Τι μπορεί, αλήθεια, να προκύψει από τη συνάντηση κορυφής του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 14 Ιουνίου; Αυτό είναι το ερώτημα που απασχολεί όσους παρακολουθούν στενά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πόσο κομβική θα μπορούσε να αποδειχθεί αυτή η επαφή, η τρίτη μεταξύ των δύο ηγετών από το 2019 και εντεύθεν;
Είναι αρκετοί όσοι εκτιμούν ότι η συνάντηση των Βρυξελλών είναι, εκ των προτέρων, χαμένος χρόνος. Πέραν των εύκολων αναλύσεων στα μέσα ενημέρωσης, την άποψη αυτή έχουν εκφράσει ακόμη και στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών. Η εκτίμησή τους είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει τίποτα να συζητήσει με έναν επιθετικό γείτονα και ότι, ίσως, «ο χρόνος δουλεύει υπέρ της». Δεν αποκλείεται να είναι οι ίδιοι άνθρωποι που εθελοτυφλούσαν, πιστεύοντας ότι ο χρόνος δουλεύει υπέρ της Λευκωσίας και της Αθήνας στο Κυπριακό. Οσο τα πιστεύουν βέβαια αυτά, η άλλη πλευρά αποπειράται να δημιουργήσει τετελεσμένα επί της… θαλάσσης.
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι συνομιλίες με την Τουρκία είναι – και θα συνεχίσουν να είναι – πάρα πολύ δύσκολες. Θα απαιτηθούν γερά νεύρα και αντοχές, καθώς και έμπνευση. Η συζήτηση των δύο ηγετών οφείλει να είναι όσο πιο ειλικρινής γίνεται, ώστε όλοι να γνωρίζουν τα όρια όλων. Απατώνται δε όσοι πιστεύουν ότι η κυβέρνηση και προσωπικά ο Πρωθυπουργός δεν έχουν καταστήσει απολύτως σαφείς τις ελληνικές «κόκκινες γραμμές» τόσο προς την Αγκυρα όσο και προς τους συμμάχους. Αυτό είναι κάτι που έχει μετρηθεί και στην άλλη πλευρά του Αιγαίου.
Για να ευδοκιμήσει ένας διάλογος, όσο δύσκολος κι αν είναι, θα απαιτηθεί η διαμόρφωση κάποιου είδους κλίματος εμπιστοσύνης και ηρεμίας. Η μόνη λύση για κάτι τέτοιο είναι η αμοιβαία αποδοχή ενός μορατόριουμ, το οποίο να ακολουθεί το πρότυπο εκείνου που διαμορφώθηκε με το Πρακτικό της Βέρνης στις 11 Νοεμβρίου του 1976 μεταξύ του Ιωάννη Τζούνη και του Σουάτ Μπιλγκέ. Οι συνθήκες δεν είναι φυσικά παρόμοιες. Πολλά έχουν αλλάξει. Χωρίς όμως ένα «πάγωμα του χρόνου», συνθήκες ουσιαστικού διαλόγου δεν θα μπορέσουν να υπάρξουν. Ισως δε αυτό το μορατόριουμ να πρέπει να καλύπτει γεωγραφικά όχι μόνο το Αιγαίο αλλά και την Ανατολική Μεσόγειο, εντάσσοντας σε αυτό και την Κύπρο.
Η Αθήνα είχε επιδιώξει να πείσει για την αναγκαιότητα ενός μορατόριουμ ήδη από την περίφημη «Τριμερή του Βερολίνου», τον Ιούλιο του 2020. Η Τουρκία δεν το δέχθηκε – οι σχεδιασμοί της ήταν, τότε, άλλοι. Η Γερμανία έδειξε γρήγορα την αδυναμία της να αποτελέσει έντιμο διαμεσολαβητή, αποδεικνύοντας μάλιστα μόλις πριν από λίγες ημέρες ότι δεν αντιλαμβάνεται πόσο «πέφτουν οι μετοχές της» στην Αθήνα μετά και τη νέα άρνησή της να προσκαλέσει την Ελλάδα στη Διάσκεψη του Βερολίνου για τη Λιβύη. Ισως ο πλέον κατάλληλος για να προωθήσει ένα μορατόριουμ να είναι ο ισχυρός σύμμαχος πέραν του Ατλαντικού. Δεν είναι όμως σαφές αν έχει και ο ίδιος ακόμη κατασταλάξει τι θέλει να κάνει με την Αγκυρα…