Με επαινετικά σχόλια, για την ελληνική εξωτερική πολιτική το τελευταίο διάστημα, το περιοδικό Foreign Policy, σε ανάλυσή του, επισημαίνει πως η Ελλάδα, αναβιώνει ως διπλωματική δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο, καθώς αντιλαμβάνεται ότι το παιχνίδι γυρίζει κατά της Τουρκίας.
Το αμερικανικό περιοδικό με ειδίκευση στις διεθνείς σχέσεις, κάνει αναφορές στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της Τουρκίας, καταπιάνεται με μία σειρά διπλωματικών κινήσεων της Αθήνας και στέκεται στις πρόσφατες επισκέψεις του Νίκου Δένδια σε Ισραήλ και Παλαιστίνη – ταξίδι που περιλάμβανε και στάσεις στην Ιορδανία και την Αίγυπτο -, το δανεισμό πυραύλων τον Απρίλιο στη Σαουδική Αραβία και την επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Τρίπολη για την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων με τη Λιβύη, ενώ υπενθυμίζει και τις διαβουλεύσεις Ελλήνων αξιωματούχων στο Κάιρο, το Αμάν, την Κύπρο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
«Οι σχέσεις με κράτη μέλη της ΕΕ είναι επίσης καλές, ιδιαίτερα με τη Γαλλία, που εξελίσσεται σε σημαντικό εταίρο ασφάλειας για την Ελλάδα καθώς συμφώνησε τον Ιανουάριο να προμηθεύσει την Αθήνα με πολεμικά αεροσκάφη και πρόσφερε πολεμικά πλοία τον Μάρτιο, ενώ τον Μάιο ο Έλληνας υπουργός Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος είπε ότι οι σχέσεις με τις ΗΠΑ είναι στο καλύτερο επίπεδο όλων των εποχών», αναφέρει το άρθρο υπογραμμίζοντας ότι η διπλωματική προσοχή της Αθήνας εστιάζεται κυρίως στη Μεσόγειο με το βλέμμα στραμμένο στην Τουρκία.
Η Ελλάδα διεκδικεί την επιρροή της
«Η Ελλάδα διεκδικεί την επιρροή της σε μια περιοχή που παραμέλησε επί χρόνια», αναφέρει στο περιοδικό ο Ιωάννης Γρηγοριάδης, επικεφαλής του τουρκικού προγράμματος του ΕΛΙΑΜΕΠ, ενώ ο Δημήτριος Τριανταφύλλου, διευθυντής του Κέντρου Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Καντίρ Χας της Κωνσταντινούπολης συμπληρώνει ότι η κλιμάκωση της έντασης στα ελληνοτουρκικά επί σειράς θεμάτων τον τελευταίο χρόνο λειτούργησαν ως «μήνυμα αφύπνισης για την ελληνική δημοκρατία. Τόσο στο διπλωματικό μέτωπο όσο και σε εκείνο της ασφάλειας η Ελλάδα συνειδητοποίησε ότι σήμανε η ώρα για έναν μεγάλο στρατηγικό ανασχεδιασμό».
Το Foreign Policy επιχειρεί μια αναδρομή στην ελληνοτουρκική αντιπαλότητα, τη «διπλωματία των σεισμών», την έναρξη των διερευνητικών επαφών που σταμάτησαν προ πενταετίας χωρίς να έχουν αποδώσει καρπούς καθώς οι δύο πλευρές διαφωνούσαν ακόμη και ως προς το ποια θέματα θα έπρεπε να περιλαμβάνει η ατζέντα, αφού προηγουμένως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αμφισβήτησε δημοσίως τη Συνθήκη της Λωζάνης ανοίγοντας το δρόμο για τις διεκδικήσεις της Άγκυρας στην ανατολική Μεσόγειο, την αποστολή ερευνητικών σκαφών και γεωτρύπανων συνοδεία πολεμικών σκαφών σε ύδατα που διεκδικεί η Λευκωσία και την υπογραφή στα τέλη του 2019 της συμφωνίας με την υποστηριζόμενη από την Τουρκία κυβέρνηση εθνικής συμφωνίας στη Λιβύη για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών.
Το προσφυγικό
«Το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της όποιας ελληνοτουρκικής προσέγγισης είχε επιζήσει μπήκε τον Φεβρουάριο του 2020», όταν η Τουρκία άνοιξε τα χερσαία σύνορά της με την Ελλάδα στους πρόσφυγες, αναφέρει το Foreign Policy, στο οποίο ο κ. Τριανταφύλλου, επισημαίνει πως «αυτό γύρισε πράγματι μπούμερανγκ στην Άγκυρα. Δημιούργησε την εντύπωση στην Ελλάδα, ακόμη και μεταξύ των μετριοπαθέστερων Ελλήνων ότι η Τουρκία επιχειρούσε έφοδο στα σύνορα».
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντιλήφθηκε αυτή τη στάση της ελληνικής κοινής γνώμης και αντέδρασε αρχίζοντας να οικοδομεί και να αναπτύσσει σχέσεις με περιφερειακές δυνάμεις που επίσης ανησυχούν για την τουρκική πολιτική κι ένα από τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών της Αθήνας ήταν το Ενεργειακό Φόρουμ Ανατολικής Μεσογείου με τη σύμπραξη Κύπρου, Αιγύπτου, Γαλλίας, Ελλάδας, Ισραήλ, Ιταλίας, Ιορδανίας και Παλαιστινιακής Αρχής, την ΕΕ και τις ΗΠΑ με καθεστώς παρατηρητού και τα ΗΑΕ ως υποψήφιο μέλος. «Αν και το φόρουμ αυτό αφορά κυρίως στην εκμετάλλευση του φυσικού αερίου της Ανατολικής Μεσογείου, έστειλε στην Άγκυρα το μήνυμα ότι η Ελλάδα (και η Κύπρος) δεν είναι μόνες τους», σημειώνει το Foreign Policy.
Η στάση της ΕΕ και η Γαλλία
Όπως επισημαίνει ο Αθανάσιος Μανής, συνεργάτης του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου των Αθηνών, «στην περίπτωση της ΕΕ η Ελλάδα κατάφερε να πείσει όλα τα κράτη μέλη να διαμορφώσουν μια διττή ευρωπαϊκή πολιτική καρότου και μαστιγίου συνδεδεμένη άμεσα με τη συμπεριφορά της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο», με την Άγκυρα να αποσύρει τον περασμένο Δεκέμβριο το Oruc Reis από τη Μεσόγειο υπό τις απειλές κυρώσεων της ΕΕ, η οποία ανέβαλε στη συνέχεια τη συζήτηση του θέματος επιμένοντας ότι «παραμένει στο τραπέζι μια θετική ευρωτουρκική ατζέντα» αναφορικά με την οικονομία και το εμπόριο.
Το περιοδικό αναφέρεται και στις ελληνογαλλικές σχέσεις, σημειώνοντας πως η Αθήνα εργάζεται για την ανάπτυξη της σχέσης της με το Παρίσι, το οποίο έχει θεωρήσει την Τουρκία ως απειλή για την περιφερειακή σταθερότητα -και για την εγχώρια ασφάλεια, όπως αναφέρει. Στέκεται δε στην προμήθεια των μαχητικών Rafale και τις κοινές στρατιωτικές ασκήσεις των δύο χωρών.
Ο ρόλος της κυβέρνησης Μπάιντεν
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο άρθρο, στον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε η εκλογή του Τζο Μπάιντεν στη νέα ώθηση στις ελληνο-αμερικανικές σχέσεις καθώς ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ αναμένεται να τηρήσει σκληρότερη στάση έναντι της Τουρκίας. Επισημαίνει ακόμη ότι ο Μπάιντεν περίμενε μέχρι τις 23 Απριλίου για να τηλεφωνήσει στον Ταγίπ Ερντογάν «και τότε μόνον για να τον ενημερώσει ότι ετοιμαζόταν να αναγνωρίσει τη Γενοκτονία των Αρμενίων».
Σημειώνεται επίσης ότι το καλοκαίρι αναμένεται να υπογραφεί μια νέα συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας που πιθανώς θα σηματοδοτήσει και την επέκταση της αμερικανικής βάσης στη Σούδα. «Όλα αυτά έχουν ενθαρρύνει την Αθήνα κι έστειλαν το μήνυμα ότι ΕΕ και ΗΠΑ βλέπουν τώρα την Ελλάδα ως πλήρες μέλος της λέσχης», σχολιάζει ο αντιπρόεδρος του German Marshall Fund στις Βρυξέλλες, Ίαν Λέσερ.
Σύμφωνα με τον κ. Γρηγοριάδη η Ελλάδα κατάφερε να κάνει αυτές τις κινήσεις «λόγω των αποτυχιών της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Πριν από χρόνια θα ήταν πολύ πιο δύσκολο για την Αίγυπτο ή το Ισραήλ να συμπράξουν με την Ελλάδα υπό το φόβο της αποξένωσης της Τουρκίας». Την ίδια ώρα, όπως ο ίδιος επισημαίνει, η Αθήνα ανησυχεί με την απομόνωση της Άγκυρας συνειδητοποιώντας ότι τα πράγματα θα είναι πιο άνετα «με μια προσανατολισμένη προς τη Δύση Τουρκία παρά με μια εχθρική προς τη Δύση». Κι αυτό σημαίνει ότι «η Ελλάδα θα συνεχίσει να υπογραμμίζει την ανάγκη του διαλόγου με την Τουρκία προετοιμαζόμενη ταυτόχρονα διπλωματικά και στρατιωτικά για τυχόν επεισόδιο», λέει ο κ. Μανής.