Καθώς υποχωρούν οι αρνητικές επιπτώσεις του κορωνοϊού και προσδοκάται η αποκατάσταση της κανονικότητας στη ζωή μας έως το φθινόπωρο ενδυναμώνονται οι ελπίδες και περιγράφονται με ενθουσιασμό οι προσδοκίες που έχει δημιουργήσει το υπό σύστασιν Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και τα 32 δισ. ευρώ που πρόκειται να διαθέσει για την οικονομική αναβάθμιση της χώρας μας. Απαντες μιλούν για το συνεχώς ενισχυόμενο επενδυτικό κλίμα και το πολλαπλασιαζόμενο ενδιαφέρον ισχυρών εγχώριων και διεθνών ομίλων, για τις ευκαιρίες κερδοφορίας και τις δυνατότητες ταχείας ανάπτυξης της υποτιμημένης ελληνικής οικονομίας. Δεν υπάρχει υποτυπωδώς βιώσιμη επιχείρηση που να μη σχεδιάζει το μέλλον και να μην έχει ενεργοποιήσει διαδικασίες ανάπτυξης και μεγέθυνσης, όπως διαπιστώνει ο διευθυντής του «Βήματος» Αντώνης Καρακούσης.
Ομως οι ενθουσιώδεις αυτές προσδοκίες, όπου υποτίθεται ότι πρωτεύοντα ρόλο θα διαδραματίσει η κρατική μηχανή, τίποτα δεν αποκλείει να ανασταλούν ή και συντριβούν από την παραδοσιακή ελληνική πραγματικότητα, η οποία μονίμως υψώνει εμπόδια και αχρηστεύει προσπάθειες της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά ακόμα και του ίδιου του κράτους. Υπενθυμίζω ενδεικτικά τις ανασταλτικές παρεμβάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, τις αποτρεπτικές ενστάσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τα εμπόδια που υψώνει η Τοπική Αυτοδιοίκηση, τις ενστάσεις περιβαλλοντικών οργανώσεων, τις προσφυγές στη Δικαιοσύνη θιγόμενων ατομικών συμφερόντων, τις αρνητικές αντιδράσεις που εκδηλώνει η αριστερή αντιπολίτευση, τα συνδικάτα και οι δημόσιοι υπάλληλοι που δεν θέλουν να γίνουν ιδιωτικοί. Και προπαντός την παροιμιώδη βραδύτητα με την οποία κινείται η ελληνική Δικαιοσύνη, τις αποφάσεις της οποίας χρειάζεται να αναμένουμε επί πολλά χρόνια.
Μάταια μάλιστα προσδοκάται να δραστηριοποιηθεί βελτιωτικά το μάλλον καθεύδον υπουργείο Δικαιοσύνης. Και πάνω απ’ όλα αντιστέκεται η νωχελής έως ανύπαρκτη κρατική πρωτοβουλία, η οποία δεν φείδεται μεν ενθουσιωδών εξαγγελιών, αλλά που συνήθως αποδεικνύονται έπεα πτερόεντα, χωρίς μάλιστα να ενοχλείται από την κρατική αδράνεια ούτε η κοινή γνώμη, αλλά ούτε και τα ακατασχέτως φλυαρούντα ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα περί τα επουσιώδη και με το κουτσομπολιό.
Ο εκλεκτός συνάδελφος Δημήτρης Στεργίου στον αναστηθέντα ηλεκτρονικά Οικονομικό Ταχυδρόμο περιγράφει με γλαφυρότητα τη μηδενική επάρκεια του ελληνικού κράτους, αλλά και των αντίστοιχων κυβερνήσεων στον τομέα των αποκρατικοποιήσεων. Εδώ και μια δεκαετία αναγράφεται κάθε χρόνο στον κρατικό προϋπολογισμό η πρόβλεψη εσόδων ύψους 50 δισεκατομμυρίων ευρώ από αποκρατικοποιήσεις, οι οποίες μάλιστα ήσαν και μνημονιακές δεσμεύσεις. Μεταξύ εκείνων που από το πρώτο μνημόνιο το 2010 προβλέπονταν ήταν και οι ιδιωτικοποιήσεις των λιμένων Αλεξανδρούπολης, Ηγουμενίτσας και Καβάλας. Εκτοτε έχουν περάσει 11 χρόνια, κατά τα οποία σε κάθε ετήσιο προϋπολογισμό προβλέπονται οι αποκρατικοποιήσεις αυτών των λιμένων, οι οποίοι όμως παραμένουν πάντα κρατικοί, παρά τις δήθεν προσπάθειες ιδιωτικοποίησής τους. Αλλά αν το ελληνικό κράτος επί 10 χρόνια αποδεικνύεται ανίκανο να ιδιωτικοποιήσει τρία λιμάνια, χωρίς μάλιστα να προβάλλονται ιδιαίτερες αντιρρήσεις, πώς θα μπορέσει να ανταποκριθεί στην εφαρμογή του επαινεθέντος από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ελληνικού προγράμματος ανάκαμψης;
Μόνο αν ο κ. Μητσοτάκης αποδειχθεί θαυματοποιός. Και αυτό ίσως αποδειχθεί αν δούμε επιτέλους το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης να αποκρατικοποιείται καθώς στη σχετική προκήρυξη έχουν εφέτος ανταποκριθεί με προσφορές τέσσερις ιδιωτικές εταιρείες.