Συνεχίζεται η πολιτική ανοχής στα χρέη με στόχο την αντιμετώπιση της πανδημίας. Παρουσιάζοντας το πακέτο του αποκαλούμενου «εαρινού εξαμήνου» που περιλαμβάνει συστάσεις για τη δημοσιονομική πολιτική προς όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόφσκις εξέφρασε την αισιοδοξία του, λέγοντας ότι «η ανάκαμψη βρίσκεται προ των πυλών και οι προοπτικές διαγράφονται πιο αισιόδοξες απ’ ότι θα εκτιμούσαμε μόλις πριν από λίγους μήνες». Ωστόσο, για να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται, θα πρέπει να παραμείνει σε ισχύ η αποκαλούμενη «ρήτρα γενικής διαφυγής» από τα σχολαστικά μέτρα του Συμφώνου Σταθερότητας.
«Επιβεβαιώνουμε ότι τα κράτη-μέλη δεν χρειάζεται να ανακαλέσουν τα μέτρα στήριξης στη δημοσιονομική τους πολιτική. Τα μέτρα παραμένουν σε ισχύ τόσο το 2021, όσο και το 2022», δηλώνει χαρακτηριστικά ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στα ευχάριστα νέα των ημερών περιλαμβάνεται και η διαπίστωση ότι το Ταμείο Ανάκαμψης μπορεί επιτέλους να προχωρήσει, καθώς έφθασε στις Βρυξέλλες η έγκριση χωρών, όπως η Αυστρία και η Ουγγαρία, που είχαν καθυστερήσει να επικυρώσουν την «κοινή ανάληψη χρέους» για τη χρηματοδότηση του Ταμείου. Ο Βάλντις Ντομπρόφσκις υπενθυμίζει ότι το Ταμείο Ανάκαμψης διαθέτει πόρους συνολικού ύψους 672,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, είτε ως επιδοτήσεις, είτε ως χαμηλότοκα δάνεια, και αναμένεται να εξασφαλίσει έναν πρόσθετο δείκτη ανάπτυξης +1,2% μέχρι το τέλος του 2022, δημιουργώντας παράλληλα 800.000 νέες θέσεις εργασίας.
«Εκκρεμεί η συζήτηση για ένα άλλο Σύμφωνο Σταθερότητας»
Εδώ όμως υπάρχει ένα άλλο ζήτημα: Ιδιαίτερα οι χώρες του Νότου επιμένουν στη συζήτηση για μία γενικότερη αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, που θα δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη και όχι στη δημοσιονομική πειθαρχία. Μιλώντας προ ημερών στην Βουλή ο Ιταλός πρωθυπουργός και πρώην διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δήλωσε χαρακτηριστικά: «Η Κομισιόν διατηρεί σε ισχύ τη ρήτρα γενικής διαφυγής, με στόχο της διευθέτηση της κρίσης, η οποία δεν αναμένεται πριν από το 2023. Κατά συνέπεια η συζήτηση για την αναθεώρηση των κανόνων του προϋπολογισμού παραμένει σε ισχύ. Θέλω να είμαι σαφής: Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας πρέπει να αλλάξουν, αλλά η ώρα για αυτή τη συζήτηση δεν έχει έρθει ακόμη».
Οι κύριοι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας προβλέπουν έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού που δεν ξεπερνά το 3% του ΑΕΠ και κρατικό χρέος που δεν υπερβαίνει το 60%. Από την άνοιξη του 2020 οι κανόνες αυτοί θεωρούνται «εκτός ισχύος», προκειμένου τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης να έχουν μεγαλύτερα περιθώρια χειρισμών και να μπορούν να παρέχουν οικονομική βοήθεια, να επιδοτούν την εργασία ή να χρηματοδοτούν φορολογικά κίνητρα με στόχο την ανάκαμψη. Εάν παρέμενε σε ισχύ ο σχολαστικός κανόνας του συμφώνου για το έλλειμμα του προϋπολογισμού, θα τον εκπλήρωναν σήμερα μόνο τρεις χώρες: η Δανία, η Σουηδία και η Βουλγαρία. Συνολικά 13 χώρες – μεταξύ αυτών και η Γερμανία – δεν τηρούν τους κανόνες του συμφώνου. Αλλά καθώς ισχύει ακόμη η «ρήτρα γενικής διαφυγής», η Κομισιόν έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να εκκινήσει διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος εναντίον αυτών των χωρών, όπως θα συνέβαινε σε άλλες εποχές.
Οι «συνήθεις συστάσεις» προς τη Γερμανία
Κατά συνέπεια η Κομισιόν θεωρεί τη σημερινή πολιτική ανοχής απέναντι στο χρέος ως μία εξαιρετική περίσταση που θα λάβει τέλος σύντομα, πιθανότατα το 2023. Αλλά ο Μάριο Ντράγκι φαίνεται να έχει διαφορετική άποψη: «Η δική μου εκτίμηση είναι πως οι σημερινοί κανόνες είναι ανεπαρκείς, ιδιαίτερα σε εποχές πανδημίας» τονίζει ο ίδιος. «Πρέπει να εστιάσουμε σε πολιτικές ανάπτυξης, εάν θέλουμε να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών».
Όσο για τις συστάσεις της Κομισιόν προς τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, παραμένουν οι ίδιες για μία ακόμη χρονιά: οι Βρυξέλλες επικρίνουν ιδιαίτερα τα υψηλά εμπορικά πλεονάσματα ως «οικονομική ανισορροπία», αλλά και τα χαμηλά επίπεδα δημοσίων επενδύσεων. Στο τελευταίο κομμάτι υπήρξε βελτίωση το 2020, καθώς οι δημόσιες επενδύσεις αυξήθηκαν λόγω της γενναιόδωρης δημοσιονομικής πολιτικής. Την ίδια στιγμή ωστόσο καταγράφεται αισθητή μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων.
Γιάννης Παπαδημητρίου (DPA, AP)