Τι σημαίνει για την Ελλάδα η συμπλήρωση 40 ετών συμμετοχής στην Ενωμένη Ευρώπη; Οταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπέγραφε στο Ζάππειο στις 28 Μαΐου 1979, καθήμενος μεταξύ του τότε υπουργού Εξωτερικών Γεωργίου Ράλλη και του υπουργού αρμοδίου για θέματα ΕΟΚ Γιώργου Κοντογιώργη τη Συνθήκη Προσχωρήσεως στις επονομαζόμενες Ευρωπαϊκές Κοινότητες, γνώριζε πολύ καλά ότι η απόφασή του, αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας το 1974 και την πτώση της χούντας, θα είναι καταλυτική. Σχεδόν ενάμιση χρόνο αργότερα, την 1η Ιανουαρίου 1981, η Ελλάδα γινόταν επίσημα το 10ο μέλος της ΕΟΚ.
Αυτές οι τέσσερις δεκαετίες υπήρξαν, πέραν πάσης αμφιβολίας, οι πλέον παραγωγικές δεκαετίες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας. Η Ελλάδα και η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) έχουν μοίρες συνυφασμένες. Και ο συμβολισμός της λαμπρής εκδήλωσης το βράδυ της περασμένης Πέμπτης 27 Μαΐου – με το Ζάππειο ως «ομφαλό» της ελληνοευρωπαϊκής σχέσης – με την παρουσία του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, του προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νταβίντ Σασόλι, της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου και του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη ισχυρότατος. Συνδέει δε το παρελθόν με το μέλλον, καθώς μαζί με την επέτειο θα εκκινεί και ο εθνικός διάλογος με αφορμή τη Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης. Επικεφαλής της ελληνικής πρωτοβουλίας για τη Διάσκεψη και αυτός που επέβλεψε ουσιαστικά όλη την εκδήλωση της Πέμπτης είναι ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών για ευρωπαϊκά θέματα Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης.
Η σχέση της Ελλάδος με την Ευρώπη δεν υπήρξε γραμμική. Χαρακτηρίστηκε από σκαμπανεβάσματα άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο σοβαρά. Η Ελλάδα άλλαξε τα τελευταία 40 χρόνια, προφανώς προς το καλύτερο. Κινδύνευσε όμως σοβαρά την πενταετία 2010-2015, ιδιαίτερα δε το πρώτο εξάμηνο του 2015, να τα χάσει όλα: τη συμμετοχή της στην ευρωζώνη, τη συμμετοχή της στην ίδια την ΕΕ. Και όπως λέει στη συνέντευξή του στο παρόν αφιέρωμα ένας εκ των τελευταίων «μεγάλων» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, η προσωρινή έξοδος που… ευαγγελίζονταν πολιτικοί όπως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν υπήρξε ως επιλογή. Η προσωρινή έξοδος θα κατέληγε πιθανότατα σε μόνιμο αποκλεισμό.
Σήμερα η Ευρώπη και μαζί της η Ελλάδα βρίσκονται ενώπιον μιας παραδειγματικής αλλαγής. Η πανδημία της COVID-19 έχει λειτουργήσει ως επιταχυντής μιας συνειδητοποίησης των αδυναμιών της ΕΕ, αλλά και της ανάγκης να προσαρμοστεί και να διαχειριστεί τις δύο μείζονες προκλήσεις του μέλλοντος: την κλιματική αλλαγή και την ψηφιοποίηση. Η χώρα μας είχε πρόσβαση σε άπλετους κοινοτικούς πόρους τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά σε γενικές γραμμές δεν τα πήγε πολύ καλά στην αξιοποίησή τους. Πλέον έχει μπροστά της μια ευκαιρία που ίσως να είναι η τελευταία: το Ταμείο Ανάκαμψης. Η νέα ευκαιρία έρχεται και πάλι από την Ευρώπη, αυτή που συχνά-πυκνά ευθύνεται για όσα άσχημα συμβαίνουν στην Ελλάδα και μετατρέπεται σε εύκολο αποδιοπομπαίο τράγο ή άλλοθι για τα λάθη που γίνονται.
Η ΕΕ δεν είναι φυσικά αλάνθαστη. Είναι όμως το «γεωπολιτικό σπίτι» της Ελλάδος. Τα προσεχή χρόνια δεν θα είναι εύκολα για την Ενωση, η οποία ενδέχεται να περάσει από μια εποχή πολλαπλών κρίσεων (polycrisis), όπως ήταν το Μεταναστευτικό ή η κρίση χρέους, σε μια εποχή «μόνιμης κρίσης» (permacrisis), όπως την έχουν περιγράψει δύο από τους πλέον διαυγείς αναλυτές των ευρωπαϊκών πραγμάτων, οι Γιάννης Εμμανουηλίδης και Φάμπιαν Ζούλεεγκ του European Policy Center (EPC). Το στοιχείο που διαφοροποιεί τις δύο εποχές είναι ότι οι κρίσεις ακολουθούν η μία την άλλη με μία συνέχεια – χωρίς ενδιάμεσο διάστημα αποσυμπίεσης. Αν αυτή η κατάσταση συνδυαστεί με τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις σε κρίσιμες χώρες, ιδιαίτερα δε με το «τέλος εποχής» της Ανγκελα Μέρκελ στη Γερμανία, αλλά και τις μεταβολές στο διεθνές περιβάλλον (με κομβικότερη όλων την αντιπαλότητα Ηνωμένων Πολιτειών – Κίνας), το μέλλον μοιάζει δύσβατο.
Ορισμένοι έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στη Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης. Η Ελλάδα έχει, όπως και άλλες χώρες, καταθέσει τις προτάσεις της με Εγγραφο Ιδεών (Concept Paper), στο οποίο εμφανίζεται ανοιχτή ακόμη και σε αλλαγές Συνθηκών και ομιλεί περί αποφυγής δογματισμού. Και τούτο μάλιστα παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με τη θέση του Συμβουλίου των κρατών-μελών, η Διάσκεψη εκφεύγει των προβλέψεων του Αρθρου 48 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενωσης που αφορά την αλλαγή των Συνθηκών. Οποιος κάνει δε τον κόπο να προσεγγίσει τον τρόπο με τον οποίο οργανώθηκε η Διάσκεψη – «πνευματικό τέκνο» του υπερδραστήριου προέδρου της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν – θα αντιληφθεί ότι οι κοινοτικοί θεσμοί και τα κράτη-μέλη αναλώθηκαν σε απίστευτο πόλεμο οπισθοφυλακών για την Προεδρία της Διάσκεψης, τη σύσταση της Ολομέλειας, τις αρμοδιότητες – ζητήματα που μάλλον απομακρύνουν παρά ενθαρρύνουν τους ευρωπαίους πολίτες που θα ήθελαν να συμμετάσχουν στην πλατφόρμα διαλόγου στα κράτη-μέλη.
Επίσης, ο χρονικός ορίζοντας για την υποβολή της έκθεσης αποτελεσμάτων είναι πολύ περιορισμένος (ως την άνοιξη του 2022). Η Κομισιόν μοιάζει μάλιστα να μην ενδιαφέρεται πραγματικά για την έκβαση της Διάσκεψης και να μην τη θεωρεί προτεραιότητα. Θέματα όμως κρίσιμα, όπως η επιρροή της ΕΕ στον κόσμο, η ασφάλειά της, η εξωτερική πολιτική, η άμυνα, ακόμη και το ενδεχόμενο μιας Υγειονομικής Ενωσης δεν θα είναι εύκολο να αντιμετωπιστούν μόνο με ευφάνταστες λύσεις παράλληλα ή εκτός του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου. Αν το «φάντασμα» των αποτυχημένων δημοψηφισμάτων του 2005 σε Γαλλία και Ολλανδία κρατήσει δέσμια και αυτή τη Διάσκεψη, τότε η «εποχή των μόνιμων κρίσεων» ενδέχεται να αποβεί μακρά…