Υπό κανονικές συνθήκες, εάν θα θέλαμε να συζητάμε πραγματικά σοβαρά για το μέλλον αυτής της χώρας, τότε το πρώτο θέμα συζήτησης θα έπρεπε να είναι τα συμπεράσματα της έρευνας της Kάπα Research για το πώς σκέφτεται η γενιά των ανθρώπων που είναι 17-39 ετών.
Γιατί, όπως και να το δει κανείς, όταν αυτή η γενιά απαντά, σε ποσοστό 33% ότι αισθάνεται σε αδιέξοδο και σε ποσοστό 20% ότι αισθάνεται ανασφαλής, τότε δεν θα πρέπει να κοιμόμαστε καθόλου ήσυχοι.
Γιατί πολύ απλά έχουμε διαμορφώσει μια συνθήκη, όπου η νέα γενιά, το «μέλλον της χώρας», νιώθει ότι σε αυτή τη χώρα δεν έχει μέλλον.
Δεν είναι ότι το 41% θεωρεί ότι η Ελλάδα είναι ένας κακός τόπος για να ζεις ή ότι πιστεύουν σε ποσοστό 47% ότι το μέλλον της χώρας χαρακτηρίζεται από κρίση, ή ότι εκτιμούν ότι πάσχει σοβαρά και στη δημόσια διοίκηση και στο πολιτικό προσωπικό και στην κοινωνική πρόνοια.
Για να μην αναφερθούμε τα πολύ χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης στα κόμματα (11%) και τα ΜΜΕ (6%) ή στο γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία τους (94%) πιστεύουν ότι υπάρχει διαφθορά στη δημόσια ζωή της χώρας.
Και παρ’ όλα αυτά, ετούτη η γενιά δεν θέλει να φύγει. Το 2010 στην ανάλογη έρευνα της ίδιας εταιρείας ερευνών, το 74% των νέων θα έφευγε στο εξωτερικό εάν του δινόταν η δυνατότητα, ενώ μόνο το 20% έλεγε πως δεν θα το έκανε. Αντίθετα, σήμερα το 47% των νέων λέει ότι δεν θα έφευγε για το εξωτερικό ακόμη εάν της δινόταν η ευκαιρία, ενώ το ποσοστό αυτών που θα έφευγαν υποχώρησε στο 45%.
Και τι ζητά αυτή η νεολαία; Μια χώρα καλύτερη: θέλει δικαιοσύνη, δημοκρατία, ισότητα και αλληλεγγύη. Θέλει επίσης παραγωγικότητα, επιχειρηματικότητα και καινοτομία αλλα δεν τα ταυτίζει από ό,τι δείχνει η έρευνα είτε με την αγορά, ούτε με τον πλούτο.
Κοντολογίς θέλει μια κοινωνία δικαιότερη, πιο ελεύθερη, που να μπορεί να είναι πιο αποδοτική και αποτελεσματική, να αφήνει περιθώριο στη δημιουργικότητα και την καινοτομία, όχι όμως απαραίτητα με τη λογική «να πιάσουμε την καλή».
Η γενιά αυτή δεν δείχνει να ελπίζει ότι τα πράγματα θα αλλάξουν τόσο εύκολα. Τα βγάζει δύσκολα και έχει προσαρμόσει προς τα κάτω ακόμη και αυτό που θα όριζε ως επιθυμητό επίπεδο διαβίωσης. Δεν είναι φοβισμένη, είναι όμως πιο κουρασμένη.
Παρ’ όλα αυτά είναι πιο αισιόδοξη σε σχέση με δέκα χρόνια πριν. Και αυτό είναι θετικό. Όμως, είναι προφανές ότι την αισιοδοξία της δεν την αντλεί τόσο από την εμπιστοσύνη που έχει σε αυτούς που διαχειρίζονται τις τύχες του τόπου, όσο από το γεγονός ότι γνωρίζει ότι διαθέτει αυξημένες δεξιότητες.
Όμως, το πρόβλημα παραμένει: αυτή η γενιά νιώθει ότι «δεν χωρά» στα πράγματα στην Ελλάδα ως έχει. Το πολιτικό σύστημα εξακολουθεί να μην ακούει τους κραδασμούς που έρχονται από τη μεριά της. Το ίδιο και τα ΜΜΕ. Το ενδεχόμενο να δει και τα όποια όνειρά της να διαψεύδονται παραμένει ενεργό. Γι’ αυτόν τον λόγο και επείγει να την ακούσουμε. Να της δώσουμε το λόγο και να κάνουμε αυτά που θα μας πει.