Με αφορμή το αποτρόπαιο έγκλημα στα Γλυκά Νερά, το οποίο ήρθε σε συνέχεια σειράς άλλων εγκλημάτων, ξεκίνησε πάλι έντονα η δημόσια συζήτηση για την – οργανωμένη ή μη – εγκληματικότητα στη χώρα μας. Ιδίως εγκλήματα όπως το συγκεκριμένο εντείνουν τον φόβο και την ανησυχία κάθε πολίτη, καθώς καθένας μας αυτομάτως σκέφτεται ότι θα μπορούσε να είναι στη θέση των θυμάτων. Ωστόσο η συζήτηση εστιάζεται κατά κύριο λόγο στην ανάγκη αυστηροποίησης των ποινών. Είναι, όμως, αυτή η σωστή απάντηση στο πρόβλημα; Ή είναι απλά μέρος του γενικότερου ζητήματος που πρέπει να μας απασχολήσει;
Ηδη από το καλοκαίρι του 2019 τέθηκε σε ισχύ ο νέος Ποινικός Κώδικας και ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, κατόπιν πολυετούς επεξεργασίας από νομοπαρασκευαστικές επιτροπές. Ως βασική καινοτομία του νέου Ποινικού Κώδικα παρουσιάστηκε, και πράγματι έτσι φιλοδοξούσε να είναι, η επιβολή μικρότερων ποινών που όμως θα εκτίονται, έστω εν μέρει. Αυτό θα απαντούσε στο αίσθημα ατιμωρησίας που επικρατεί στη χώρα μας για πολλά έτη, όπου επιβάλλονται ποινές (ακόμα και ποινές ετών) οι οποίες όμως δεν εκτίονται, λόγω των θεσμών αναστολής και μετατροπής που υπήρχαν. Και αυτό δεν αφορούσε μόνο τη βαριά εγκληματικότητα, όπου εκεί το ζήτημα ήταν κυρίως ο πραγματικός χρόνος έκτισης ποινής αλλά και ο χρόνος εκδίκασης της υπόθεσης, αλλά και την ελαφρότερη, όπου κάποιος μπορεί να σκοτώσει εξ αμελείας, ή να εκδίδει κατά σύστημα ακάλυπτες επιταγές, αλλά να μην εκτίει ούτε μία ημέρα φυλάκισης, ακόμα και όταν του επιβάλλονταν αρκετά έτη ποινή φυλάκισης. Δυστυχώς, ο βασικός αυτός στόχος του νέου Ποινικού Κώδικα δεν έχει μέχρι σήμερα επιτευχθεί. Αυτό οφείλεται σε σειρά λόγων, όπως π.χ. σε ό,τι αφορά τα πλημμελήματα, ότι ακόμα εκδικάζονται πράξεις που είχαν τελεστεί πριν την έναρξη ισχύος του νέου Ποινικού Κώδικα, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν εφαρμογής οι ευνοϊκότερες διατάξεις του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα.
Ωστόσο, και στις πράξεις που τελέστηκαν μετά το καλοκαίρι του 2019 τα δικαστήρια διστάζουν μέχρι τώρα να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες που τους δίνει ο νέος Ποινικός Κώδικας, όπως της εν μέρει έκτισης της επιβληθείσας ποινής, πιθανότατα λόγω της διαμορφωμένης κουλτούρας όλα αυτά τα χρόνια να μη φυλακίζονται κατηγορούμενοι για πλημμελήματα. Βεβαίως, σε ό,τι αφορά τα κακουργήματα, όπως ήδη αναφέρθηκε, η συζήτηση επικεντρώνεται στον πραγματικό χρόνο έκτισης της ποινής, στον χρόνο εκδίκασής τους καθώς και στη δυνατότητα επιβολής μικρότερων ποινών, ακόμα και για ανθρωποκτονίες, βάσει συγκεκριμένων αλλαγών που έγιναν στο νέο Ποινικό Κώδικα.
Σε κάθε περίπτωση, το αίσθημα ατιμωρησίας παραμένει και, εξ όσων έχει ανακοινωθεί, υπάρχει αρμόδια επιτροπή στο υπουργείο Δικαιοσύνης που αναμένεται να προτείνει παρεμβάσεις στον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα.
Ωστόσο, η απάντηση στο πρόβλημα της εγκληματικότητας δεν περνά μόνο, ούτε ίσως κατά κύριο λόγο, μέσα από την αυστηροποίηση των ποινών. Αλλωστε, σε χώρες με πολύ αυστηρές ποινές, ακόμα και με τη θανατική ποινή εν ισχύι, η εμπειρία δείχνει ότι η εγκληματικότητα ανθεί. Αλλά και αντίστροφα, σε χώρες με επιεικές ποινικό σύστημα, η εγκληματικότητα είναι πολύ περιορισμένη (όπως π.χ. στον Καναδά). Η απάντηση, λοιπόν, στο πρόβλημα βρίσκεται αλλού: στην επάρκεια/αποτελεσματικότητα των διωκτικών αρχών, στην αποτελεσματικότητα του σωφρονιστικού συστήματος και, βεβαίως, σε κοινωνιολογικά και οικονομικά δεδομένα. Σε ό,τι αφορά τα τελευταία, αποτελούν μέρος άλλης συζήτησης και σίγουρα πιο μακρόπνοου σχεδιασμού και παρεμβάσεων. Σε ό,τι αφορά, όμως, τα δύο πρώτα, υπάρχουν πολλά που μπορούν να γίνουν και σχετικά άμεσα. Ξεκινώντας από την προτεραιοποίηση, ως στόχου, της ανάγκης καταστολής του εγκλήματος, και ιδίως του οργανωμένου. Η πρόσφατη πρωτοβουλία του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μιχ. Χρυσοχοΐδη να καταθέσει στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου φάκελο με στοιχεία για εκατοντάδες υπόπτους για συμμετοχή στο οργανωμένο έγκλημα, συμβολίζει μια τέτοια προτεραιοποίηση. Ενώ μπορεί να αποφέρει και σημαντικά πρακτικά αποτελέσματα, αν περιέχει ουσιαστικά και συγκεκριμένα στοιχεία. Αλλωστε, έχουμε αντίστοιχα το παράδειγμα της Ιταλίας, όπου βρίσκεται σε εξέλιξη δίκη με περισσότερους από 350 κατηγορουμένους της μαφίας. Μπορεί, λοιπόν, η ελληνική αστυνομία, με την αξιοποίηση και των σύγχρονων μέσων που έχει στη διάθεσή της, να περιορίσει σημαντικά το βαρύ έγκλημα, εφόσον εργαστεί συστηματικά.
Περαιτέρω, είναι αναγκαίες άμεσες τομές στο σωφρονιστικό μας σύστημα, εξυπακούεται πάντα με σεβασμό στην προσωπικότητα του ανθρώπου. Ειδήσεις που απασχολούν την επικαιρότητα, όπως π.χ. ότι σπείρα επίορκων ιατρών πιστοποιούσε ανύπαρκτες αναπηρίες για να αποφυλακίζονται ισοβίτες, δεν εκπλήσσουν τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Οπως επίσης είναι γνωστό, εδώ και πολλά χρόνια, ότι το οργανωμένο έγκλημα αναπτύσσεται και εξελίσσεται και μέσα στις φυλακές, έχοντας πλοκάμια εκτός αυτών. Πώς, λοιπόν, κάτι τόσο ευρέως γνωστό εξακολουθεί να υφίσταται, σε τόσο ελεγχόμενους χώρους όπως είναι οι φυλακές; Επομένως πρέπει η Πολιτεία να λάβει σημαντικές πρωτοβουλίες εξυγίανσης και εξορθολογισμού του σωφρονιστικού συστήματος.
Οσο υπάρχει ο άνθρωπος θα υπάρχει και το έγκλημα. Αυτό είναι μοιραίο δυστυχώς. Αυτό που δεν είναι μοιραίο είναι η έκταση που θα επιτρέπουμε ως κοινωνία να αναπτύσσεται. Σε ό,τι αφορά την τιμώρηση του εγκλήματος, την απάντηση την έχει δώσει ο Cesare Beccaria το μακρινό 1764, αναφέροντας ότι «Κάθε ποινή, για να μη γίνεται καταδυναστεία ενός ή πολλών, κατά ενός συγκεκριμένου πολίτη, πρέπει πάντα να είναι δημόσια, ταχεία, αναγκαία, μετριωτάτη, όσο το δυνατόν σύμφωνα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ανάλογη με το αδίκημα, και ορισμένη ρητώς από τους νόμους». Αυτόν τον στόχο πρέπει να επιτύχουμε. Παράλληλα, όμως, με αυτόν θα πρέπει να καταγράψουμε σημαντικές επιδόσεις στους τομείς της πρόληψης και του σωφρονισμού.
Ο κ. Δημήτρης Αναστασόπουλος είναι σύμβουλος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.