Μια συμμαχία που περιλαμβάνει κόμματα από την αριστερά μέχρι την άκρα δεξιά και από εκπροσώπους των Αράβων του Ισραήλ μέχρι οπαδούς της θέσης ότι δεν πρέπει ποτέ να αποκτήσουν οι Παλαιστίνιοι οποιαδήποτε κρατική αναγνώριση, σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπόδειγμα «προγραμματικής σύγκλισης».
Όμως, στο σημερινό πολιτικό τοπίο του Ισραήλ κατορθώνει να διαθέτει ένα συνεκτικό στοιχείο που μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμο: την επιθυμία να μπει τέλος στη μακρόχρονη παραμονή του Μπενιαμίν «Μπίμπι» Νετανιάχου στην πρωθυπουργία. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι πρωθυπουργός διαρκώς από το 2009, ενώ είχε διατελέσει πρωθυπουργός και ανάμεσα στο 1996 και το 1999.
Ταυτόχρονα, εκτιμάται ότι με αυτόν τον τρόπο θα μπει τέλος και σε μια βαθιά πολιτική κρίση που οδήγησε σε τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε διάστημα δύο ετών, όπου σε κάθε μία από αυτές το ερώτημα ήταν εάν θα επιβίωνε πολιτικά για άλλη μια φορά ή θα διαμορφωνόταν ένας εναλλακτικός πολιτικός συσχετισμός.
Το ιδιαίτερο εκλογικό σύστημα και ο πολιτικός κατακερματισμός στο Ισραήλ
Το εκλογικό σύστημα του Ισραήλ είναι μια παραλλαγή «ανόθευτης» απλής αναλογικής. H χώρα θεωρείται μία εκλογική περιφέρεια, δεν υπάρχει σταυρός προτίμησης αλλά λίστα που καθορίζουν τα κόμματα και για να εκλέξουν βουλευτές αρκεί ένα κόμμα να περάσει το όριο του 3,25%. Παρέχεται και η δυνατότητα διαμόρφωσης εκλογικών συνασπισμών, ενώ επιτρέπονται και συμφωνίες μεταξύ δύο κομμάτων για να αθροίζονται οι πλεονάζουσες ψήφοι τους και να οδηγούν το κόμμα με το μεγαλύτερο υπόλοιπο σε επιπλέον έδρα.
Αυτό το εκλογικό σύστημα έχει συμβάλει στο να είναι σχεδόν κανόνας οι κυβερνήσεις συνεργασίας, ενώ παράλληλα καθιστά σχετικά εύκολη ίδρυση νέων κομμάτων ή τις διασπάσεις κομμάτων αφού μπορούν σχετικά εύκολα να πιάσουν το εκλογικό όριο.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί πέραν των διαφόρων τάσεων που εντάσσονται στη σιωνιστική πολιτική παράδοση, υπάρχουν κόμματα που εκπροσωπούν τους υπερορθόδοξους Εβραίους, τους εποίκους, τους ανθρώπους που μετανάστευσαν από την πρώην Σοβιετική Ένωση, τις διάφορες παραλλαγές της ισραηλινής κεντροαριστεράς και αριστεράς, τους Άραβες / Παλαιστινίους του Ισραήλ, ενώ συχνή είναι η εμφάνιση νέων κομμάτων.
Η συσσωρευμένη δυσαρέσκεια για τον Νετανιάχου
Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου έχει σφραγίσει την πρόσφατη ιστορία του Ισραήλ, εάν αναλογιστούμε ότι κυβερνά διαρκώς από το 2009. Δεν είχε πρόβλημα να μετατοπίσει την πραγματική γραμμή του Ισραήλ για το Παλαιστινιακό σε κόμη πιο «σκληρή» γραμμή με αποκορύφωμα το σχέδιο προσάρτησης σημαντικού μέρους της Δυτικής Όχθης, αναβάθμισε ακόμη περισσότερο τη συνεργασία με τις ΗΠΑ, επενδύοντας μάλιστα ιδιαίτερα στην καλή σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ και κράτησε σκληρή γραμμή απέναντι στη Χαμάς αλλά και έκανε τα βήματα προσέγγισης με τις συντηρητικές μοναρχίες του Κόλπου, ενώ ταυτόχρονα αντιμετώπισε και την πανδημία. Σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσε την πολιτική ατζέντα του Ισραήλ και σε ζητήματα εσωτερικής και σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Όμως, την ίδια στιγμή βρέθηκε αντιμέτωπος με σημαντικές κατηγορίες και δικαστικές περιπέτειες για διαφθορά και από το 2019 είναι επισήμως διωκόμενος για παράβαση καθήκοντος, δωροληψία και απάτη, με τις κατηγορίες να αγγίζουν και τη σύζυγό του.
Πάνω από όλα ο Μπενιαμίν Νετανιάχου είχε αρχίσει να κουράζει και με το στυλ διακυβέρνησής του στο εσωτερικό και με τον τρόπο διαχείρισης του ίδιου του Μεσανατολικού στο εξωτερικό.
Στο εσωτερικό ένα ολόκληρο φάσμα από πολιτικούς, συχνά πρώην συνεργάτες του ή μέλη των κυβερνήσεών του, διεκδικούσαν επιτέλους περισσότερο χώρο για να ξεδιπλώσουν τα δικά τους πολιτικά σχέδια.
Στο εξωτερικό, φάνηκε ότι η μεγαλύτερη ίσως διπλωματική του επιτυχία, δηλαδή η συμπόρευση του μεγαλύτερου μέρους της «διεθνούς κοινότητας» στη δική του αντίληψη πρακτικά για μια «μη λύση» του Παλαιστινιακού, επίσης είχε φτάσει στα όρια της αποτελεσματικότητάς της.
Η σημασία της κυβερνητικής αλλαγής στις ΗΠΑ
Ο Νετανιάχου είχε επενδύσει ιδιαίτερα στην καλή σχέση που είχε με τον Ντόναλντ Τραμπ. Άλλωστε, μπορούσε εύκολα να ενσωματώσει στο συνολικότερο σχέδιο του μετώπου εναντίον του Ιράν και την υποστήριξη στο Ισραήλ. Την ίδια ώρα, ακριβώς επειδή η Ουάσιγκτον έδειχνε κατεξοχήν προσανατολισμένη στην οικοδόμηση αντι-ιρανικού άξονα, ο Νετανιάχου μπορούσε να εξασφαλίζει υποστήριξη στη δική του θέση για ειρήνευση στο Μεσανατολικό χωρίς επίλυση του Παλαιστινιακού, πιο σωστά με εξασφάλιση ότι ποτέ δεν θα λυθεί το Παλαιστιανιακό.
Όμως, όπως φάνηκε και στη διάρκεια των πρόσφατων συγκρούσεων με τη Χαμάς αλλά και αμέσως μετά από αυτές, τα πράγματα είναι πλέον πιο σύνθετα. Οι ΗΠΑ, που πλέον επικεντρώνουν περισσότερο στην στρατηγικό ανταγωνισμό με τη Ρωσία και την Κίνα, θέλουν να δουν βήματα πραγματικής προόδου. Και αυτό σημαίνει ότι η βασική στρατηγική επιλογή του Νετανιάχου, δηλαδή η διαρκής υπονόμευσης κάθε δυνατότητας για «λύση δύο κρατών», πλέον αντιμετωπίζεται ως ιδιαίτερα προβληματική στάση και εμπόδιο σε κάποιου τύπου πραγματική ειρηνευτική διαδικασία, ιδίως από τη στιγμή που διαπιστώθηκε η μεγάλη απήχηση και φόρτιση που διατηρεί το Παλαιστινιακό παγκοσμίως.
Η εμφανής απροθυμία της κυβέρνησης Μπάιντεν να λειτουργήσει ως μηχανισμός συνεχούς εξυπηρέτησης των επιδιώξεων του Νετανιάχου, σίγουρα ήταν και από τους παράγοντες που επέτειναν την αναζήτηση για πολιτική λύση και κυβέρνηση που να μην τον περιλαμβάνει.
Η ανάδειξη των προβλημάτων των Αράβων του Ισραήλ
Όπως είναι γνωστό την καθοριστική ψήφο για τη διαμόρφωση της νέας κυβερνητικής πλειοψηφία αναμένεται να τη δώσει η Αραβική Ενιαία Λίστα (Ra’am) του Μανσούρ Αμπάς, ένα σχηματισμός με περισσότερο συντηρητικό ισλαμικό προσανατολισμό και μεγάλη έμφαση στην εκπροσώπηση συγκεκριμένων αιτημάτων των Αράβων / Παλαιστινίων πολιτών του Ισραήλ, ενώ αποτελεί και κατεξοχήν εκφραστή των Βεδουίνων της Νεγκέβ.
Σε αυτές τις εκλογές το κόμμα κατέβηκε αυτόνομα, ενώ στις προηγούμενες ήταν τμήμα της κοινής λίστας με τα άλλα πιο «αριστερόστροφα» αραβικά κόμματα. Το κόμμα έκανε σκληρή διαπραγμάτευση, μιλώντας με όλες τις πλευρές, με σκοπό να εξασφαλίσει συγκεκριμένες δεσμεύσεις για τα προβλήματα των αράβων ισραηλινών πολιτών.
Η συμπερίληψη και των αραβικών κομμάτων στη συζήτηση για το σχηματισμό κυβέρνησης δεν έχει να κάνει μόνο με το βάθος της πολιτικής κρίσης και την αδυσώπητη εκλογική αριθμητική. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι η πρόσφατη αναζωπύρωση του Παλαιστινιακού συνδυάστηκε με κινητοποιήσεις και των Αράβων / Παλαιστινίων του Ισραήλ, που αποτελούν σχεδόν το 21% του πληθυσμού αλλά και συγκρούσεις με ακροδεξιούς εβραίους.
Σε αυτό το φόντο το ερώτημα εάν πρέπει να γίνουν τμήμα της πολιτικής διαδικασίας και να εξεταστούν πιο σοβαρά τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν επανήλθε στην επικαιρότητα ως επιτακτικό για όρους και εσωτερικής συνοχής του ίδιου του Ισραήλ.
Οι προοπτικές της νέας κυβέρνησης
Πέραν του αντιφατικού χαρακτήρα της σύνθεσής της, λίγα μπορεί κανείς να πει σε αυτή τη φάση για την πολιτική της νέας κυβέρνησης. Ο προαλειφόμενος για τη θέση του πρωθυπουργού στο πρώτο μισό της θητεία Ναφτάλι Μπένετ ήταν σύμβουλος του Νετανιάχου και στα περισσότερα θέματα πιο δεξιός από αυτόν, συμπεριλαμβανομένης και της στήριξής του στους εποίκους, ενώ είναι προφανώς και πιο δεξιός από τον θεωρούμενο ως κεντρώο Γιαΐρ Λαπίντ, τον αρχιτέκτονα της κυβερνητικής συνεργασίας, ο οποίος είχε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και θα αναλάβει, βάσει της συμφωνίας, την πρωθυπουργία στο δεύτερο μισό της θητείας.
Ωστόσο, ο Μπένετ αποδείχτηκε ιδιαίτερα ικανός διαπραγματευτής και εξασφάλισε αυτή τη θέση παρότι το κόμμα του έχει μόλις επτά έδρες στην Κνεσέτ. Από την άλλη, ο ίδιος ο συνασπισμός έχει ένα ευρύ φάσμα πολιτικών τοποθετήσεων που εκ πρώτης όψεως είναι μεταξύ τους συγκρουόμενες.
Όλα δείχνουν ότι σε πρώτη φάση η νέα κυβέρνηση θα αποφύγει να πάρει θέση στα ερωτήματα που τη διαιρούν και κυρίως να επικεντρώσει σε ζητήματα που αφορούν την κατάσταση της χώρας, την καθημερινότητα των πολιτών και ζητήματα όπως οι υποδομές. Ωστόσο, κάποια στιγμή θα κληθεί να πάρει θέση και στα μεγάλα ερωτήματα – ιδίως από τη στιγμή που καταγράφηκε μια έστω και μερικά αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από την τακτική Νετανιάχου – και εκεί θα κριθεί σε ποιο βαθμό αποτελεί συνέχεια της πολιτικής που εφαρμόστηκε μέχρι τώρα ή θα επιλέξει μια διαφορετική κατεύθυνση. Αυτό, σε τελική ανάλυση, θα δείξει εάν η απομάκρυνση του Νετανιάχου από την πρωθυπουργία θα μπορέσει να αποτελέσει έναν συνολικότερο καταλύτη για την πολιτική συζήτηση στο Ισραήλ.