Αν θα έπρεπε να συνοψίσω σε τέσσερις αρχές τις προϋποθέσεις για επιτυχή συμμετοχή μιας χώρας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, θα πρότεινα επιγραμματικά (και κατ’ ανάγκη αξιωματικά) τις παρακάτω:

  • Η ενεργητική στάση είναι πάντοτε αποδοτικότερη επιλογή από την παθητική/αμυντική στάση.
  • Το μεγαλύτερο όπλο μιας χώρας δεν είναι η δυνατή φωνή, αλλά η αξιοπιστία σε όλα τα επίπεδα.
  • Αντί για την προβολή της ιδιαιτερότητας, η αναζήτηση νέας ή αναθεωρημένης ευρωπαϊκής πολιτικής αποτελεί αποτελεσματικότερη επιλογή.
  • Η ενεργή συμμετοχή και η αναζήτηση συμμαχιών σε όλα τα ζητήματα, σε όλα τα στάδια λήψης απόφασης και σε όλους τους θεσμούς, διακρατικούς και υπερεθνικούς, αποτελεί προϋπόθεση.

Η Ελλάδα είναι βέβαια ο πρωθυπουργός και η ελληνική κυβέρνηση στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια και τα Συμβούλια Υπουργών, είναι όμως και οι ευρωβουλευτές και τα κόμματα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είναι και όσοι καταλαμβάνουν θέσεις στα διάφορα όργανα, με στόχο και αρμοδιότητα ευρωπαϊκή, κατεξοχήν δε μεταξύ αυτών οι επίτροποι. Ο ρόλος τους και η λογοδοσία τους είναι ευρωπαϊκά, δεν αντιπροσωπεύουν τη χώρα τους, αλλά δεν χάνουν βέβαια την εθνική τους ταυτότητα. Αντίθετα, έλκουν την αξιοπιστία τους από τη χώρα που προέρχονται, αλλά και της προσδίδουν αξιοπιστία.

Μεταξύ των ελληνίδων και ελλήνων επιτρόπων, ήταν πολλές και πολλοί εκείνοι που έπαιξαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη χάραξη και την εφαρμογή πολιτικών. Το ίδιο, σε ασφαλώς χαμηλότερο και κυμαινόμενο βαθμό, ισχύει και για όσες και όσους βρέθηκαν σε θέσεις-κλειδιά στις υπηρεσίες των κοινοτικών οργάνων. Θα σταθώ σε δύο πολιτικές, στη διαμόρφωση των οποίων είχα τη μεγάλη τύχη να έχω ενεργή παρουσία.

Η πρώτη είναι η πολιτική για την οικονομική και κοινωνική συνοχή. Δεν είναι διόλου υπερβολή να αναφερθεί ότι η πολιτική αυτή φέρνει ακέραιη την υπογραφή του τότε έλληνα επιτρόπου. Ο Γρηγόρης Βάρφης αναλαμβάνει επίτροπος στην πρώτη Επιτροπή του J. Delors, αρμόδιος για την Περιφερειακή Πολιτική αρχικά και για τον συντονισμό των διαρθρωτικών πολιτικών αργότερα. Το σύνολο των εσωτερικών κειμένων, οι Ανακοινώσεις της Επιτροπής, οι Προτάσεις Αποφάσεων κ.λπ. γράφτηκαν από τον ίδιο τον Γρ. Βάρφη, με τη συμβολή φυσικά όλων όσοι ήμασταν στο γραφείο του, όπως και κάποιων στελεχών της Επιτροπής, αρκετά χαμηλόβαθμων τότε, με σημαντική παρουσία αργότερα. Ο J. Delors του είχε μεγάλη εμπιστοσύνη, αλλά τόσο οι προτάσεις όσο και η διαπραγμάτευση που ακολούθησε ήταν έργο δικό του και των συνεργατών του (έχω στο αρχείο μου όλα τα κείμενα που πείθουν περί αυτού) και ήταν δική του επιλογή να μη διεκδικήσει την πατρότητα, πιστεύοντας – και σωστά – ότι η υπογραφή Delors θα είναι πολύ αποτελεσματικότερη.

Το κύριο χαρακτηριστικό, η μεγάλη επιτυχία της «συνοχής», δεν ήταν μόνο, ούτε και κυρίως, οι δύο αλλεπάλληλοι διπλασιασμοί των πόρων, με την Ελλάδα να εισπράττει όλα αυτά τα χρόνια (ανά κάτοικο) τη μερίδα του λέοντος. Το σημαντικότερο στοιχείο ήταν η αρχή που έγινε γνωστή ως «εταιρική σχέση», βάσει της οποίας η ανάπτυξη των λιγότερο αναπτυγμένων κρατών και περιφερειών αποτελεί στόχο, όχι μόνο των εθνικών αρχών, αλλά και τη ίδιας της Κοινότητας / Ενωσης. Δεν πρόκειται απλώς για αλληλεγγύη, αλλά για από κοινού στόχευση. Δεν είναι τυχαίο ότι η μετέπειτα κυρίαρχη ανάλυση της ΕΕ ως πολυ-επίπεδης διακυβέρνησης στο σημείο αυτό ακριβώς έχει την αφετηρία της.

Η δεύτερη πολιτική που θα ήθελα να σκιαγραφήσω είναι η πολιτική της έρευνας και της καινοτομίας. Στις αρχές του 21ου αιώνα η ΕΕ αναγνωρίζει την ανάγκη ενεργητικής προσέγγισης της αναπτυξιακής της πολιτικής και θεωρεί ότι αυτή μπορεί να γίνει μόνο μέσω της έμφασης στο τρίγωνο της γνώσης – έρευνα, εκπαίδευση, καινοτομία. Τα προγράμματα-πλαίσιο για τη στήριξη της έρευνας υπήρχαν ήδη από τη δεκαετία του 1980, με σημαντική παρουσία της ελληνικής ερευνητικής κοινότητας, αλλά, μόλις το 2000 προτείνεται από την Επιτροπή η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Χώρου Ερευνας ως μια υβριδική ενιαία ερευνητική πολιτική. Ο υπογράφων, ως γενικός διευθυντής Ερευνας, καλούμαι να κινήσω τον μηχανισμό της Επιτροπής προς αυτή την κατεύθυνση. Η λεγόμενη γραμμική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία η βασική έρευνα καταλήγει σταδιακά στην καινοτομία και μέσω αυτής στην ανάπτυξη, δίνει τη θέση της στη σημασία της γνώσης σε όλες της τις πτυχές.

Κορωνίδα αποτελεί η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Ερευνας, ενός κατεξοχήν «ομοσπονδιακού» θεσμού, η ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία του οποίου δεν στηρίζεται στη συνεργασία διεθνικών ερευνητικών ομάδων, αλλά ακριβώς στο ότι το ευρωπαϊκό επίπεδο επιτρέπει και επιβάλλει εκείνον τον ανταγωνισμό που οδηγεί στην αριστεία. Ως πρώτος πρόεδρος εκλέγεται από την ίδια την επιστημονική κοινότητα ο Φώτης Καφάτος. Ο Ευρωπαϊκός Χώρος Ερευνας και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας σηματοδοτούν μείζονα στροφή της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η Ελλάδα είναι παρούσα σε αυτή τη διαδικασία και, άλλωστε, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ερευνας αποτελεί το μοντέλο επί του οποίου στήνεται το 2016 το ΕΛΙΔΕΚ, η πρώτη και μόνη μέχρι στιγμής εθνική προσπάθεια χρηματοδότησης της ερευνητικής δραστηριότητας.

*Ο καθηγητής Αχιλλέας Μητσός διετέλεσε διευθυντής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1985 και γενικός διευθυντής την περίοδο 2000 έως 2005. Ειδικός σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ.