«Γιορτάζουμε σήμερα μια σπουδαία ημέρα για τη χώρα μας. Μια επέτειο με ισχυρούς συμβολισμούς που υπερβαίνει την πολιτική συγκυρία, καθώς ανατρέχει στο κορυφαίο γεγονός της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας, την ένταξη της Ελλάδας το 1981 στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση» τόνισε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, κατά την ομιλία της, στο δείπνο που παρέθεσε απόψε, στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου, για τα 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδος στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
Ειδική αναφορά έκανε στον πρωταγωνιστή και οραματιστή της ένταξης της χώρας μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, Κωνσταντίνο Καραμανλή, υπενθυμίζοντας ότι ήταν πεπεισμένος, όπως ο ίδιος έλεγε, ότι «η Ελλάς δεν μπορούσε να απουσιάσει από αυτή την ιστορική για το μέλλον της Ευρώπης συλλογική προσπάθεια. Γιατί η τύχη της είναι στενά, αναπόσπαστα, συνυφασμένη με την τύχη των άλλων Δημοκρατιών της ηπείρου». «Μία ενιαία και ισχυρά Ευρώπη θα αποτελέση εγγύησιν», υπογράμμιζε ο Καραμανλής, «όχι μόνον διά την ιδικήν της επιβίωσιν, αλλά και διά την επικράτησιν της ελευθερίας ανά τον κόσμον. Διότι εδώ, εις την Ευρώπην, θα κριθή τελικώς η τύχη του ελευθέρου ανθρώπου».
Η κυρία Σακελλαροπούλου υπογράμμισε, επίσης, ότι στο λογότυπο της επετείου μας «Ελλάδα-ΕΕ: 40 χρόνια πιο δυνατοί μαζί» αποτυπώνεται ευσύνοπτα η ιστορική αλήθεια της σχέσης μας με την Ευρώπη. Όπως υποστήριξε «Η δύναμή μας είναι στην ενότητα και στην από κοινού ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας, δίχως να απεμπολούμε τα εθνικά μας χαρακτηριστικά. Το μέλλον της Ευρώπης δεν είναι στενά κρατικό, ούτε αφηρημένα υπερεθνικό, και δεν μπορεί να καταστεί υπόθεση διαφορετικών και πολλαπλών ταχυτήτων. Βρίσκεται στον κοινό συντονισμό και την πολιτική και στρατηγική εμβάθυνση της Ένωσης και ανάγεται στη διαφύλαξη του πιο πολύτιμου ευρωπαϊκού κεκτημένου, της δημοκρατικής και φιλελεύθερής μας παράδοσης. Αυτής που ακόμη διατρέχει και συνέχει τον τρόπο ζωής μας και καθιστά την Ευρώπη τον προνομιακό της τόπο».
Παράλληλα, τόνισε ότι η Ευρώπη επέδρασε καταλυτικά, ως θεσμική και αξιακή μήτρα, στον πολιτικό μας αυτοκαθορισμό και την αντίληψή μας για την προσωπική ελευθερία. «Η ευρωπαϊκή εγγύηση της ελληνικής ανεξαρτησίας υπήρξε μια μορφή ανταπόδοσης της συμβολής του κλασικού ελληνικού πνεύματος και της δημοκρατίας των αρχαίων στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα. Στην Ελλάδα οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αναγνώρισαν ένα κομμάτι του εαυτού τους και στην Ευρώπη οι Έλληνες το πρότυπο για την ανάπτυξη και την ευημερία τους» σημείωσε.
Ακολούθως, επισήμανε ότι η χώρα μας άλλαξε ριζικά τα τελευταία 40 χρόνια και υπογράμμισε, ότι «η Μεταπολίτευση, η πιο ειρηνική και προοδευτική περίοδος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, συμπίπτει με τη χρυσή εποχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Τροφοδοτείται από αυτήν και αλληλεπιδρά σε μια σχέση με υπαρξιακή για την Πολιτεία μας σημασία».
Υπενθύμισε, ακόμη, ότι η ελληνική οικονομία οφείλει πολλά στους ευρωπαϊκούς πόρους. Από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα της δεκαετίας του ‘80 στα ΕΣΠΑ της τελευταίας εικοσαετίας και στο Ταμείο Ανάκαμψης στις μέρες μας, τα έσοδα της χώρας από τα ευρωπαϊκά ταμεία στάθηκαν οι υλικές προϋποθέσεις του μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας.
Αναφερόμενη στο ευρωπαϊκό εγχείρημα, επισήμανε ότι δεν είναι στατικό και τόνισε ότι από τη φύση του, είναι ζωντανό και εξελίσσεται διαρκώς. Όσον αφορά στη διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης, υπογράμμισε ότι, συνιστά βήμα αναστοχασμού και διαλόγου για τις προκλήσεις και τις δοκιμασίες της. «Είναι η ματιά μας σε αυτά που έρχονται, με την επίγνωση όμως του παρελθόντος. Είναι αλήθεια ότι η οικονομική και η πανδημική κρίση κλόνισαν τα ευρωπαϊκά Κράτη και ανέδειξαν φυγόκεντρες δυνάμεις, με αναφορά στον ευρωσκεπτικισμό. Στις σημαντικές ανασφάλειες του καιρού μας βρήκε το έρεισμά του ένας λόγος αντιδραστικός, που υποτιμά το πολιτικό και το πολιτισμικό κεφάλαιο της Ένωσης» πρόσθεσε. Ωστόσο, παρατήρησε ότι «Η Ευρώπη όμως δεν γυρίζει πίσω. Όπως οι πατέρες της οραματίστηκαν και έδωσαν πνοή στην ανοικτή κοινωνία και την ελεύθερη αγορά, οι ηγέτες της σήμερα καλούνται να δώσουν ανάλογη έμφαση στην ασφάλεια και την προστασία των λαών της».
Η ομιλία της ΠτΔ, Κατερίνας Σακελλαροπούλου:
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, Distinguished guests,
Γιορτάζουμε σήμερα μια σπουδαία ημέρα για τη χώρα μας. Μια επέτειο με ισχυρούς συμβολισμούς που υπερβαίνει την πολιτική συγκυρία, καθώς ανατρέχει στο κορυφαίο γεγονός της μεταπολιτευτικής μας ιστορίας, την ένταξη της Ελλάδας το 1981 στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση.
Στο επίσημο δείπνο που παρέθεσε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος το βράδυ της 28ης Μαΐου 1979, όταν υπογράφηκε η Συνθήκη Προσχώρησης, απέδωσε τιμή σε εκείνον που υπήρξε, όπως χαρακτηριστικά τον προσφώνησε, «ο πρωταγωνιστής του έργου»: τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον οποίο και κάλεσε να «μιλήσει εν ονόματι ολόκληρου του ελληνικού έθνους».
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπέγραψε την πρώτη σύνδεση της χώρας με την ΕΟΚ το 1961 και με σθένος πολιτικό και προσωπική επιμονή στήριξε μέχρι τέλους την ευρωπαϊκή της προοπτική. Ήταν πεπεισμένος, όπως ο ίδιος έλεγε, ότι «η Ελλάς δεν μπορούσε να απουσιάσει από αυτή την ιστορική για το μέλλον της Ευρώπης συλλογική προσπάθεια.
Γιατί η τύχη της είναι στενά, αναπόσπαστα, συνυφασμένη με την τύχη των άλλων Δημοκρατιών της ηπείρου». «Μία ενιαία και ισχυρά Ευρώπη θα αποτελέση εγγύησιν», υπογράμμιζε ο Καραμανλής, «όχι μόνον διά την ιδικήν της επιβίωσιν, αλλά και διά την επικράτησιν της ελευθερίας ανά τον κόσμον. Διότι εδώ, εις την Ευρώπην, θα κριθή τελικώς η τύχη του ελευθέρου ανθρώπου».
Οι δεσμοί της Ελλάδας με την Ευρώπη, στη νεότερη ιστορία, έχουν μεγάλο γεωπολιτικό βάθος. Είναι άρρηκτοι και ήδη εμφανείς στη γέννηση του σύγχρονου ελληνικού Κράτους. Στις εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821 έχει αναδειχθεί με ενάργεια η επιρροή που άσκησαν στους Έλληνες οι θεμελιώδεις αξίες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, η ελευθερία και η ισότητα, καθώς και οι αρχές του συνταγματισμού, η αντιπροσώπευση, η διάκριση των εξουσιών και τα δικαιώματα.
Ο ελληνικός κοινοτισμός συμβάδισε με την καθολικότητα του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού. Η Ευρώπη επέδρασε καταλυτικά, ως θεσμική και αξιακή μήτρα, στον πολιτικό μας αυτοκαθορισμό και την αντίληψή μας για την προσωπική ελευθερία. Η ευρωπαϊκή εγγύηση της ελληνικής ανεξαρτησίας υπήρξε μια μορφή ανταπόδοσης της συμβολής του κλασικού ελληνικού πνεύματος και της δημοκρατίας των αρχαίων στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα. Στην Ελλάδα οι ευρωπαϊκές δυνάμεις αναγνώρισαν ένα κομμάτι του εαυτού τους και στην Ευρώπη οι Έλληνες το πρότυπο για την ανάπτυξη και την ευημερία τους.
Η χώρα μας άλλαξε ριζικά τα τελευταία 40 χρόνια. Η Μεταπολίτευση, η πιο ειρηνική και προοδευτική περίοδος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, συμπίπτει με τη χρυσή εποχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Τροφοδοτείται από αυτήν και αλληλεπιδρά σε μια σχέση με υπαρξιακή για την Πολιτεία μας σημασία.
Η ελληνική οικονομία οφείλει πολλά στους ευρωπαϊκούς πόρους. Από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα της δεκαετίας του ‘80 στα ΕΣΠΑ της τελευταίας εικοσαετίας και στο Ταμείο Ανάκαμψης στις μέρες μας, τα έσοδα της χώρας από τα ευρωπαϊκά ταμεία στάθηκαν οι υλικές προϋποθέσεις του μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας.
Η κοινωνική κινητικότητα των Ελλήνων απέκτησε άλλη ταχύτητα και δυναμική. Η ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων και κεφαλαίων και η είσοδος της πατρίδας μας στην Ευρωζώνη συνέβαλαν σε μια συνεχή και βιωματική, οικονομική και πολιτισμική, όσμωση με τους ευρωπαίους εταίρους μας. Οι νέοι μας ταξίδεψαν και σπούδασαν στο εξωτερικό, με το πρόγραμμα ERASMUS.
Η συμμετοχή της Ελλάδας στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού κεκτημένου δεν είχε, ωστόσο, μόνο πρόσημο οικονομικό ή κοινωνικό, αλλά και κατεξοχήν θεσμικό και πολιτικό. Η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία ήταν και είναι η πιο πλήρης του πολιτικού μας βίου.
Ακόμη και σε οξύτατες κρίσεις, όπως η δεινή οικονομική ύφεση της τελευταίας δεκαετίας, οι θεσμοί μας επέδειξαν αντοχή. Ουδέποτε εξέπνευσε η πίστη και η πεποίθηση ότι η Ελλάδα είναι πιο δυνατή και προστατευμένη μέσα στην Ευρώπη, ότι εδώ, στην ευρωπαϊκή οικογένεια, βρίσκεται θεμελιακά η θέση της.
Το ευρωπαϊκό εγχείρημα, ωστόσο, δεν είναι στατικό. Είναι από τη φύση του ζωντανό και εξελίσσεται διαρκώς. Η διάσκεψη για το μέλλον της Ευρώπης συνιστά βήμα αναστοχασμού και διαλόγου για τις προκλήσεις και τις δοκιμασίες της. Είναι η ματιά μας σε αυτά που έρχονται, με την επίγνωση όμως του παρελθόντος.
Είναι αλήθεια ότι η οικονομική και η πανδημική κρίση κλόνισαν τα ευρωπαϊκά Κράτη και ανέδειξαν φυγόκεντρες δυνάμεις, με αναφορά στον ευρωσκεπτικισμό. Στις σημαντικές ανασφάλειες του καιρού μας βρήκε το έρεισμά του ένας λόγος αντιδραστικός, που υποτιμά το πολιτικό και το πολιτισμικό κεφάλαιο της Ένωσης.
Η Ευρώπη όμως δεν γυρίζει πίσω. Όπως οι πατέρες της οραματίστηκαν και έδωσαν πνοή στην ανοικτή κοινωνία και την ελεύθερη αγορά, οι ηγέτες της σήμερα καλούνται να δώσουν ανάλογη έμφαση στην ασφάλεια και την προστασία των λαών της.
Η αναδιάρθρωση της παραγωγικής και κοινωνικής βάσης της Ευρώπης περνά μέσα από την κοινωνική δικαιοσύνη, τον δίκαιο επιμερισμό των βαρών και την άμβλυνση των ανισοτήτων, ιδίως ανάμεσα στις χώρες του Βορρά και του Νότου. Συμπεριληπτικές πολιτικές που υποδέχονται την κοινωνία των πολιτών και τα οράματά της είναι αυτές που εκπληρώνουν το αίτημα για περισσότερη και πιο πολιτική Ευρώπη.
Ζητούμενο είναι, για τη μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών, το είδος της Ευρώπης που πρέπει να οικοδομηθεί. Η ενίσχυση της συμμετοχής στη διακυβέρνηση και η εγγύτητά μας με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ανανεώνουν την πολιτική νομιμοποίηση της Ένωσης.
Η έγκαιρη και αποτελεσματική ανταπόκριση της Ευρώπης στις κρίσεις και τα επείγοντα στοιχήματα της εποχής μας, όπως η πανδημία, το μεταναστευτικό και προσφυγικό πρόβλημα και η κλιματική αλλαγή, προωθεί μια πολιτική όχι μόνο ορθολογικής και διαχειριστικής επάρκειας, αλλά και ευρωπαϊκού συναισθήματος. Θωρακίζει, σε δύσκολες συνθήκες, την εμπιστοσύνη μας στη σύμπνοια και την αλληλεγγύη της Ένωσης.
Στο λογότυπο της επετείου μας «Ελλάδα-ΕΕ: 40 χρόνια πιο δυνατοί μαζί» αποτυπώνεται ευσύνοπτα η ιστορική αλήθεια της σχέσης μας με την Ευρώπη. Η δύναμή μας είναι στην ενότητα και στην από κοινού ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής ταυτότητας, δίχως να απεμπολούμε τα εθνικά μας χαρακτηριστικά.
Το μέλλον της Ευρώπης δεν είναι στενά κρατικό, ούτε αφηρημένα υπερεθνικό, και δεν μπορεί να καταστεί υπόθεση διαφορετικών και πολλαπλών ταχυτήτων. Βρίσκεται στον κοινό συντονισμό και την πολιτική και στρατηγική εμβάθυνση της Ένωσης και ανάγεται στη διαφύλαξη του πιο πολύτιμου ευρωπαϊκού κεκτημένου, της δημοκρατικής και φιλελεύθερής μας παράδοσης. Αυτής που ακόμη διατρέχει και συνέχει τον τρόπο ζωής μας και καθιστά την Ευρώπη τον προνομιακό της τόπο.