Αν αθροίσει κάποιος τα κείμενα, τα τραγούδια, τις δηλώσεις, τις αναλύσεις, τις διαμάχες των τελευταίων 16 μηνών θα φτιάξει το μωσαϊκό της πανδημίας, το χνάρι της επάνω στις ζωές μας. Δεν θα είναι η ρεαλιστική και οριστική αποτύπωση, αλλά εκείνη η πρώτη εν θερμώ αποτίμηση που συνοδεύει πάντα την καταγραφή μιας δραματικής συγκυρίας. Η Ιστορία συμβαίνει όταν συμβαίνει αλλά επειδή δεν μπορείς να περιγράψεις με ακρίβεια το νερό που κολυμπάς, συνήθως γράφεται πολύ αργότερα.
Είναι ανθρώπινη αντίδραση η προσπάθεια να μιλήσεις την ώρα του γεγονότος, αλλά συνήθως πιάνεσαι απροετοίμαστος για την ψύχραιμη ανάλυση, για την τελεσίδικη καταγραφή. Περισσότερα από τα μισά θα τα πάρει ο αέρας. Δεν θα μείνει τίποτα από τις σιγουριές μας, ο χρόνος θα αποκαθηλώσει τις τοποθετήσεις αυθεντίας, όπως και τη φούρια της τέχνης που βιάζεται να μιλήσει γιατί φοβάται μην την κατηγορήσουν πως σωπαίνει, ή πως δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη του κόσμου για έκφραση του επίκαιρου αισθήματος.
Φυσικά και δεν μπορείς να σωπαίνεις όταν συμβαίνει κάτι, δεν γίνεται να περιμένεις την Ιστορία να μιλήσει, πρέπει να μπαίνεις, να ρισκάρεις, να μιλάς και ενίοτε να καίγεσαι. Ακόμη και η διάψευση και η ματαίωση είναι πραγματικότητες οι οποίες απλά άντεξαν λίγο.
Χωρίς να χρειάζεται να περιμένουμε πολύ, οι διαφορές αντιμετώπισης της πρώτης από τη δεύτερη καραντίνα είναι μεγάλες. Στην πρώτη, μία γενικευμένη ενστικτώδης, πρώτη αντίδραση ήταν κάτι ανεμικές φιλοσοφίες που μιλούσαν για ευκαιρία να τα βρούμε με τον εαυτό μας, για ένα pause που το είχαμε όλοι ανάγκη για να αλλάξουμε τη σχέση μας με τον χρόνο και να επανεκτιμήσουμε τα σημαντικά από τα δευτερεύοντα, μια ευκαιρία να περάσουμε περισσότερο ποιοτικό χρόνο με τους δικούς μας ανθρώπους, μέσα στο σπίτι. Αυτά άντεξαν κάνα τρίμηνο. Στη δεύτερη καραντίνα αρχίσαμε να βλέπουμε πια καθαρά την εικόνα, με λιγότερες αυταπάτες και εξιδανίκευση. Ηταν καθαρή βία. Μία απάνθρωπη συνθήκη, η αμέσως πιο απάνθρωπη από έναν πόλεμο.
Γενικά η πραγματικότητα είναι τόσο ορμητική που εύκολα παρασέρνει τις κορόνες και τους απλήρωτους τσαμπουκάδες μας. Η φιλοσοφική θωρακισιά του καθενός μας δοκιμάζεται σε έναν αγώνα αντοχής και όχι σε μία κούρσα ταχύτητας. Το ίδιο μας συνέβη και το 2010, που την αρχική μαχητική μας αντίδραση περί ιστορικής ευκαιρίας αλλαγής πολιτικής φιλοσοφίας της Ευρώπης, τη διαδέχθηκε ο κρύος ιδρώτας από την κάθετη πτώση της αγοραστικής μας δύναμης.
Το μόνο παρήγορο για το μέλλον μας είναι να μη δεχθούμε αυτές τις «ήττες» μας ως οριστικές και αμετάκλητες. Να δούμε τον καθρέφτη, να παραδεχθούμε αδυναμίες και ανεπάρκειες, αλλά να μη χάσουμε την πίστη πως τα πράγματα μπορούν να γίνουν καλύτερα. Την επόμενη φορά, αν την προλάβουμε, ίσως να είμαστε πιο έτοιμοι, να πούμε λιγότερα λόγια, να είμαστε πιο χρήσιμοι.
Η Ιστορία μας θα γραφτεί από τους επόμενους. Δεν θα ξέρουν βέβαια ακριβώς τι τραβήξαμε, θα είναι ψυχροί τιμητές, αλλά για εμάς δεν θα έχει καμία σημασία τότε…