Σκεφτόμουν τις προάλλες ποιος θα ήταν ο έλληνας μεταπολεμικός συγγραφέας που θα μπορούσε να γράψει το καταλυτικό, δραστικό μυθιστόρημα για την πανδημία στην Ελλάδα. Στην αρχή λειτούργησα σχεδόν φιλολογικά, απαριθμώντας τις αισθητικές, δραματουργικές, συνθετικές αρετές που θα όφειλε να έχει ένα τέτοιο κείμενο. Την ιστορική σκευή, την πρισματική σκέψη, την αναγκαία απόσταση από το επίκαιρο, την ικανότητα μετουσίωσης κ.τ.λ. Η αναζήτηση ήταν μάταιη, δεν πηγαίνει κανείς από τα επί μέρους στο όλον αλλά αντίστροφα. Πέταξα τον αναλυτή από μέσα μου κι επέτρεψα στο ένστικτο να λειτουργήσει.
Για να μην τα πολυλογώ, κατέληξα πως ο συγγραφέας αυτός θα ήταν ο Παύλος Μάτεσις, που δυστυχώς έφυγε από κοντά μας το 2013. Ενας θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος, διηγηματογράφος και μεταφραστής που αναμείγνυε το παράλογο και τον μαγικό ρεαλισμό, σταθερά εναρμονισμένος στη ροή του ελληνικού αίματος.
Με τον Μάτεσι υπήρξαμε φίλοι κι έχουμε κάνει πάμπολλες συζητήσεις.
Είναι εκείνος που έχει συνοψίσει απαράμιλλα ποια είναι με δυο κουβέντες η δουλειά ενός συγγραφέα και κατ’ επέκταση ενός θεατρικού συγγραφέα. «Ο πεζογράφος και ο θεατρικός συγγραφέας», έλεγε, «είναι επιμελητές χάους». Οταν έλεγε χάος δεν εννοούσε αταξία, αλλά ένα χώρο αχαρτογράφητο, ο οποίος παραπέμπει κατ’ ευθείαν στο Σύμπαν. «Ο συγγραφέας είναι ένας ποιμένας νεφών. Ποιμαίνει σύννεφα τα οποία πρέπει να αφήνει ελευθέρα και ταυτόχρονα να είναι σε πλήρη εγρήγορση, να παρακολουθεί την κίνησή τους ώστε να επιλέγει ποιες κινήσεις τον ενδιαφέρουν και σε ποια διάταξη. Είναι όπως και στις πλήρεις μουσικές συνθέσεις. Το ίδιο ακριβώς ισχύει στις συνθέσεις του Μότσαρτ και του Μπαχ. Ο συγγραφέας δεν φωτογραφίζει, ο συγγραφέας ζωγραφίζει. Γιατί το να φωτογραφίσεις τη ζωή ή τη φύση είναι ένα είδος βλασφημίας».
Πόσο εύστοχα και σωστά λόγια για την αποτύπωση μιας τέτοιας καταστροφής όπως η πανδημία. Μπορεί ο Παύλος μιλώντας για τη φωτογραφία να υπερβάλλει ίσως με τη λέξη βλασφημία, αλλά στο subtext του χαρακτηρισμού αποδίδει στην τέχνη αυτή κι ένα είδος μαγικής ικανότητας, μια και η φωτογραφία ως γνωστόν αποτυπώνει κάτι που δεν υπάρχει: τη στιγμή. Οι κινούμενες εικόνες περνούν από μπροστά μας, δημιουργούν μια δράση. Η παγωμένη εικόνα παγώνει τη συνθήκη, μπορεί να παγώσει τη φρίκη, την αρρώστια, τον θάνατο. Και είναι γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας έχουμε εθιστεί ακόμη και στις πιο σκληρές εικόνες. Δεν θα ξεχάσω τους ομαδικούς τάφους στη Βραζιλία, τα πρόσωπα των νοσηλευτριών και των νοσηλευτών στο Μπέργκαμο.
Ο δε «αχαρτογράφητος χώρος», είναι παντού, είναι εντός μας, είναι στην έξοδο χωρίς τη μάσκα, στην έξοδο με τη μάσκα, στην αναμονή στο νοσοκομείο, στην αγωνία του τηλεφωνήματος, ακόμη στο πένθος που δεν μπορεί να ξοδευτεί (κηδείες με εννιά άτομα αυστηρά). Πρόσφατα πήγα σε μια κηδεία ηλικιωμένου συγγενούς που πέθανε από φυσικά αίτια. Οσο διαρκούσε, πέρασαν άλλες δύο COVID-19 κηδείες, με τους νεκροθάφτες ντυμένους σαν αστροναύτες και το φέρετρο τυλιγμένο με μεμβράνη αεροστεγώς. Οταν η πομπή περνούσε από την «Κοιμωμένη» του Χαλεπά, ήμουν σίγουρος ότι εδώ υπήρχε αφορμή για να γράψει κάποιος μερικές ισχυρότατες σελίδες υψηλής λογοτεχνίας. Κάποιος σαν τον Παύλο Μάτεσι.
Το υλικό του, όπως και κάθε συγγραφέα, είναι αυτά τα φτωχά 24 γράμματα. Οπως έλεγε: «24 σύμβολα κι αυτά λειψά… Η μάχη είναι μια: να μην εξηγήσεις. Το μυστήριο δεν είναι πεπερασμένο και δεν θα λυθεί. Εχει προορισμό να μένει άλυτο. Η λέξη, είναι μια ευγενής απόπειρα, μια ευγενής ματαιοπονία να εξηγήσεις άρρητα πράγματα. Δεν μπορείς να μην προσπαθήσεις. Ο Δαίδαλος θα έφτιαχνε τα φτερά έτσι κι αλλιώς και μάλλον ήξερε ότι θα λιώσουν… Το έργο μου ακολουθεί τον δρόμο που θέλει, εγώ είμαι ο θεράπων, ο υπηρέτης του, εκείνο με χρησιμοποιεί, χρησιμοποιεί τη λογική, την ευφυΐα, την αισθητική, τη φιλοδοξία μου».
Ο Δαίδαλος μπορεί να έφτιαχνε φτερά, όπως ο Ελον Μασκ φτιάχνει πυραύλους. Τις προάλλες μάλιστα κατάφερε να προσγειώσει σώο τον πρώτο πύραυλο-φορέα Starship της SpaceX μετά από τέσσερις αποτυχίες. Οι επιστήμονες έφτιαξαν θαυμαστά εμβόλια για την COVID-19, αλλά στην Ινδία ο κόσμος δεν έχει πρόσβαση. Μπορεί τώρα να έχουμε άρση του λοκντάουν και την ελπίδα της ανοσίας, αλλά η πανδημία είναι τουλάχιστον ακόμη αδιαμφισβήτητη και θέλει τεράστια προσοχή. Γιατί η πανδημία είναι ατόφια πραγματικότητα.
Ο Παύλος πίστευε ότι όλα είναι πραγματικότητα. «Η σκέψη που έχεις μισοκάνει και μένει ημιτελής, η λέξη που δεν είπες, το όνειρο που είδες, είναι πραγματικότητες. Αλλά κι η τρέλα είναι πραγματικότητα, είναι μια λογική αχαρτογράφητη που δεν είμαστε σε θέση να την αποκωδικοποιήσουμε. Οσο για τον μαγικό ρεαλισμό, η λέξη ρεαλισμός εξαργυρώνεται, απορροφάται από τη λέξη μαγικός» έλεγε.
Ρεαλισμός λοιπόν κι ας μοιάζει σουρεαλισμός. Ρεαλισμός ακόμη και όποια απίθανη, απρόβλεπτη εξέλιξη της ζωής μας. Ρεαλισμός που έφτασε να στατιστικολογεί τον θάνατο. Ρεαλισμός που μετρήθηκε πάνω σε σώματα που επέζησαν σε σώματα που δεν τα κατάφεραν.
Στον πεζό λόγο, έλεγε ο Παύλος, ο συγγραφέας βάζει την πρώτη ύλη και την εικόνα τη δημιουργεί ο αναγνώστης. Δεν υπάρχει όψις στην πρόζα. Στο καλό πεζό υπάρχουν τρύπες, κενά, που ο συγγραφέας αφήνει εσκεμμένα για να τα συμπληρώσει ο αναγνώστης έτσι ώστε να γίνει η μέθεξη, η συνενοχή. Ολοι ξέρουμε τι έγινε στην πανδημία. Υπάρχει η συλλογική, η «καθεστηκυία» αφήγηση. Υπάρχουν όμως και χάσματα που αφορούν αποκλειστικά εμάς, ψυχικοί τόποι που διασχίσαμε μόνοι μας, λεπτομέρειες που μόνο εμείς νομίσαμε ότι είδαμε. Δουλειά του συγγραφέα είναι μέσα από αυτούς τους οδοδείκτες να μας φωτίσει τον μεγάλο δρόμο, ώστε να κάνουμε αυτή τη συλλογική αφήγηση κτήμα μας. Την αφήγηση αυτή που μας ανήκει, να την πολλαπλασιάσουμε εντός μας. Πιθανόν να την αφήσουμε να μας εκπλήξει. Να της επιτρέψουμε να ξεφύγει από τις οθόνες των ειδήσεων και να ξαναγυρίσει στις ψυχές και στα σώματά μας.
Ενας μαγικός-πραγματικός ρεαλισμός που πιστεύω ότι – ελλείψει Παύλου – ένας ικανός συγγραφέας θα μπορούσε να συλλάβει ολιστικά και να μας μεταφέρει απευθείας την ουσία του, το κουκούτσι του.
Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.