πλευρά εξαγγέλλει «τη μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη στα χρονικά της Ευρωζώνης», αλλά από την άλλη πλευρά δεν διακρίνει κίνδυνο πληθωρισμού. Και αυτό παρότι στις ΗΠΑ «ο δομικός πληθωρισμός, που δεν συνυπολογίζει τις ευμετάβλητες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων, έχει ανέλθει στο 3,8%, δηλαδή στα υψηλότερα επίπεδα από το 1992». Σύμφωνα με τον αρθρογράφο «Η ΕΚΤ έχει καταγράψει προ πολλού τάσεις ανάκαμψης μετά την πανδημία. Κι όμως, οι θεματοφύλακες του νομίσματος συνεχίζουν να εφαρμόζουν με σιδηρά πειθαρχία τη νομισματική πολιτική της πανδημίας: καμία αλλαγή στην πολιτική χαμηλών επιτοκίων, καμία αλλαγή στις αγορές ομολόγων, που συνεχίζονται με εντατικούς ρυθμούς. Ωσάν να κινδυνεύει ακόμη η Ευρωζώνη να ισοπεδωθεί οικονομικά από την πανδημία».
Μιλώντας στην εφημερίδα του Βερολίνου ο Φρίντριχ Χάινεμαν, συνεργάτης του Κέντρου Ευρωπαϊκών Οικονομικών Ερευνών (ZEW) στο Μάνχαϊμ της Γερμανίας, σημειώνει ότι «υπάρχει προφανώς μία πλειοψηφία στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, η οποία θεωρεί ότι η Ευρωζώνη δεν μπορεί να ανακάμψει, παρά μόνο αν διατηρηθούν τα μακροπρόθεσμα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Σε περιβάλλον οικονομικής ανάκαμψης αυτή η αντίληψη πείθει ολο και λιγότερους». Ο αναλυτής συμπληρώνει ότι «ακόμη και για την Ελλάδα και την Ιταλία οι αποδόσεις των ομολόγων κυμαίνονται κάτω από το 1%, δηλαδή πολύ καθαρά κάτω από το ποσοστό του πληθωρισμού. H ΕΚΤ ακολουθεί μία πολιτική επιτοκίων που δεν συνάδει με τη λoγική της αγοράς».
Η «τρικυμιώδης» Θάλασσα της Ιρλανδίας
Οικονομικό ζήτημα με σοβαρές πολιτικές προεκτάσεις είναι η διατήρηση των ανοιχτών συνόρων στην Ιρλανδία. Σε σχόλιό της με τίτλο «Η τρικυμιώδης Θάλασσα της Ιρλανδίας» η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt επισημαίνει την αδυναμία της ΕΕ και της Μ. Βρετανίας να βρουν λύση: «Όπως συνέβαινε και με τη μακροχρόνια διαπραγμάτευση του Brexit, έτσι και τώρα οι εκατέρωθεν αιτιάσεις δυσχεραίνουν τον συμβιβασμό.
Οι Βρυξέλλες κατηγορούν τον Τζόνσον για παραβίαση των συμπεφωνημένων και απειλούν με δασμούς. Το Λονδίνο απορρίπτει τις απειλές και παρατείνει μονομερώς τις ισχύουσες μεταβατικές προθεσμίες. Είναι ξεκάθαρο ότι η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο του Τζόνσον. Όχι μόνο γιατί υπονομεύεται το διεθνές κύρος και η εμπιστοσύνη προς τη Βρετανία, όταν η κυβέρνηση της χώρας αμφισβητεί ανοιχτά την αρχή ότι οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται. Αλλά και γιατί κάθε τόσο ο βρετανός πρωθυπουργός διαβεβαίωνε πως θα επιλύσει το ‘Βορειοιρλανδικό ζήτημα’ με επιδεξιότητα και με τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας. Μόνο έτσι κατέστη δυνατή μία συμφωνία στη συνθήκη για την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ. Παραμένει μυστήριο γιατί, παρόλα αυτά, η ΕΕ δεν έχει ακόμη αποκτήσει πλήρη πρόσβαση στην τράπεζα δεδομένων των βρετανικών τελωνειακών αρχών, ώστε να ελέγχει τη διακίνηση αγαθών στη Βόρεια Ιρλανδία».
Γιάννης Παπαδημητρίου