Από το πρώτο πανδημικό κύμα του νέου κορωνοϊού – εκείνο το α’ εξάμηνο του 2020, που, με όσα έχουμε ζήσει, μοιάζει τόσο μακρινό σαν να έχει περάσει… ένας αιώνας – είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι η νόσος που προκαλεί ο SARS-CoV-2 μπορεί να είναι «σαρωτική» και άκρως επίμονη: ασθενείς που εθεωρείτο ότι είχαν πλέον αναρρώσει από την COVID-19 συνέχιζαν να αναφέρουν συμπτώματα μήνες μετά το αρνητικό τεστ για ύπαρξη του ιού εντός τους, πολλές φορές τόσο εξουθενωτικά που τους καθιστούσαν ανίκανους να ζήσουν φυσιολογικά.
Τότε, στην αρχή της πανδημίας, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν ότι μάλλον τα «απόνερα» της νόσου αποτελούσαν κατά κύριο λόγο παιχνίδια του μυαλού των αναρρωσάντων, ότι ήταν ιδέα τους πως υπέφεραν – ορισμένες φορές από πλήθος συμπτωμάτων ταυτοχρόνως. Σταδιακά όμως άρχισε να αποδεικνύεται ότι τα μακροπρόθεσμα συμπτώματα αφορούσαν όχι μόνο το μυαλό αλλά και πλήθος άλλων οργάνων του σώματος των ασθενών. Διότι η συστημική αυτή νόσος φαίνεται ότι σε ουκ ολίγους επιβιώσαντες αφήνει την «υπογραφή» της επί μακρόν (για την ακρίβεια, δεν γνωρίζουμε καν για πόσο διάστημα, αφού δεν έχει παρέλθει ικανός χρόνος ώστε να διαπιστώσουμε αν η «υπογραφή» αυτή θα είναι σε κάποιους ανεξίτηλη).
Συγκεντρωτικά δεδομένα
Την τεράστια απειλή που μπορεί να αποτελέσει η μακρά COVID (long COVID) για ασθενείς και συστήματα Υγείας ανά τον κόσμο καταδεικνύει μια από τις μεγαλύτερες μετα-αναλύσεις μελετών που έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα σχετικά με το θέμα, η οποία δημοσιεύτηκε πριν από μερικές ημέρες (συγκεκριμένα στις 26 Μαΐου) στην επιθεώρηση «JAMA Network Open» από ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. Από την ανάλυση προέκυψε ότι ποσοστό μεγαλύτερο του 70% των ασθενών με COVID-19 – οι περισσότεροι εκ των οποίων είχε χρειαστεί να νοσηλευτούν – ανέφεραν τουλάχιστον ένα σύμπτωμα που συνέχιζε να τους ταλαιπωρεί έως και μισό χρόνο μετά την αρχική διάγνωσή τους. Συνολικά 84 (!) διαφορετικά συμπτώματα δηλώθηκαν από ασθενείς, γεγονός που αποδεικνύει ότι η COVID-19 «χτυπά» ασταμάτητα και αδιακρίτως. Τόσο ώστε οι ερευνητές πίσω από τη νέα μελέτη, που μίλησαν στο ΒΗΜΑ-Science, να εκφράζουν φόβους ότι ακόμη και όταν αφήσουμε την κορωνο-πανδημία επισήμως πίσω μας, πιθανώς κάτω από αυτή θα συνεχίζει να «βράζει» μια συνεχιζόμενη πανδημία μακράς COVID, η οποία θα απαιτεί ειδικές κλινικές και συστηματική παρακολούθηση των επιβιωσάντων στα χρόνια που έρχονται.
Δεν είναι τυχαίο ότι προσφάτως τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας των ΗΠΑ (ΝΙΗ) ανακοίνωσαν μια νέα πρωτοβουλία για τη μελέτη της μακράς COVID, την οποία χρηματοδοτούν με 1,15 δισ. δολάρια. Διότι αν ακόμα και ένα μέρος των ατόμων που νόσησαν με COVID-19 χρειαστεί συνεχή φροντίδα, τότε το επιπλέον βάρος για τα συστήματα Υγείας θα είναι τεράστιο, όπως ανέφερε στο ΒΗΜΑ-Science ο κύριος συγγραφέας της νέας μελέτης, καθηγητής Ιατρικής, Επιδημιολογίας και Πληθυσμιακής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ Στίβεν Γκούντμαν. «Αν ποσοστό της τάξεως του 70% των ασθενών με μέτρια ως σοβαρή COVID-19 εμφανίζουν συμπτώματα που επιμένουν, τότε μιλάμε για έναν τεράστιο αριθμό» σημείωσε. Για τον λόγο αυτόν, άλλωστε, και ο δρ Γκούντμαν με την ομάδα του έχουν υποβάλει αίτηση ώστε να λάβουν μέρος της χρηματοδότησης των ΝΙΗ για τη μακρά COVID, προκειμένου να συμβάλουν στο να «φωτιστεί» αυτή η αθέατη πλευρά της νόσου, η οποία, ως φαίνεται, θα μας στοιχειώσει στο – άμεσο και πιθανότατα και στο απώτερο – μέλλον. Εκείνο που επιθυμούν κυρίως να «φωτίσουν» είναι πόσο τελικώς διαρκούν τα συμπτώματα της μακράς COVID, καθώς και πόσοι ασθενείς ανακτούν πλήρως την υγεία τους και ύστερα από πόσο διάστημα.
Καταγραφή και ποσοτικοποίηση
Γιατί όμως οι ερευνητές του Στάνφορντ θεώρησαν ότι χρειάζεται μια τέτοια μετα-ανάλυση; Διότι, όπως εξήγησε στο ΒΗΜΑ-Science η πρώτη συγγραφέας της, απόφοιτη του Τμήματος Επιδημιολογίας του Στάνφορντ Ταχμίνα Νάσερι, «βλέπαμε ήδη από το τέλος του καλοκαιριού του 2020 ότι εμφανίζονταν ολοένα και περισσότερες ειδήσεις αλλά και επιστημονικά άρθρα που σχολίαζαν την πιθανή ύπαρξη μακροπρόθεσμων συμπτωμάτων της COVID-19. Ωστόσο στα άρθρα αυτά δεν υπήρχε ενδελεχής ανάλυση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας που να δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως το πλήρες εύρος των συμπτωμάτων, οι ηλικιακές ομάδες ασθενών που εμφανίζουν μακρά COVID, αλλά και η βαρύτητα της νόσου τους. Επίσης θελήσαμε να πάμε ένα βήμα πιο πέρα και να παράσχουμε μεθοδολογικές συστάσεις προς τους ερευνητές που θα ασχοληθούν με το θέμα στο μέλλον, ώστε να γίνει καλύτερη καταγραφή και ποσοτικοποίηση των μακροπρόθεσμων συμπτωμάτων σε σύγκριση με αυτή που έχουμε σήμερα στα χέρια μας. Ετσι διεξαγάγαμε μια από τις μεγαλύτερες συστηματικές ανασκοπήσεις της βιβλιογραφίας για τη μακρά COVID που έχουν γίνει ως σήμερα».
Για να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους οι ερευνητές συνέλεξαν και ανέλυσαν αποτελέσματα 45 διαφορετικών μελετών που δημοσιεύτηκαν μεταξύ του Ιανουαρίου του 2020 και του Μαρτίου του 2021 (δεν περιλαμβανόταν κάποια ελληνική μελέτη, όπως μας ενημέρωσαν). Στις μελέτες είχαν συμπεριληφθεί συνολικά 9.751 ασθενείς που διαγνώστηκαν με COVID-19, το 83% εκ των οποίων χρειάστηκε νοσηλεία. Ο δρ Γκούντμαν διευκρίνισε ότι «αποτελεί περιορισμό της μετα-ανάλυσής μας το γεγονός ότι οι περισσότεροι ασθενείς τους οποίους περιέλαβαν οι μελέτες που αναλύθηκαν χρειάστηκαν νοσηλεία. Αυτό όμως συνέβη επειδή υπάρχουν ως σήμερα διαθέσιμες πολύ λίγες μελέτες για τα μακροπρόθεσμα συμπτώματα σε ασθενείς με ήπια COVID-19. Ωστόσο, από δύο μελέτες που αφορούσαν 214 εξωνοσοκομειακούς ασθενείς προέκυψε ότι και σε αυτή την ομάδα υπήρχε μεγάλη συχνότητα επίμονων συμπτωμάτων».
Επίμονο «αποτύπωμα»
Πώς ορίζονται τα επίμονα συμπτώματα; Ποια είναι η διάρκειά τους; Σύμφωνα με την κυρία Νάσερι, «η διάρκεια παρακολούθησης των ασθενών διέφερε μεταξύ μελετών. Το μίνιμουμ της διάρκειας παρακολούθησης προκειμένου μια μελέτη να συμπεριληφθεί στην ανάλυσή μας ήταν οι δύο μήνες από τη στιγμή εμφάνισης συμπτωμάτων, διάγνωσης ή νοσηλείας ή οι τουλάχιστον 30 ημέρες μετά την έξοδο από το νοσοκομείο για τους νοσηλευομένους ή την ανάρρωση από την οξεία φάση της νόσου για τους εξωνοσοκομειακούς ασθενείς. Στις περισσότερες μελέτες οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν επί τρεις μήνες το μέγιστο, ωστόσο σε λίγες μελέτες η παρακολούθηση διήρκεσε έξι μήνες».
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η μετά COVID εποχή πιθανότατα θα αφήσει ένα πολύ έντονο «αποτύπωμα» στην υγεία εκατομμυρίων ανθρώπων. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι το 72,5% των συμμετεχόντων στις μελέτες ανέφεραν τουλάχιστον ένα επίμονο σύμπτωμα – τα ποσοστά ήταν μάλιστα αντίστοιχα και στις δύο μελέτες στις οποίες οι ασθενείς παρακολουθήθηκαν επί έξι μήνες. Μάλιστα τα δεκάδες διαφορετικά συμπτώματα που δηλώθηκαν από τους ίδιους τους ασθενείς μαρτυρούν ότι πλήθος διαφορετικών συστημάτων του ανθρώπινου οργανισμού πλήττεται μακροπρόθεσμα από την COVID-19, συμπεριλαμβανομένων του καρδιαγγειακού, του αναπνευστικού, του νευρομυϊκού, του κυκλοφορικού και του ανοσοποιητικού συστήματος.
Τα πιο συχνά εμφανιζόμενα συμπτώματα ήταν η δύσπνοια, η κόπωση, η εξάντληση και τα προβλήματα ύπνου. Σύμφωνα με την κυρία Νάσερι, «οι αριθμοί ήταν σοκαριστικοί, ιδίως σε ό,τι αφορούσε την κόπωση και τη δύσπνοια. Τα συμπτώματα σε κάποιες περιπτώσεις ήταν τόσο έντονα, ώστε οι ασθενείς ανέφεραν ότι δεν μπορούσαν να ανέβουν ούτε μερικά σκαλιά». Περίπου 4 στους 10 ασθενείς δήλωσαν ότι ένιωθαν συνεχή κόπωση, 36% εμφάνιζαν δύσπνοια και 29% διαταραχές στον ύπνο. Συχνά συμπτώματα ήταν επίσης η κατάθλιψη και το άγχος, οι γενικευμένοι πόνοι και η δυσφορία – αφορούσαν περίπου 2 στους 10 ασθενείς. Επίσης 1 στους 4 ασθενείς ανέφερε αδυναμία συγκέντρωσης, ένα σύμπτωμα που είναι γνωστό ως «ομίχλη εγκεφάλου».
Ολιστική προσέγγιση
Ολα αυτά αποδεικνύουν, κατά τον καθηγητή Γκούντμαν, ότι «η μακρά COVID υπάρχει και είναι συχνή. Γνωρίζαμε ήδη πως σε ό,τι αφορά την οξεία φάση της νόσου, αυτή πλήττει πολλά όργανα, ότι πρόκειται για μια πολυσυστημική ασθένεια. Τώρα τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η COVID-19 έχει μια μακροπρόθεσμη πολυσυστημική επίδραση εκτός από την οξεία επίδρασή της».
Μιλάμε λοιπόν για μια νέα επερχόμενη… πανδημία της πανδημίας; «Κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό» απάντησε ο δρ Γκούντμαν.«Για αυτό και χρειάζεται να αρχίσουμε να φροντίζουμε τους ασθενείς με επίμονα επί μακρόν συμπτώματα σε κλινικές που θα έχουν μια ολιστική προσέγγιση για το συγκεκριμένο θέμα – οι ασθενείς δεν πρέπει να καταφεύγουν σε πολλούς και διαφορετικούς γιατρούς ανάλογα με το εκάστοτε σύμπτωμά τους. Και πρέπει επίσης να κάνουμε έρευνα σχετικά με πιθανές θεραπείες που θα στοχεύουν ταυτοχρόνως διαφορετικά συμπτώματα με κοινά αίτια».
Εως ότου υπάρξει αυτή η ολιστική προσέγγιση, αυτή η «ομπρέλα» φροντίδας και θεραπείας για τους ολοένα και αυξανόμενους ασθενείς με μακρά COVID, εκείνοι τι πρέπει να πράξουν; Πρέπει να υποβάλλονται σε κάποιες συγκεκριμένες εξετάσεις αν εμφανίζουν επίμονα συμπτώματα μετά την ανάρρωσή τους από την οξεία φάση της νόσου; Μήπως πρέπει όλοι οι ασθενείς που αναρρώνουν από COVID-19 να υποβάλλονται σε σειρά εξετάσεων; Και αν ναι, μετά από πόσο διάστημα από την αρχική διάγνωση; ρωτήσαμε τον καθηγητή. Οπως απάντησε, «αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε αρκετά πράγματα ώστε να προχωρήσουμε σε συγκεκριμένες συστάσεις και κυρίως για τα άτομα που αναρρώνουν και δεν αναφέρουν μακροπρόθεσμα συμπτώματα. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι, τουλάχιστον για την ώρα, δεν έχουμε διαθέσιμες συγκεκριμένες θεραπείες ενάντια στα συμπτώματα της μακράς COVID. Ωστόσο, τόσο η γνώση μας όσο και η δυνατότητα θεραπείας της μακράς COVID μπορεί να αλλάξουν σύντομα χάρη στους ταχύτατους ρυθμούς με τους οποίους προχωρεί η έρευνα. Αυτό που μπορούμε να συμβουλεύσουμε οποιονδήποτε παρουσιάζει επίμονα συμπτώματα μετά το πέρας της οξείας φάσης της νόσου – είτε η νόσος ήταν ήπια είτε σοβαρή – είναι να έλθει αμέσως σε επαφή με τον γιατρό του».
Κλείνοντας ο καθηγητής Γκούντμαν θέλησε να επιστήσει την προσοχή όλων και κυρίως των αρμοδίων ανά τον κόσμο μπροστά στο «τσουνάμι» της μακράς COVID που φαίνεται να έρχεται και απειλεί να μας… σαρώσει. «Στην αρχή της πανδημίας αγνοούσαμε πλήρως τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της νόσου. Τώρα πια όμως το ερώτημα δεν είναι αν η μακρά COVID είναι πραγματική, αλλά πόσο μεγάλη απειλή αποτελεί. Και ανησυχούμε πολύ για τις ανά τον κόσμο πολιτικές που ακολουθούνται, οι οποίες επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά στα ποσοστά θνητότητας και στην προστασία όσων κινδυνεύουν περισσότερο από την οξεία νόσο. Ολες αυτές οι πολιτικές δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους το τι προκαλεί τελικώς η COVID-19 σε εκείνους που καταφέρνουν να επιβιώσουν. Αυτή θα είναι η επόμενη μεγάλη πρόκληση».
Aπαιτούνται καλύτερα σχεδιασμένες μελέτες
Οι μέχρι τώρα μελέτες για τη μακρά COVID εμφανίζουν προβλήματα στον σχεδιασμό τους και καθώς η long COVID φαίνεται ότι θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον, απαιτούνται άμεσα καλύτερα σχεδιασμένες μελέτες που θα δώσουν και σαφέστερες απαντήσεις. Αυτό μας ανέφεραν οι δύο ερευνητές που διεξήγαγαν τη μεγάλη μετα-ανάλυση σχετικά με το φλέγον ζήτημα. «Ενα από τα βασικότερα προβλήματα των μελετών που αναλύσαμε ήταν το ζήτημα της διατήρησης των εθελοντών του δείγματος για μεγάλο διάστημα – μόνο σε 15 μελέτες το αρχικό δείγμα διατηρούνταν για μακροπρόθεσμη παρακολούθηση σε ποσοστό άνω του 80% και μόνο σε 6 μελέτες το ποσοστό διατήρησης ήταν άνω του 90%. Επιπροσθέτως, ορισμένες μελέτες δεν χρησιμοποιούσαν τυποποιημένες κλίμακες ώστε να γίνεται η σωστή μέτρηση και καταγραφή των συμπτωμάτων, γεγονός που καθιστούσε δύσκολη τη σύγκριση της συχνότητας εμφάνισης των συμπτωμάτων μεταξύ μελετών» εξήγησε η κυρία Νάσερι.
Ο καθηγητής Γκούντμαν συμπλήρωσε ότι «ένα άλλο σημαντικό ζήτημα ήταν ότι οι περισσότερες μελέτες δεν περιελάμβαναν μια ομάδα εθελοντών αρνητικών στoν νέο κορωνοϊό, ώστε να μπορεί να γίνει σύγκριση μεταξύ των δύο ομάδων. Για αυτόν τον λόγο και δεν μπορούμε να πούμε αυτή τη στιμή με σιγουριά πόσα από τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν από τους εθελοντές οφείλονταν πράγματι στην COVID-19 και πόσα σε προβλήματα υγείας που οι εθελοντές εμφάνιζαν προτού μολυνθούν με τον νέο κορωνοϊό ή οφείλονταν στις πρωτόγνωρες συνθήκες εγκλεισμού που όλοι βιώσαμε με τα λοκντάουν. Για παράδειγμα, πολλοί συμμετέχοντες στις μελέτες που είχαν νοσήσει με COVID-19 ανέφεραν συμπτώματα κατάθλιψης και διαταραχών του ύπνου μέσα στην τελευταία χρονιά – ωστόσο δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι τέτοιου είδους συμπτώματα οφείλονταν αποκλειστικώς στη νόσο. Από την άλλη πλευρά, συμπτώματα όπως η δύσπνοια ή η κόπωση είναι πολύ πιθανότερο να έχουν τη ρίζα τους στην COVID-19 σε πολύ μεγάλο ποσοστό των ασθενών».
Μάλιστα, προκειμένου να διεξαχθούν το συντομότερο δυνατόν καλύτερα σχεδιασμένες μελέτες για τη μακρά COVID, οι ειδικοί του Στάνφορντ απηύθυναν στη μετα-ανάλυσή τους συγκεκριμένες συστάσεις προς τους ερευνητές που θα ασχοληθούν στο μέλλον με το θέμα.
Το top 12 των συμπτωμάτων
- Κόπωση: 40%
- Δύσπνοια: 36%
- Διαταραχές του ύπνου: 29%
- Απώλεια μνήμης: 28,3%
- Ανοσμία: 23,6%
- Αγχος: 22,1%
- Δυσκολία στη συγκέντρωση: 22%
- Γνωστικές διαταραχές: 17,6%
- Βήχας: 16,9%
- Αγευσία: 15,6%
- Κατάθλιψη: 14,9%
- Ατυπος πόνος στο στέρνο: 13,1%
*Τα ποσοστά αναφέρονται στο πόσα άτομα συνέχιζαν να εμφανίζουν συμπτώματα της νόσου τουλάχιστον δύο μήνες μετά τη διάγνωση ή τουλάχιστον 30 ημέρες μετά την έξοδο από το νοσοκομείο για τους νοσηλευομένους ή μετά την ανάρρωση από την οξεία φάση της νόσου για τους εξωνοσοκομειακούς ασθενείς. Πηγή: Stanford University/JAMA Network Open.