Υπήρξαν πολλές ιστορίες επιτυχίας που αναδύθηκαν από τα συντρίμμια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως συνήθως γίνεται μετά από μεγάλες καταστροφές. Λίγες όμως ήταν αυτές που, 75 χρόνια μετά, εξακολουθούν να αντέχουν στον χρόνο. Ακόμα λιγότερες εκείνες που έμειναν αναλλοίωτες στο πέρασμά του. Η Vespa είναι αναμφισβήτητα μία από αυτές. Το επιβεβαιώνουν τα απολύτως χειροπιαστά 19 εκατομμύρια πωλήσεις που συμπλήρωσε τον προηγούμενο Απρίλιο αλλά και η κάπως αυθαίρετη όσο και απολύτως αληθής κοινή αντίληψη ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στον πλανήτη που δεν θα αναγνώριζε το χαρακτηριστικό όσο και επαναστατικό σκαρί της με τις πλούσιες καμπύλες και την αψεγάδιαστη ιταλική φινέτσα. Και αυτό θα ίσχυε είτε ο παρατηρητής είναι 6 ή 106 ετών είτε το δίτροχο «αντικείμενο» με τα διακριτικά Vespa προέρχεται από το πρόσφατο παρόν ή από το απώτερο παρελθόν του αειθαλούς μοντέλου.
Ενα αστέρι γεννιέται
Το… παρελθόν της ξεκίνησε τυπικά στις 22 Απριλίου 1946, ημερομηνία κατά την οποία η εταιρεία του Enrico Piaggio κατέθεσε στις ιταλικές αρμόδιες αρχές αίτηση για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας αυτού που μετέπειτα θα συνδεόταν όσο λίγα προϊόντα με τo αεί παντοδύναμο ιταλικό design αλλά και την ανεμελιά της μεταπολεμικής περιόδου. Ουσιαστικά ωστόσο η Vespa οφείλει την ύπαρξή της στον ίδιο τον πόλεμο.
Η επόμενη ημέρα βρίσκει την Ιταλία καθημαγμένη από Γερμανούς και Συμμάχους και το αυτό ισχύει και για τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της Piaggio στην Pontedera της Πίζα, όπου κατασκευάζεται αδιαλείπτως μέχρι και σήμερα η Vespa. Πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου το εργοστάσιο κατασκεύαζε αεροσκάφη. Η κατάσταση των εγκαταστάσεων όσο και οι πολύ διαφορετικές επιταγές της εποχής επέβαλλαν ταχεία αλλαγή πλεύσης. Κάπως έτσι ο ομολογουμένως ευρηματικός Enrico Piaggio, θα σκαλίσει στα απομεινάρια και στις στάχτες αναζητώντας να δημιουργήσει ένα προσιτό, λαϊκό μέσο μεταφοράς που θα αντιπαρερχόταν το κατεστραμμένο οδικό δίκτυο και θα εξυπηρετούσε τις πάμπολλες ανάγκες κινητικότητας μιας χώρας σε πλήρη ανοικοδόμηση.
Οσο για το πολεμικό… απομεινάρι που αποτέλεσε την έμπνευση για τη Vespa, ήταν το ανάλογης αντίληψης αλλά στρατιωτικής χρήσης Cushman, ένα δίτροχο που κατασκευαζόταν στη μακρινή Nebraska και που με σημερινούς όρους θα χαρακτηριζόταν ως scooter. Το εν λόγω στρατιωτικό όχημα όντας αρκετά ελαφρύ και compact συνόδευε τους αλεξιπτωτιστές στις ρίψεις τους, αναλαμβάνοντας τις μετακινήσεις τους στα εκάστοτε πεδία των μαχών. Βέβαια ως τυπικό στρατιωτικό όχημα το Cushman αρκούνταν στα απολύτως απαραίτητα, χωρίς καμία διάθεση να γοητεύσει.
Ο άνθρωπος που μισούσε τους δύο τροχούς
Αντιθέτως ο Piaggio ως γνήσιος ιταλός bon vivant, απόγονος βιομηχάνων, έδειξε εξαρχής να γνωρίζει τι κάνει τη διαφορά. Μετά από ένα πρωτότυπο το οποίο έμεινε στην ιστορία ως Paperino MP5 και το οποίο δεν διέθετε το ανοιχτό πλαίσιο της Vespa, ο Piaggio θα απευθυνθεί στον Corradino d’ Ascanio, μηχανικό με ειδίκευση στα ελικόπτερα αλλά και μια αποτυχημένη απόπειρα scooter στο ενεργητικό του. Η αποτυχημένη απόπειρα ήταν η εξίσου διάσημη, κυρίως για την ιστορική της αξία, Lambretta και το αίτημα του Piaggio προς τον D’ Ascanio να δημιουργήσει ένα ανάλογο δίτροχο με ανοιχτό πλαίσιο το οποίο στις μεταπολεμικές συνθήκες λειψανδρίας θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και οι γυναίκες χωρίς να ταράξουν τα χρηστά ήθη μιας τότε βαρέως καθολικής Ιταλίας. Κρίσιμη λεπτομέρεια, ο D’ Ascanio σιχαινόταν τα δίτροχα. Μισούσε όσο τίποτα τη λάσπη που εκτοξευόταν στο παντελόνι του από τον δρόμο, τα γράσα από την αλυσίδα και τη συνήθη τραχύτητα του συγκεκριμένου μεταφορικού μέσου – τουλάχιστον μέχρι τότε.
Και ακριβώς επειδή μισούσε όλα τα παραπάνω κατέληξε σε έναν σχεδιασμό που είχε τοποθετημένο τον κινητήρα στον πίσω τροχό, καταργούσε τη συμβατική καδένα προς όφελος ενός ενσωματωμένου συστήματος μετάδοσης που δεν θα λέρωνε με γράσα τον αναβάτη, διέθετε χειροκίνητο συμπλέκτη τοποθετημένο στην αριστερή μανέτα για ευκολία στη χρήση και κυρίως όλα τα παραπάνω «κρύβονταν» κάτω από ένα μονοκόμματο, ανοιχτό πλαίσιο το οποίο προφύλασσε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους επιβαίνοντες από τους σκονισμένους ιταλικούς δρόμους αλλά και από τα… συνήθη λιπαρά παράγωγα της διαδικασίας μετάδοσης της κίνησης. Για την ιστορία, αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τις καινοτομίες που εισήγαγε στον κόσμο των μετέπειτα scooter, o D’ Ascanio δεν συμπάθησε ποτέ τα δίτροχα, δηλώνοντας μέχρι τα βαθιά του γεράματα – πέθανε το 1981 σε ηλικία 90 ετών – κάπως απογοητευμένος που όλοι τον θεωρούσαν πατέρα των σύγχρονων scooter αντί πατέρα των ελικοπτέρων, τομέα όπου αν και σημείωσε λαμπρή πορεία, επισκιαζόταν πάντα από την επιτυχία του στον κόσμο των δύο τροχών.
«Διακοπές στη Ρώμη»
Αν και η διαδρομή της Vespa και του Piaggio από εκείνο το ομολογουμένως πρωτοποριακό σχέδιο μέχρι την απόλυτη καθιέρωση, περίπου μια επταετία αργότερα, δεν ήταν ακριβώς στρωμένη με ροδοπέταλα, ο ιταλός επιχειρηματίας ήταν εξόχως οξυδερκής και σε ό,τι αφορά τις τακτικές marketing.
Αν ανατρέξει κανείς στην επίσημη ιστορία της Vespa με αφορμή και την έκθεση Vespitazzevi, η οποία θα φιλοξενείται έως και τα τέλη Σεπτεμβρίου στο Museo Piaggio όντας επισκέψιμη και ψηφιακά, θα διαπιστώσει ότι η εταιρεία μνημονεύει ως ένα από τα κομβικά σημεία στη πολύχρονη διαδρομή της ιταλικής σφήκας την εμφάνισή της στην κλασική ταινία «Διακοπές στη Ρώμη». Ο λόγος φυσικά για τη διάσημη σκήνη της ταινίας του William Wyler όπου η Audrey Hepburn σε ρόλο ινκόγκνιτο πριγκίπισσας με τάσεις φυγής καβαλάει μια Vespa με συνεπιβάτη έναν σαστισμένο Gregory Peck, παίρνοντας, με απαράμιλλα χαριτωμένη αδεξιότητα, σβάρνα τη μισή Ρώμη σε μια βόλτα που έμελλε να γίνει συνώνυμο της ανεμελιάς αλλά και να απογειώσει τη φήμη της Vespa.
Ενδεικτικά, οι πωλήσεις της Vespa μετά από εκείνη την εμφάνιση στην ταινία του 1953 διπλασιάστηκαν φτάνοντας τις 100.000 ετησίως. Από τότε ο Piaggio επεδίωκε σταθερά αυτού του είδους τη χολιγουντιανών προδιαγραφών προβολή, με τη Vespa να έχει στο ενεργητικό της ενσταντανέ με πολλούς διάσημους επιβαίνοντες, μεταξύ των οποίων ο Marlon Brando, o Dean Martin ή ακόμα και ο Charlton Heston, ο οποίος σε ένα αστείο φωτογραφικό στιγμιότυπο έχει αποτυπωθεί να μετακινείται ανάμεσα στα set της ταινίας «Ben Hur», επίσης του William Wyler, πάνω σε μια Vespa όντας ενδεδυμένος με πλήρη «ρωμαϊκή» εξάρτυση, ήτοι χλαμύδα και σανδάλι.
Στο πάνθεον
Κάπως έτσι ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 η Vespa, η οποία εν τω μεταξύ έχει εξελιχθεί, κατασκευάζεται σε Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Βέλγιο και Ισπανία, αποκτώντας το status ενός συμβόλου ελευθερίας χάρη και στην εξαιρετικά ζωντανή «παροικία» των Mods, της πιο στυλιζαρισμένης (έναντι των ροκάδων) βρετανικής νεολαίας που αποθέωσε την απαστράπτουσα γοητεία της.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 η Piaggio έχει περάσει στον έλεγχο του ομίλου Fiat και υπό τη σιδηρά πυγμή του Agnelli η Vespa παράγεται σε χώρες όπως η Ινδία, η Βραζιλία και η Ινδονησία, ενώ ήδη από καταβολής της γνωρίζει ιδιαίτερη επιτυχία και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, αν και όχι ως Vespa αλλά με τα διακριτικά αμερικανών εισαγωγέων λόγω της μάλλον σταθερής δυσανεξίας των Αμερικανών σε ξένα προϊόντα. Τη δεκαετία του ’70 η Vespa διασχίζει και τα σύνορα της Ινδίας, ενώ στην Ευρώπη το μότο «chi Vespa mangia le mele» (όποιος έχει Vespa τρώει τα μήλα) συνδέει το ιταλικό scooter με τον απαγορευμένο καρπό σε μια παράδοξη καμπάνια που θα αφήσει εποχή με τη χαριτωμένη αμφισημία της και το κοινό από τη μία να απορεί και από την άλλη να είναι βέβαιο για τη σημασία της σχέσης της Vespa με τα μήλα.
Από τότε μέχρι σήμερα ο παγκόσμιος χάρτης με τις διαδρομές της Vespa έχει αλλάξει πολλές φορές, με την Piaggio, ανάλογα και με την εκάστοτε οικονομική της κατάσταση, να αποσύρει αλλά και να επαναλανσάρει τη Vespa ανά διαστήματα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αυτό που δεν έχει αλλάξει είναι όσα συμβολίζει. Ετσι, αν και πλέον η Vespa στη σύγχρονη εποχή διατίθεται σε μια ευρεία γκάμα επιλογών που να συνάδουν απολύτως με τις σημερινές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της αμιγώς ηλεκτρικής Vespa Elettrica, εκείνοι που την επιλέγουν δείχνουν πρωτίστως να επιλέγουν το status του απόλυτου ιταλικού μύθου, μια ιστορία επιτυχίας που αποδεικνύει τον εαυτό της με μόλις μια ματιά στις καλογραμμένες και αειθαλείς καμπύλες της Vespa.