Η πρωτοφανής ελληνική τραπεζική κρίση της δεκαετίας του 2010 αποτυπώνεται στις διακυμάνσεις των αποτιμήσεων των τραπεζικών μετοχών, οι οποίες μηδενίστηκαν δύο φορές, πρώτα τον Φεβρουάριο 2012 και στη συνέχεια τον Νοέμβριο 2015. Αποτέλεσμα της διαρκούς κρίσης είναι και το εξαιρετικά υψηλό μέγεθος των Μη-Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων ως ποσοστό των συνολικών δανείων (ΜΕΑ), το οποίο έφτασε στο υψηλότερο σημείο τον Μάρτιο του 2016 και σήμερα εξακολουθεί να είναι με μεγάλη διαφορά το μεγαλύτερο στην Ευρώπη.
Η γρήγορη μείωση των ΜΕΑ σε επιθυμητά ποσοστά κάτω του 3% παρεμποδίζεται από τον σκόπελο της απομείωσης του ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών σε μη επιτρεπτά επίπεδα από τους εποπτικούς κανονισμούς της Βασιλείας ΙΙΙ, καθώς και από τον σκόπελο της μη-επιθυμητής αρνητικής ετήσιας κερδοφορίας, που υπό-προϋποθέσεις επιφέρει απίσχναση του ποσοστού ιδιοκτησίας (dilution) των ιδιωτών μετόχων λόγω της νομοθεσίας περί Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης (DTC). Έτσι η μείωση των ΜΕΑ καθυστερεί, γεγονός που επιβραδύνει την πολιτική παροχής νέων δανείων προς υγιείς, κυρίως μικρομεσαίες, επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση την αναπτυξιακή διαδικασία. Και αυτό διότι πνιγμένες στα προβληματικά δάνεια είναι φυσικό οι τράπεζες να είναι διστακτικές στην ανάληψη επιπλέον επιχειρηματικού κινδύνου μέσω ραγδαίας πιστωτικής επέκτασης.
Το 2018-19 έγινε προσπάθεια μείωσης των ΜΕΑ μέσω πωλήσεων, ενώ τον Δεκέμβριο του 2019, μετά από παλαιότερη πρόταση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), νομοθετήθηκε πλαίσιο εμπροσθοβαρούς μείωσης μεγάλου όγκου των ΜΕΑ μέσω τιτλοποιήσεων υπό την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου με την κωδική ονομασία «Ηρακλής» (Ν. 4649/2019). Οι συστημικές τράπεζες έσπευσαν να δηλώσουν ότι θα υιοθετήσουν τον «Ηρακλή» και η μία από τις τέσσερις, η Eurobank, ήδη πραγματοποίησε μεγάλη τιτλοποίηση στο πρώτο εξάμηνο του 2020, αποκτώντας τουλάχιστον προσωρινό προβάδισμα έναντι των υπολοίπων στην προσπάθεια μείωσης των ΜΕΑ.
Το 2020 η παγκόσμια κρίση του κορωνοϊού μετέβαλε τις εγχώριες και διεθνείς συνθήκες του οικονομικού και χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος προς το δυσμενέστερο για τουλάχιστον μία τριετία, περιορίζοντας τα αρχικά φιλόδοξα σχέδια των τραπεζών για γρήγορη και συνολική εξυγίανση των ισολογισμών τους. Οι τράπεζες το 2020 έχουν επαρκή ρευστότητα για την καθημερινή λειτουργία τους, λόγω της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Η εικόνα τους, όμως, όσον αφορά την αναγκαιότητα κεφαλαιακής ενίσχυσης είναι αμφίσημη και διαφέρει σημαντικά από τράπεζα σε τράπεζα.
Μια ανάλυση ευαισθησίας στις τιμές μεταβίβασης των ΜΕΑ και στους ελάχιστους στόχους κεφαλαιακής επάρκειας του επόπτη δείχνει μια εύθραυστη κατάσταση, όπου οι κεφαλαιακές ανάγκες εύκολα εκτινάσσονται. Μάλιστα, η ανησυχία για τη συνέχιση της πανδημίας και για τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία είναι υπαρκτή, γεγονός που αναγκάζει την περαιτέρω ενίσχυση των προβλέψεων επισφάλειας και των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. Την ανησυχία της έχει εκδηλώσει και η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία προτείνει νέο σχήμα συνολικής διαχείρισης των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών, συμπληρωματικό του «Ηρακλή», με στόχο την ταυτόχρονη αντιμετώπιση των ΜΕΑ και του DTC, οι λεπτομέρειες του οποίου αναμένονται στο άμεσο μέλλον.
Το έτος 2021 αναμένεται να είναι δυσκολότερο από το 2020 για τις τράπεζες. Η περίοδος χάριτος (moratorium) προς τους δανειζόμενους υπό την ανοχή του SSM (Single Supervisory Mechanism ή Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού) πιθανόν να έχει τελειώσει και οι τράπεζες θα κληθούν να επαναξιολογήσουν την πιστοληπτική ικανότητα των ιδιωτών και των εταιρειών-πελατών τους με βάση τα νέα δεδομένα και να χορηγήσουν φρέσκα κεφάλαια. Και η πίεση για χρηματοδότηση θα είναι μεγάλη, παρά τις πιθανόν δυσμενείς αντικειμενικές συνθήκες. Παρά ταύτα, δεν αναμένεται ένας άμεσος νέος φαύλος κύκλος μεταξύ οικονομίας και τραπεζικού τομέα, όπως στο παρελθόν. Και ο λόγος είναι ότι ενώ τα προβλήματα της οικονομίας μεταφέρονται στις τράπεζες, τα προβλήματα των τραπεζών δεν μεταφέρονται πλέον στην οικονομία με την ίδια δεινότητα και αμεσότητα, όπως στο πρόσφατο παρελθόν. Σήμερα, σε αντίθεση με την ελληνική κρίση 2010-2018, η ρευστότητα υπάρχει και είναι διαθέσιμη ώστε να διοχετευτεί προς τις βιώσιμες επιχειρήσεις. Στα επόμενα χρόνια αναμένεται, επίσης, και στήριξη της οικονομίας από τα ευρωπαϊκά ταμεία, με πόρους έως περίπου €70 δις και χωρίς τις περιοριστικές δεσμεύσεις για μεγάλου μεγέθους πρωτογενή πλεονάσματα, που υπήρχαν στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης.
Το 2021-2023 είναι δυνατή η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών χωρίς νέες αυξήσεις κεφαλαίου στα αισιόδοξα από τα σενάρια της ανάλυσης και υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις. Πρώτη προϋπόθεση, η ελληνική οικονομία να σταθεί όρθια το 2020-2021 και οι τράπεζες να μην αντιμετωπίσουν μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, γεγονός που θα επέφερε νέες απαιτήσεις για προβλέψεις επισφάλειας και ίδια κεφάλαια. Δεύτερη προϋπόθεση, η σταδιακή επιστροφή στην προ-κρίσης κανονικότητα με βελτίωση στην κουλτούρα πληρωμών των δανειζόμενων και στη γενικότερη ψυχολογία του επιχειρηματία και του καταναλωτή. Τρίτη προϋπόθεση, οι τιμές μεταβίβασης των χαρτοφυλακίων των ΜΕΑ να μην υποστούν σημαντική μείωση σε σχέση με τις τιμές πριν την κρίση του κορωνοϊού. Τέταρτη προϋπόθεση, ο SSM να συνεχίσει την πολιτική ανοχής απέναντι στα προβλήματα των τραπεζών στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση. Ελπίζουμε οι προϋποθέσεις αυτές να ικανοποιηθούν ώστε ένας νέος ενάρετος κύκλος να ξεκινήσει ανάμεσα στον τραπεζικό τομέα και την πραγματική οικονομία.
Μεσοπρόθεσμα, μετά την ευκταία εξυγίανση των ισολογισμών, οι προκλήσεις των ελληνικών τραπεζών παραμένουν μεγάλες. Το διεθνές περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων, ο έντονος διεθνής ανταγωνισμός από εταιρείες υψηλής τεχνολογίας που σταδιακά εισχωρούν στη λιανική τραπεζική και η διαρκής αυστηροποίηση του ευρωπαϊκού εποπτικού πλαισίου πιέζουν την κερδοφορία τους, όπως ακριβώς και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες. Στην Ελλάδα η κερδοφορία πιέζεται και για επιπλέον εγχώριους λόγους, όπως η μείωση των ΜΕΑ, που φέρνει αυτόματη μείωση στη λογιστική αποτύπωση της κερδοφορίας, η ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα και της συνολικής οικονομίας, που βραχυπρόθεσμα φέρνει τεράστια και κοστοβόρα αύξηση των επενδύσεων σε έργα πληροφορικής και σε εκπαίδευση των στελεχών, η ενεργοποίηση παραδοσιακών πελατών των τραπεζών, που στρέφονται προς εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης όπως εταιρικά ομόλογα, private equity funds, private debt funds, mezzanine funds, crowd funding κλπ., το υψηλό λειτουργικό κόστος, που κληρονομήθηκε από την εποχή των παχέων αγελάδων, η απώλεια έμπειρου στελεχιακού δυναμικού ως αποτέλεσμα της προηγούμενης εγχώριας οικονομικής κρίσης, κ.ά.
Τέλος, οι τράπεζες σήμερα μετασχηματίζονται ραγδαία, με λιγότερα υποκαταστήματα, περισσότερες ψηφιακές πλατφόρμες, λιγότερους υπαλλήλους, περισσότερη εξ αποστάσεως εργασία, και με στελέχη που διαρκώς εκπαιδεύονται στις νέες τεχνολογίες. Η οικονομία ψηφιοποιείται, οι προκλήσεις των τραπεζών πολλαπλασιάζονται, αλλά η αύξηση της κερδοφορίας αποτελεί για τις τράπεζες στρατηγικό μονόδρομο. Θα επιτευχθεί εφόσον και η οικονομία αποκτήσει εκ νέου βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά.
* Γκίκας Χαρδούβελης, Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Πειραιώς