«Η αριστερή πολιτική είναι ακινητοποιημένη στο επίπεδο της θεωρίας, άρα και της πρακτικής, από την ιδέα ότι πρέπει να περνά τον χρόνο της ψάχνοντας στα σπλάχνα του παρόντος για σημάδια καταστροφής και σωτηρίας».
T.J. Clark
Μεταπανδημική αισιοδοξία, μεταπανδημικός πεσιμισμός, ως εάν η κανονικότητα να μπορούσε να αντιληφθεί το «αδύνατο», ή ως εάν το «αδύνατο» να είναι ακόμη η ουτοπία.
Τότε, τον Μάη του ’68, οι νέοι «ζητούσαν το αδύνατο». Σήμερα – όσοι απ’ αυτούς δεν έγιναν «στελέχη» – θρηνολογούν στις εφημερίδες.
Διάβαζα ότι μόνον «ιστορικού χαρακτήρα πολιτικά σφάλματα» θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις μεταπανδημικές προοπτικές. Μακάρι! Τα ιστορικά σφάλματα όμως έχουν γίνει ήδη από τους πολιτικούς. Το ότι η τηλεόραση, φερειπείν, «κράτησε» τον κόσμο μέσα, χρυσώνοντας τους αλλεπάλληλους εγκλεισμούς, άλλοτε διασκεδάζοντάς τον με τα (χωρίς μάσκες) πρωινάδικα και άλλοτε τρομοκρατώντας τον με τις Εντατικές, live, δείχνει ότι έχει συντελεστεί το μέγιστο (αναπόφευκτο;) πολιτικό σφάλμα: η «έκσταση της επικοινωνίας» – για να μιλήσω με τους όρους του Μποντριγιάρ. Αυτό σημαίνει ότι η μιντιακή διάσταση της ζωής όχι μόνον είναι κοινωνικότερη του κοινωνικού, αλλά την ίδια στιγμή οδηγεί την κοινωνία στην ολοκληρωτική αδιαφορία για το περιεχόμενό της: την «κοινωνία».
Η «ομορφότερη εικόνα του 20ου αιώνα» – ένας άνθρωπος καθισμένος και συλλογισμένος, μια μέρα απεργίας, μπροστά στην τηλεόραση – δεν είναι πλέον πρόβλεψη ενός περίεργου γάλλου διανοούμενου, αλλά συνθήκη υγειονομική, πολιτικά επιβεβλημένη. Διότι «αυτό που προετοίμαζε τους ανθρώπους στον μη ολοκληρωτικό κόσμο για την ολοκληρωτική εξουσία: η αποξένωση ως καθημερινό βίωμα», όπως έγραφε η Αρεντ το ’49, επιτεύχθηκε ήδη, με τον πιο παράδοξο τρόπο: η αποξένωση εμφανίζεται (ηλεκτρονικά) ως η αποτελεσματικότερη συμμετοχή. Το πολιτικό αυτό σφάλμα μιας απολιτικοποιημένης πολιτικής συμμετοχής, καμία μεταπανδημική προοπτική δεν θα το επανορθώσει, αφού κάθε «προοπτική» εγγράφεται στο «πολιτικό σφάλμα», a priori.
Το μήνυμα που δίνει το τέλος της πανδημίας είναι κατά τη γνώμη μου το ξεκίνημα της επόμενης. Κανέναν Γκέιτς και κανέναν Μπουρλά δεν περιμένω να με «πληροφορήσει» επακριβώς.
Ξέρει – δεν ξέρει, απαντά στα πλαίσια της εγγενούς αοριστίας του συστήματος.
Τους έχω ήδη (νοερά) διαβεβαιώσει ότι δεν μπορώ να ξεφύγω από το στίγμα της εποχής: την επιθυμία μιας «βούλησης για γνώση», που οι καραντίνες και οι απαγορεύσεις την επιτείνουν κάνοντάς με περισσότερο πολιτικά απολιτικό απ’ όσο θα ήθελε ο Τόμας Μαν στους «Στοχασμούς ενός απολιτικού».
Γνωρίζω πλέον εκ πείρας πως και η μεταπανδημική εποχή θα είναι μια ακόμη περίοδος έκτακτης ανάγκης, αν όχι πραγματικής, πάντως προσομοιωμένης – που είναι πολιτικά και το αποτελεσματικότερο. Η επιδημία είναι μια ακόμη πολιτική έννοια που προετοιμάζει το νέο έδαφος της παγκόσμιας πολιτικής. Μία διαίρεση, ένας εμφύλιος παγκόσμιος πόλεμος.
Και οι νέοι; Θα μας στείλουν τον λογαριασμό; Θα τον στείλουν, διότι με σχεδόν ανύπαρκτο τον κίνδυνο της θνητότητάς τους, μαντρώθηκαν για ν’ ακούν στην τηλεόραση τους αστέρες της επιδημιολογίας να «συμβουλεύουν» μπρος από τη βιβλιοθήκη τους ή τα εικονίσματα του Χρηστού και της Παναγίας. Η νεότητα «μιμείται εκείνη την επικράτεια για την οποία η ζωή δεν δίνει την παραμικρή ιδέα»: τον θάνατο, γράφει ο Γιόζεφ Μπρόντσκι. Τη ζωή, επιμένω εγώ.