Παρατηρώ τις τελευταίες μέρες τα μέσα που είναι φιλικά στον ΣΥΡΙΖΑ και στον Νίκο Παππά.
Έχουν επικεντρώσει ιδιαίτερα στο γεγονός ότι από έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδας που αφορούσε τη διαδρομή χρημάτων από άραβες επιχειρηματίες προς επιχειρήσεις της οικογένειας Καλογρίτσα, χρήματα που χρησιμοποιήθηκαν και στην προσπάθεια απόκτησης τηλεοπτικής άδειας, δεν προκύπτει καμία εμπλοκή του τότε αρμοδίου υπουργού Νίκου Παππά σε αυτή τη διαδρομή του χρήματος.
Μόνο που αυτό δεν είναι η ουσία του ζητήματος.
Ή για να το πω διαφορετικά: τέτοια έγγραφα μπορεί να έχουν μεγάλη σημασία στη διερεύνηση που κάνει μια προανακριτική επιτροπή, αλλά δεν έχουν την ίδια σημασία όταν μιλάμε για το πολιτικό πρόβλημα.
Και αυτό το πολιτικό πρόβλημα το προσπερνά και ο ίδιος ο Νίκος Παππάς και ο ΣΥΡΙΖΑ και διάφοροι «φλογεροί» αρθρογράφοι του.
Και το πρόβλημα αυτό αφορούσε την πολιτική της αριστεράς για τα ΜΜΕ όταν έγινε κυβέρνηση.
Και το γεγονός ότι η πολιτική της τότε κυβερνώσας Αριστεράς για τα ΜΜΕ δεν ήταν ακριβώς «αριστερή».
Και πριν βιαστείτε να μου πείτε ότι «ιδεολογικοποιώ» ένα θέμα όπως η ενημέρωση, σπεύδω να πω ότι εγώ αριστερή ή προοδευτική θεωρώ οποιαδήποτε τοποθέτηση διασφαλίζει στην ενημέρωση ένα περιβάλλον όπου υπάρχουν «κανόνες του παιχνιδιού» στην επιχειρηματική δράση, όπου τα μέσα ζουν από τις πωλήσεις και τις διαφημίσεις και όχι από «χορηγίες» ή «ενέσεις ρευστότητας» (γιατί τότε οι «χορηγοί» υπαγορεύουν και το περιεχόμενο), όπου υπάρχει πολυφωνία, όπου εξασφαλίζεται το δικαίωμα και η δυνατότητα των δημοσιογράφων να κάνουν τη δουλειά τους, δηλαδή να ενημερώνουν, να αποκαλύπτουν και να κάνουν κριτική.
Αυτό για παράδειγμα θα μπορούσε να εξειδικευτεί σε ένα τρίπτυχο που θα περιλάμβανε:
(α) τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο με διαδικασία αδειοδότησης που να επέτρεπε να μπορούν να υπάρχουν κανόνες και σαφείς όροι και για όσα κανάλια υπήρχαν και για όσες πραγματικές επενδύσεις μπορούσαν να γίνουν,
(β) αναβάθμιση των δημόσιων ΜΜΕ ώστε να λειτουργούν σε τελική ανάλυση ως σημείο αναφοράς συνολικά για την ενημέρωση και να «τραβούν» και τα ιδιωτικά σε ποιοτικότερη κατεύθυνση και
(γ) προσπάθεια τα «φιλικά» ή «κομματικά» ΜΜΕ του ΣΥΡΙΖΑ να αναβαθμιστούν (αυτονόητο δικαίωμα των πολιτικών χώρων να έχουν και «παραταξιακά ΜΜΕ).
Τι έκανε από όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ; Πολύ λίγα.
Γιατί δεν τον ενδιέφερε να φτιάξει το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο και να φέρει «κανόνες του παιχνιδιού». Ούτε καν τα «δικά» του ΜΜΕ δεν προσπάθησε να αναβαθμίσει ιδιαίτερα.
Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να αποκτήσει «φιλικό τηλεοπτικό κανάλι εθνικής εμβέλειας» και άρα να βρει επιχειρηματία που θα το έφτιαχνε.
Δηλαδή, από όλες τις αναλύσεις που έκανε για τα προβλήματα των ΜΜΕ, όταν ήταν αντιπολίτευση, το μόνο που κράτησε ήταν ότι κάθε κόμμα που κυβερνά, πρέπει να οργανώνει και τη δική του «διαπλοκή».
Και παράλληλα να αντιμετωπίζει τα κρατικά ΜΜΕ ως περίπου τσιφλίκι του.
Μόνο που αυτό απλώς δεν ήταν αριστερή πολιτική για τα ΜΜΕ.
Αυτό είναι το πολιτικό πρόβλημα με την υπόθεση Καλογρίτσα.
Γιατί ήταν σύμπτωμα αυτής της αντίληψης του ΣΥΡΙΖΑ για τα ΜΜΕ.
Γιατί ήταν η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να βρει επιχειρηματία που θα έφτιαχνε ένα φιλικό μέσο.
Και αυτό είναι από μόνο του ένα πολιτικό πρόβλημα και μάλιστα μεγάλο.
Και στο κέντρο αυτού του προβλήματος, είτε θέλει να το παραδεχτεί, είτε όχι, είναι ο Νίκος Παππάς.
Αυτός πήρε επάνω του συνολικά την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ για τα ΜΜΕ, είτε στις θεσμικές, είτε στις ουσιαστικές πλευρές της.
Και χρεώνεται την ανάλογη πολιτική ευθύνη.
Όπως και τη χρεώνεται και το κόμμα του.
Και τη χρεώνονται ακόμη.
Γιατί ακόμη και τώρα ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ο Νίκος Παππάς έχουν κάνει πραγματική αποτίμηση ή αυτοκριτική για αυτή την πολιτική, ούτε έχουν παραδεχτεί ότι ήταν τραγικά εσφαλμένη.
Και αυτό είναι πολύ κακό. Ίσως και χειρότερο από την «ποινική ευθύνη».
Γιατί η άρνηση αποτίμησης και αυτοκριτικής σημαίνει απλώς ότι τα λάθη θα επαναληφθούν.