Υπάρχει ένα είδος τέχνης ακόμη και στην ανάρρωση από μια αρρώστια. Οταν αρχίζει κανείς να συνέρχεται από τους πόνους, προτού ζητήσει να γευτεί και πάλι τις νοστιμιές της ζωής είναι καλό να σταθμίσει τι πέρασε. Κάνει τον απολογισμό του, που τον διαδέχεται το καταστάλαγμα. Αυτό το καταστάλαγμα αντί να του κόψει την όρεξη, την ανοίγει περισσότερο, γιατί τώρα γνωρίζει για το καθετί την αξία του. Αλλά πόσοι, σήμερα, μπορούν να αναβάλουν το ξεφάντωμα της υγείας;
Βλέπουμε γύρω μας τόσους πολλούς να βιάζονται να το ρίξουν έξω με έναν τρόπο που δείχνει πως θα ‘θελαν να ξεχάσουν ακαριαία οτιδήποτε προηγήθηκε. Ετοιμάζονται να γιορτάσουν, να χαρούν και να πείσουν τον εαυτό τους πως αυτή είναι η κανονική κατάσταση. Το ότι κλείστηκαν μέσα το παίρνουν για σκάνδαλο, μια ανωμαλία που πρέπει να λήξει. Είναι μια φυσική ανάγκη, θα πείτε. Ναι, αλλά η ικανοποίηση της ανάγκης δεν σημαίνει πως συνοδεύεται υποχρεωτικά και από ψευδαισθήσεις. Και η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση που εξαπλώνεται στις μέρες μας είναι ότι δεν έχει χαθεί η ικανότητα να χαιρόμαστε. Νομίζουμε ότι για έναν χρόνο μάς αφαιρέθηκαν οι γλυκές ευκαιρίες με όλες αυτές τις μάσκες και τα εμβόλια. Και τώρα που θα ανοίξουν και πάλι οι πόρτες θα χυθεί στους δρόμους το αδικημένο δυναμικό μας, η στριμωγμένη ευθυμία μας, το γλεντζέδικο απόθεμα που φωλιάζει αξόδευτο στα γονίδιά μας. Στην πραγματικότητα, ελάχιστα υπολείμματα έχουν μείνει.
Τα ρολά θα ανέβουν, τα μαγαζιά θα ανοίξουν, οι μουσικές θα ακουστούν, αλλά αυτό που θα γίνει θα είναι οι άνθρωποι που μέχρι χθες αγόραζαν μάσκες τώρα να αγοράζουν διασκέδαση. Δεν είναι, βέβαια, καινούργιο το φαινόμενο τέτοιων μεταθέσεων. Ομως, όταν έχει προηγηθεί μία δοκιμασία εντελώς πρωτόγνωρη, είναι λογικό να περιμένει κανείς πως και τα αντίδοτα κάπως θα πρέπει να αλλάξουν. Διαφέρει λοιπόν να είναι βάλσαμο η ψυχαγωγία από το να είναι φάρμακο. Πράγματι, είναι πλέον αχαλίνωτη η τάση να καταπίνουν την ψυχαγωγία σαν χάπι με το οποίο ελπίζουν να σβήσουν κάθε δυσάρεστο, και όχι μόνον όσα έχουν σχέση με ιούς και μικρόβια. Ο,τι δυσκολεύει τους παθόντες πρέπει να αποκηρυχθεί. Οι υποχρεώσεις, οι ευθύνες, η συνεπής άσκηση του επαγγέλματος, η τήρηση συμφωνιών, η τήρηση υποσχέσεων, η διατήρηση δεσμών, οι φροντίδες στους ανήμπορους, όλα όσα απαιτούν από τον άνθρωπο ο κόσμος του και οι όμοιοί του.
Για να μην τα σκέπτεται κανείς όλα αυτά, για να μην έχει καμιά αναστολή, πρέπει το χάπι της διασκέδασης να δράσει ταχύτατα και διαλυτικά, και αυτό κάνει. Είναι ενδεικτικό το πόσο γρήγορα δημιουργήθηκε ένα κλίμα διέγερσης, αδημονίας, επιθυμίας να νιώσει κανείς έναν πυρετό αλλιώτικο, που να μην τον φοβίζει και να τον εξάπτει, χωρίς βέβαια να του επιτρέπει να σκεφτεί τι ακριβώς του συμβαίνει. Μέσα σε αυτή την παραζάλη όλα προορίζονται να αποσυντεθούν. Αν συνεχιστεί αυτό, θα έχουμε ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, και κυρίως νεότερους, που θα περιφέρεται εδώ και εκεί για να γλείφει, όπου μπορεί, λίγο μέλι, χωρίς να νοιάζεται για καμιά κερήθρα, για κανέναν μελισσουργό, για καμιά εργασία της υπομονής, της μαστοριάς, της μεθόδου.
Οπως καταλαβαίνετε, η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να εθισθεί σε χάπια με ιχνοστοιχεία μελιού. Είναι μήπως υπερβολικά σκληρό και άτοπο να ζητάμε από εκείνον που αναρρώνει να δουλέψει αμέσως αντί να χαρεί; Ομως, γιατί η χαρά να θεωρείται οπωσδήποτε τόσο εχθρική στη δουλειά; Είναι σίγουρο ότι και μέσα στον μόχθο μπορεί να βρεθεί ο σπόρος της χαράς όταν ξέρει, κι όταν μπορεί, ο άνθρωπος να καθοδηγεί τον μόχθο του. Ας τονίσουμε όμως καλύτερα το άλλο σημείο. Το ότι είναι δυνατόν μια ορισμένη ψυχαγωγία να στηρίζει έναν άνθρωπο, ή και έναν λαό, όταν πασχίζει κάτι να φτιάξει. Εχουμε μουσικές και θεάματα που σκορπίζουν την ψυχή, και έχουμε άλλα που τη συγκεντρώνουν. Και αφού τη συγκεντρώσουν, την ανυψώνουν λίγο-λίγο και της δίνουν αυτό που λένε τα παλιά τραγούδια και οι αρχαίοι μύθοι: τα φτερά. Μπορεί λοιπόν να πετάξει ο άνθρωπος ακούγοντας ένα τραγούδι; Και όχι για να δραπετεύσει από τον κόσμο, αλλά για να τον αλλάξει δουλεύοντας με ενθουσιασμό;
Η απάντηση έρχεται από πολλές μεριές, από το παρελθόν, από ιστορίες, από στίχους, από την εμπειρία, και είναι καταφατική. Αρκεί να θυμηθούμε τον μύθο του Αμφίωνος. Ο Αμφίων κατορθώνει να χτίσει τα τείχη της Θήβας παίζοντας τη λύρα του, ενώ ο αδελφός του Ζήθος αγκομαχά μάταια μεταφέροντας πέτρες. Τι συνέβη; Αυτό που σήμερα δυσκολευόμαστε να φανταστούμε: ο μουσικός ενέπνευσε, ξεσήκωσε τους εργάτες. Εκεί βρισκόμαστε σήμερα. Υπάρχει τόσο μεγάλη ανάγκη για μια ψυχαγωγία που οικοδομεί και τόσο λίγη προσφορά. Ωστόσο, χρειάζεται να την εντοπίσουμε. Οπου ακούγεται ένα τέτοιο σήμα πρέπει να πηγαίνουμε προς τα εκεί. Οπου ακούγεται ένα τραγούδι που δεν μυξοκλαίει, που δεν μεμψιμοιρεί, που δεν γαλβανίζει το μυαλό με ερωτικά ξελιγώματα και σάπιους καημούς, ή δεν χασκογελάει για να δείξει ανέμελο, ας δώσουμε την προσοχή μας. Ο ήχος του, τα λόγια του θα αρχίσουν να στερεώνουν μέσα μας κάτι που η ολοκλήρωση του θα εξαρτάται από εμάς. Εμείς, ο καθένας, η χώρα πρέπει να αρχίσει να μαγεύεται από μια λύρα, για να πράξει αυτά που, ασφαλώς, με τη μαγεία και μόνο ποτέ δεν γίνονται.
Ας γίνουμε χτίστες που σιγοσφυρίζουν, όπως άλλοτε, τονωτικούς σκοπούς. Πότε-πότε ακούγονται τέτοιοι σκοποί. Αν στήσουμε το αυτί, τους ξεχωρίζουμε μέσα στους θορύβους. Δεν λείπουν ευτυχώς μερικοί νεότεροι καλλιτέχνες που προσπαθούν να αντλήσουν από βαθιές πηγές. Μου έρχεται στον νου η φωνή του ηπειρώτη τραγουδιστή και συνθέτη Δημήτρη Υφαντή. Είναι μία φωνή που παίρνει μέσα από τα βάθη του χρόνου στοιχεία για να χτίσει ερείσματα στην εξασθενημένη ψυχή. Οπως έκαναν και οι πρόγονοί του, οι πρόγονοί μας, που μάζευαν καπνό, στοίβαζαν το σιτάρι, ύφαιναν στον αργαλειό. Υποστύλωναν τη δουλειά τους με ένα πλέξιμο των φωνών τους. Ετσι ώστε ο ένας να παρηγορεί τον άλλο, να τον ενθαρρύνει, και τελικά όλοι μαζί να χαίρονται επειδή είχαν κάτι το απολύτως ζωτικό να φέρουν εις πέρας. Πρέπει να βρούμε μία νέα ψυχαγωγία με έναν τέτοιο προωθητικό προορισμό. Πρέπει η Ελλάδα να μάθει να κουβαλάει τις πέτρες της σαν να έχει στα σπλάχνα της μυριάδες κιθαρωδούς και λυράρηδες. Μυριάδες Αμφίωνες.
Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.