Η συνάντηση των G7 την επόμενη Παρασκευή από διάφορες πλευρές έχει θεωρηθεί κρίσιμη. Κυρίως γιατί θα είναι τμήμα μιας μεγάλης διεθνούς περιοδείας του Τζο Μπάιντεν που κατάληξη θα έχει τη συνάντησή του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν, από την οποία θα εξαρτηθούν αρκετά σε σχέση με το πώς θα εξελιχθεί αυτό που από διάφορες πλευρές έχει περιγραφεί ως ο «Νέος Ψυχρός Πόλεμος» (ο οποίος εκτός όλων των άλλων είχε ως αποτέλεσμα και την αποπομπή της Ρωσίας μετά το 2014 και την επιστροφή στο σχήμα G7 αντί για το G8 των προηγούμενων ετών που είχε συμβολικά επικυρώσει τη ρωσική στροφή στον καπιταλισμό).
Τμήμα αυτής της περιοδείας, τόσο η πρώτη παρουσία του Μπάιντεν σε Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ όσο η πρώτη συνάντηση ουσιαστικά σε επίπεδο κορυφής ανάμεσα στη νέα κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ένωση, με δεδομένες τις εντάσεις που είχαν υπάρξει στις αμερικανοευρωπαϊκές σχέσεις στην περίοδο Τραμπ, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να επενδύουν στην εικόνα μιας «κοινής γραμμής».
Και βέβαια για τους οικοδεσπότες, δηλαδή την βρετανική κυβέρνηση υπό τον Μπόρις Τζόνσον η συνάντηση των G7 είναι μια ευκαιρία να δείξουν ότι η έξοδος από την ΕΕ απελευθέρωσε τη δυνατότητα της Βρετανίας να λειτουργεί ως πραγματική «μεγάλη δύναμη».
Όμως, την ίδια στιγμή, σε ένα ίσως πιο αφηρημένο επίπεδο, είναι και μια ευκαιρία για να αναμετρηθούν οι χώρες του G7 με τα πραγματικά όρια που έχει σήμερα αυτό που κάποτε ήταν οι «δυτικές οικονομίες».
Το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ
Οι χώρες του G7 εκπροσωπούν σήμερα το 40% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Το ποσοστό ακούγεται εντυπωσιακό, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάποτε εκπροσωπούσαν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ. Στη δεκαετία του 1970 το αντίστοιχο ποσοστό πλησίαζε το 80%.
Η διαφορά αυτή αποτυπώνει μία από τις μεγαλύτερες σκιές πάνω από το G7. Ένα πολύ μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας απλώς δεν εκπροσωπείται σε μια τέτοια συνάντηση. Αρκεί να αναλογιστούμε την απουσία της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη, της Κίνας, αλλά και χωρών όπως η Ρωσία, η Βραζιλία ή η Νότια Κορέα.
Στην πραγματικότητα, εάν θέλαμε να μιλήσουμε για ένα «αντιπροσωπευτικό φόρουμ», αυτό θα ήταν πολύ περισσότερο οι συναντήσεις των G20 που αντιπροσωπεύουν πολύ περισσότερο τους κρίσιμους κρίκους της παγκόσμιας οικονομίας.
Η δυσκολία της Δύσης να ηγηθεί
Το μεγάλο ερώτημα είναι εάν και κατά πόσο εάν αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε η «Δύση», έννοια πολιτική και όχι προφανώς γεωγραφική, είναι ακόμη σε θέση να ηγηθεί του κόσμου, ή τουλάχιστον ενός σημαντικού μέρους του.
Γιατί η προοπτική νέων διαιρέσεων και γεωπολιτικών αντιπαλοτήτων, κυρίως απέναντι στη Ρωσία και την Κίνα, προϋποθέτει ότι ο αντίπαλος συνασπισμός θα μπορεί να εκπροσωπήσει ένα ευρύτερο φάσμα χωρών και αιτημάτων.
Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι οι χώρες του G7 όντως μπορούν να εκπροσωπήσουν μια μορφή «ηγεσίας». Όμως, από τα μεγάλα προβλήματα με τον προστατευτικό εξοπλισμό, μέχρι το ίδιο το γεγονός ότι τελικά τόσο η Κίνα όσο και άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας φάνηκαν πιο αποτελεσματικές στην αντιμετώπιση της πανδημίας, η Δύση έχασε την ευκαιρία στην πανδημία.
Η αποτυχία να εξασφαλιστούν αρκετά εμβόλια για τις αναπτυσσόμενες χώρες, που έχουν χαμηλά ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης, παράγοντας που αποτελεί κρίσιμη πλευρά της ανησυχίας για την πανδημία, επίσης καταδεικνύει την αδυναμία της Δύσης να έχει ηγετικό ρόλο.
Την ίδια στιγμή βασική πλευρά της κινεζικής προπαγάνδας αυτή την περίοδο είναι ότι η Δύση βρίσκεται αντιμέτωπη με την παρακμή της και αυτό εξηγεί τις επιλογές της.
Ακόμη και αποφάσεις όπως η συμφωνία όπως η επιβολή κοινού φορολογικού συντελεστή, που αποφάσισαν οι υπουργοί οικονομικών του G7, περισσότερο παραπέμπει στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος που η ίδια η κυρίαρχη λογική εντός των G7 δημιούργησε τις προηγούμενες δεκαετίες, παρά για μια κίνηση που θα «αλλάξει τον πλανήτη».
Η ανάδυση εναλλακτικών φόρουμ και μορφές αποσύνδεσης
Παράλληλα αναδύονται και εναλλακτικά πεδία συνάντησης, όπου κυριαρχούν ακριβώς οι χώρες που δεν συμμετέχουν στο G7.
Το Διεθνές Οικονομικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης, ήταν από αυτή την άποψη ενδεικτικό του τρόπου που η Ρωσία (και ως έναν βαθμό η Κίνα) βλέπει την προοπτική μιας «Ευρασιατικής ολοκλήρωσης». Η ανάδειξη της σημασίας του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης, η έμφαση σε μεγάλους μεταφορικούς διαδρόμους, τόσο χερσαίους όσο και θαλάσσιους, αλλά και η έμφαση σε ζητήματα επενδύσεων και συνεργασίας σε κλίμακα Ευρασίας, δείχνουν μια κατεύθυνση.
Ενδεικτική πάντως και των σημαντικών αλλαγών και η ανακοίνωση της επικεφαλής του Ρωσικού Εθνικού Ταμείου Πλούτου (πρακτικά του Ρωσικού sovereign fund), ότι εγκαταλείπει το δολάριο, επαναφέροντας στο προσκήνιο τη συζήτηση για τη σταδιακή «αποδολαριoποίηση» αρκετών οικονομιών. Στο ίδιο πλαίσιο και η πρόοδος που υπάρχει στη διαμόρφωση εναλλακτικών συστημάτων πληρωμών που θα παράκαμπταν τυχόν αποπομπή – μέσω αμερικανικών κυρώσεων – χωρών από το σύστημα SWIFT.
Η διαρκής πρόκληση της πολυμερούς συνεργασίας
Την ίδια ώρα, παρά την προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα κλίμα ότι πλέον το διεθνές σύστημα σταδιακά θα επιστρέψει σε μια συνθήκη «συστημικής πόλωσης» ανάμεσα στη «Δύση» και τους αντιπάλους της, οι μεγάλες παγκόσμιες προκλήσεις διαρκώς κατατείνουν προς την ανάγκη πολυμερούς συνεργασίας. Από την πανδημία και την πρόκληση του πραγματικού παγκόσμιου εμβολιασμού μέχρι την κλιματική αλλαγή όπου η απάντηση μόνο παγκόσμια μπορεί να είναι. Το εάν και κατά πόσο η συνάντηση στην Κορνουάλλη θα συμβάλει πραγματικά σε αυτά ή στο βάθεμα των σημερινών διαιρέσεων, είναι κάτι που θα το δούμε σύντομα.