Κίνδυνος έκρηξης της ανεργίας μετά την υγειονομική κρίση, απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, εύθραυστη αγορά όσον αφορά την απασχόληση, περιορισμένη δυνατότητα δημιουργίας θέσεων ανάλογων με τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας.
Με τις φράσεις αυτές περιγράφει η ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ «για την οικονομία και την απασχόληση» την εικόνα στην οποία έχει περιέλθει η αγορά εργασίας μετά από ενάμιση χρόνο υγειονομικής και – κατ’ επέκταση – οικονομικής κρίσης.
Η έκθεση αναφέρει χαρακτηριστικά πως «η εξάπλωση της πανδημίας COVID-19 έλαβε χώρα σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία η αγορά εργασίας στην Ελλάδα είχε ήδη απορρυθμιστεί μετά την εφαρμογή τριών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής και χαρακτηριζόταν από εκτεταμένη ανασφάλεια και επισφάλεια».
Όλα τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι προς της πανδημίας η βελτίωση στην αγορά εργασίας παρουσίαζε σημάδια κάμψης. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ, η ουσιαστική αύξηση της απασχόλησης μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω εκτεταμένων δημοσιονομικών παρεμβάσεων που θα δώσουν σημαντική ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα, αφού ο επιχειρηματικός τομέας δεν φαίνεται να μπορεί από μόνος του να δημιουργήσει τις απαιτούμενες θέσεις εργασίας.
Πάντως για την ώρα διαπιστώνει τα εξής:
- Υψηλό κίνδυνο αύξησης της ανεργίας μετά την άρση της αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων. Γι’ αυτό θα πρέπει άμεσα να σχεδιαστούν παρεμβάσεις που να στοχεύουν στην προστασία της απασχόλησης.
- Περιορισμένη δυνατότητα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, σε σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας.
- Μεγάλη απόκλιση της απασχόλησης σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η Ελλάδα παρουσίαζε ήδη πριν την πανδημική κρίση μια τάση μεγαλύτερης βελτίωσης σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, αλλά η απόκλιση μεταξύ των μεγεθών παραμένει πολύ μεγάλη.
Τα βασικά στοιχεία για αγορά εργασίας – που απεικονίζονται στην έκθεση- περιλαμβάνουν τα εξής:
Εύθραυστη η αγορά εργασίας. Την εξέλιξη των επομένων μηνών, θα κρίνουν οι αναστολές λειτουργίας, η επανεκκίνηση της οικονομίας, και ο χρόνος εξόδου από την κρίση. Τι εκτιμά το Ινστιτούτο Εργασίας στην έκθεσή του. «Η εξέλιξη στην αγορά εργασίας στους επόμενους μήνες θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η επανεκκίνηση της λειτουργίας των επιχειρήσεων σε κλάδους οι οποίοι μέχρι και τον Απρίλιο βρίσκονταν σε αναστολή λειτουργίας, από το πώς θα κινηθεί η οικονομία κατά τους θερινούς μήνες και σαφώς από τον χρόνο οριστικής εξόδου της οικονομίας από την πανδημική κρίση. Ωστόσο, τα παραπάνω ευρήματα αναδεικνύουν μια εύθραυστη αγορά εργασίας όσον αφορά την απασχόληση, στην οποία ο κίνδυνος η άρση της αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων να οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας είναι υψηλός. Συνεπώς, θα πρέπει άμεσα να σχεδιαστούν παρεμβάσεις που να στοχεύουν στην προστασία της απασχόλησης έως ότου ομαλοποιηθεί η λειτουργία της οικονομίας και σταθεροποιηθεί η ανάκαμψή της».
Ανεργία. Η πτώση του ποσοστού ανεργίας έχει αρχίσει να εξασθενεί ήδη από το β’ τρίμηνο του 2019, αρκετό διάστημα δηλαδή πριν από την πανδημική κρίση. Ταυτόχρονα, η εξέλιξη του ποσοστού κενών θέσεων εργασίας είναι καθοδική. Πιο απλά, από το δεύτερο τρίμηνο του 2019 και έπειτα η οικονομία έχει σταματήσει να απορροφά τον αριθμό των ανέργων με τον ίδιο ρυθμό. Ειδικότερα, το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του 2020 το φαινόμενο αυτό ήταν εντονότερο, όπως αποτυπώνεται στην εξέλιξη του ποσοστού των κενών θέσεων εργασίας. Επί της ουσίας, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας είναι ιδιαίτερα περιορισμένη σε σχέση με τις ανάγκες της κοινωνίας και της οικονομίας.
Απασχόληση. Οι προοπτικές όσον αφορά την απασχόληση ήταν αβέβαιες πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Το 2019 το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα ήταν ίσο με 56,4%, βελτιωμένο σε σχέση με το 2018 κατά 1,5 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ στην ΕΕ το ποσοστό απασχόλησης ήταν ίσο με 68,5%, βελτιωμένο το αντίστοιχο διάστημα κατά 0,7%. Η Ελλάδα παρουσίαζε ήδη πριν την πανδημική κρίση μια τάση μεγαλύτερης βελτίωσης σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, αλλά η απόκλιση μεταξύ των μεγεθών ήταν πολύ μεγάλη. Το 2020 το ποσοστό απασχόλησης στην Ελλάδα μειώθηκε το β’ τρίμηνο σε 56%, ενώ το δ’ τρίμηνο ήταν ίσο με 56,3%, όταν το ίδιο τρίμηνο του 2019 ήταν ίσο με 56,6%.
Πηγή ΟΤ