Η Μελίνα Μερκούρη είχε πει στον Ανδρέα Παπανδρέου τις δύσκολες ημέρες του 1989 για το ΠαΣοΚ και τον ιδρυτή του: «Πρόεδρε, δεν αρέσουμε πια». Αυτή τη φράση της αείμνηστης Μελίνας θυμήθηκαν προ ημερών ορισμένοι πασοκογενείς που… μετοίκησαν πολιτικά στον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία. Αρκετά απογοητευμένοι από την πορεία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν φθάνουν στο σημείο να επικαλεστούν τη συγκεκριμένη φράση για να περιγράψουν την κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Φροντίζουν όμως να σημειώνουν ότι το κόμμα δεν πείθει, δεν είναι ελκυστικό, δεν γοητεύει. Παράλληλα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου στον Αλέξη Τσίπρα, καλώντας τον επί της ουσίας να πάρει πρωτοβουλίες και να τραβήξει μπροστά, διότι δεν υπάρχει άλλο χρονικό περιθώριο.
Το θολό σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης
Με αυτή τη διαπίστωση συμφωνούν και πολλοί εντός της ΚΟ, αλλά και πρώην υπουργοί που αποστασιοποιημένοι από την «προεδρική αυλή», εντοπίζουν προβλήματα πολιτικά και στρατηγικά. Αν και δεν ασπάζονται όλοι τις δημοσκοπήσεις και τις θηριώδεις διαφορές μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, εν τούτοις εστιάζουν στο γεγονός ότι η αξιωματική αντιπολίτευση δεν κερδίζει από τη φθορά της κυβέρνησης. «Το κόμμα δεν ακούγεται» λένε οι περισσότεροι, αν και αναγνωρίζεται από όλες τις πλευρές η σημαντική προσπάθεια του γραμματέα Δημήτρη Τζανακόπουλου να δώσει πνοή ξανά στις οργανώσεις ανά την επικράτεια.
Φθάνει όμως μόνο αυτή η υπερδραστηριότητα και οι συνεχείς τηλε-εκδηλώσεις που γίνονται συνήθως μεταξύ φίλων και στελεχών; Πολλές φορές, όπως έλεγε στο «Βήμα» κεντρικό στέλεχος του κόμματος με μακρά διαδρομή, «φαίνεται να μη δίνουμε να καταλάβουν οι πολίτες το στίγμα μας και το βασικό πρόταγμα». Επ’ αυτού μάλιστα επικαλέστηκε κάτι που επισημαίνουν και άλλοι με διαφορετική οπτική: την πρόσφατη εκδήλωση για το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για το Ταμείο Ανάκαμψης και τι πρέπει να γίνει. Αυτό που εξέπεμψε η αξιωματική αντιπολίτευση – σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των προαναφερόμενων παραγόντων – ήταν ένα θολό σχέδιο που δεν είχε σαφή στόχευση. Στο σημείο αυτό τόνιζαν ότι αυτό που κυριάρχησε στα μέσα ενημέρωσης ήταν όχι δύο ή τρεις καίριες προτάσεις, αλλά γιατί και πώς ήταν παρών ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος και πρώην υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Οι συζητήσεις για κωλυσιεργία
Αυτές είναι ψηφίδες από το εσωκομματικό μωσαϊκό των τελευταίων ημερών, αν και στην Κουμουνδούρου αποφεύγουν επί της ουσίας να εστιάσουν στο πραγματικό πρόβλημα, που είναι, όπως λένε οι παλαιότεροι, δομικό, στρατηγικό και βαθύτατα πολιτικό. Δεν αφορά τον ίδιο τον κ. Τσίπρα ως πρόσωπο, αλλά ως πρόεδρο που πρέπει, όπως λένε με ένταση, να κάνει κινήσεις συγκεκριμένες για να αλλάξει το κλίμα.
«Αλέξη, πάρε πρωτοβουλίες άμεσα» είναι το μήνυμα που στέλνουν κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία στον πρώην πρωθυπουργό και υπάρχουν εισηγήσεις να κινηθεί πιο δυναμικά. Μάλιστα, θυμίζουν ότι αρκετές φορές στο παρελθόν είχε διατυπωθεί η φράση, ως κεντρική γραμμή, από τη στενή προεδρική ομάδα, «θα τα αλλάξει όλα». Μέχρι στιγμής, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κινείται σε μια λογική συμβιβασμών και επί της ουσίας ισορροπεί σε μια λεπτή εσωκομματική κλωστή για να μη διαταράξει τις σχέσεις με τις διάφορες τάσεις. Μόνο που αυτό δεν φθάνει και η πολυπόθητη ώρα των αποφάσεων πέρασε προ πολλού.
Υπό τη σκιά των έντονων συζητήσεων γιατί κωλυσιεργεί ο κ. Τσίπρας, το ερώτημα που θέτουν έμπειρα στελέχη είναι κατά πόσο και πότε θα κινηθεί πραγματικά αυτόνομα και χωρίς διάθεση διατήρησης των εσωκομματικών ισορροπιών. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν πολλές εσωκομματικές φωνές που υποστηρίζουν ότι είναι μονόδρομος για τον κ. Τσίπρα να κάνει τις αναγκαίες κινήσεις. Κεντρικά στελέχη της προεδρικής ομάδας ξεκαθαρίζουν ότι οι αλλαγές πρέπει να δρομολογηθούν άμεσα και στο συνέδριο να ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις. Για τον πρώην πρωθυπουργό είναι μονόδρομος να λάβει αποφάσεις που θα αντιμετωπίζουν τις παθογένειες του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ο οποίος κληρονόμησε πολλά αρνητικά φαινόμενα του ΠαΣοΚ με τη μετακίνηση στελεχών του άλλοτε κραταιού κόμματος.
Πάντως συνέδριο δεν υπάρχει στον ορίζοντα, παρά μόνο η Εθνική Συνδιάσκεψη της επόμενης περιόδου, αν και πληθαίνουν οι ενστάσεις στο εσωτερικό του κόμματος, κυρίως από τμήμα των προεδρικών που λένε: «Δεν μπορεί να βάζουμε ζήτημα να λειτουργεί η Βουλή με πλήρη σύνθεση, με τις αναγκαίες προφυλάξεις και τα επιβαλλόμενα μέτρα, και από την άλλη να μην μπορούμε να δρομολογήσουμε ένα συνέδριο, όταν μάλιστα προχωράει ο εμβολιασμός».
Κομματικά φέουδα σε πολλούς νομούς
Το πρόβλημα για τον κ. Τσίπρα είναι ιδιαίτερο, καθώς όσο και να προσπαθεί ο ίδιος και μια μικρή ομάδα στελεχών, το κομματικό σύστημα δεν βοηθάει ιδιαίτερα. Σε πάρα πολλούς νομούς έχουν δημιουργηθεί ισχυρά προσωπικά φέουδα βουλευτών, πρώην υπουργών και υφυπουργών που λειτουργούν με λογικές φράξιας, αποτρέποντας όσους θέλουν να ενταχθούν στο κόμμα. Ουσιαστικά, οι γνωρίζοντες πρόσωπα και καταστάσεις στο κόμμα μιλούν για «προσωπικούς στρατούς» και «μηχανισμούς ιδιωτικής χρήσης». Από την άλλη πλευρά, και οι «πασοκογενείς» αντιμετωπίζονται ως «μιάσματα» και πρόσωπα που δεν πρέπει επί της ουσίας να εισέλθουν στο… ιερό των νομαρχιακών επιτροπών. Μπορεί όντως να συμμετέχουν στο διευρυμένο όργανο των νομαρχιακών, αλλά στις κατά τόπους ηγεσίες των οργανώσεων ελάχιστοι κατάφεραν να εκλεγούν.
Βαρίδι οι συγκρούσεις στο κόμμα
Περίπου δύο έτη μετά την εκλογική ήττα, το κόμμα εξακολουθεί να στροβιλίζεται σε μια εσωκομματική δίνη μεταξύ τάσεων, ομάδων και μηχανισμών, με αποτέλεσμα η όποια πολιτική πρότασή του να μην προβάλλεται, καθώς οι συγκρούσεις είναι κυρίαρχες. Το κρίσιμο στοιχείο όμως για τον κ. Τσίπρα είναι να προξενήσει αυξημένο ενδιαφέρον σε κοινωνικές ομάδες όπως οι νέοι και τα μεσαία στρώματα και να καταστεί συμμετοχικό κόμμα με περιφερειακή οργάνωση. Παράλληλα, αποτελεί ζητούμενο να καταφέρει να σπάσει το ψυχολογικό φράγμα που, όπως εκτιμάται, εμποδίζει ομάδες πολιτών να συνδεθούν περισσότερο με τις δραστηριότητες του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Απωθητικές είναι και όλες οι συγκρούσεις ή πρακτικές με άρωμα «παλαιού ΠαΣοΚ» που θυμίζουν σε πολλούς περιόδους που θέλουν να ξεχάσουν. «Δεν ήρθαμε στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να δούμε πάλι μια κακή εκδοχή του ΠαΣοΚ και να αντιμετωπίσουμε φαιδρές καταστάσεις» λένε αρκετοί.
Νέα σενάρια για εκλογή αρχηγού από τη βάση
Σε όλο αυτό το σκηνικό που επικρατεί στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αναζωπυρώνεται η συζήτηση για το «τέλος του κόμματος» με τη μορφή που είχε τα τελευταία χρόνια. Και με δεδομένη τη διαπίστωση ότι «ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει, παρά μόνο Τσίπρας», διατυπώνεται εκ νέου η πρόταση για εκλογή του αρχηγού του κόμματος από τη βάση. Αυτό όμως προϋποθέτει διάθεση πραγματικής σύγκρουσης, που δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή. Η προοπτική ανάταξης περνάει μέσα από κινήσεις ουσιαστικής αλλαγής και ανάληψης συγκεκριμένων πρωτοβουλιών, ώστε σταδιακά να σημάνει την αντεπίθεση, ελπίζοντας σε άνοδο των ποσοστών με καλύτερους πολιτικούς όρους.
Μένει να φανεί εάν αυτή η νέα αρχή θα έχει, όπως επιβάλλεται από τις συνθήκες, τη βάση του κόμματος στο επίκεντρο. Κυρίως μένει να φανεί ποιος θα είναι ο οδικός χάρτης του κ. Τσίπρα, πέρα από τις γνωστές από άλλες εποχές διακηρύξεις ότι «ξεκαθαρίζει την κατάσταση», «επιβάλλει την ισχύ του» και «ξαναμοιράζει την τράπουλα», «ενίσχυσε το ηγετικό του προφίλ», κ.ά. Ηρθε η ώρα κατά πολλούς ο κ. Τσίπρας να γίνει από πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αρχηγός – όσο και εάν αυτό ξενίζει και απωθεί τις διάφορες τάσεις (π.χ. Ομπρέλα) που αποκηρύσσουν την προοπτική ενός αρχηγοκεντρικού κόμματος.
Αυτός είναι ο λόγος που επανέρχεται στο τραπέζι των συζητήσεων η άποψη για εκλογή του προέδρου του κόμματος από τη βάση, αν και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας εμμένει να το αποκλείει, με το επιχείρημα ότι δεν χρειάζεται καμία εκλογή για να αποκτήσει κύρος ηγεσίας. Το επιχείρημα που κατατίθεται είναι ότι η άμεση εκλογή αρχηγού δύναται να κινητοποιήσει ευρύτερες δυνάμεις και να δώσει τη δυνατότητα σε απλούς ψηφοφόρους να συμμετάσχουν στην ανάδειξη της ηγεσίας, δίνοντας άλλο τόνο και μεταφέροντας το παιχνίδι από την κλειστή κομματική αρένα στο μεγάλο γήπεδο της κοινωνίας.