Η συγκυρία εορτασμού των 200 ετών από της έναρξη της ελληνικής επανάστασης του 1821, του μεγαλειώδους αγώνα εθνικής απελευθέρωσης, αναγέννησης και ανασυγκρότησης, δεν ήταν η καλύτερη. Η πανδημία περιόρισε τις δυνατότητες ανάδειξης της επετείου και των αναγεννητικών μηνυμάτων που εμπεριέχει.
Στο εσωτερικό οι εκδηλώσεις ήσαν εντελώς συμβολικές, τελούσαν υπό το βάρος του πανδημικού απαγορευτικού, δεν έλαβαν μαζικό χαρακτήρα, ο ελληνικός λαός δεν μπόρεσε, εκ των συνθηκών, να συμμετάσχει στη δέουσα αναζήτηση, εν πολλοίς δεν είχε την ευκαιρία ούτε να γιορτάσει ούτε να αναστοχαστεί ούτε βεβαίως να μεταδώσει τις δικές του εθνικές αγωνίες και εθνικές προσδοκίες.
Η δημόσια συζήτηση και αναζήτηση περιορίστηκε στους στενούς κύκλους των διανοουμένων και πολιτευομένων, δεν αγκαλιάστηκε από τον λαό, δεν εμπλουτίστηκε από τα αισθήματα του λαού, από τη λαϊκή παρόρμηση και κουλτούρα που τόσο καθοριστική υπήρξε τόσο στα χρόνια του Αγώνα όσο και κατά τη μακρά πορεία της εθνικής αναγέννησης που ακολούθησε.
Ξέμεινε δυστυχώς στα όρια του zoom και των σημαντικών μεν, αλλά μη επαρκών και κατά πάσα βεβαιότητα ασυναισθηματικών δυνατοτήτων των νέων τεχνολογιών.
Επιπλέον, ούτε στο εξωτερικό το ελληνικό μήνυμα δεν έφτασε στα πέρατα της οικουμένης, όπως η επέτειος των δύο αιώνων από την έναρξη του εθνικής παλιγγενεσίας επέβαλλε. Παρότι περιορισμένο, ωστόσο υπήρξε αρκετά επιδραστικό, αγκαλιάστηκε από ισχυρές κυβερνήσεις και χώρες, συγκίνησε τις ομογενειακές κοινότητες σε όλον τον κόσμο, φανέρωσε δυνατότητες πολύ μεγαλύτερες από αυτές που η διεθνής υγειονομική κρίση επέτρεψε να αναδειχθούν.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι υπό κανονικές συνθήκες η επέτειος θα επέτρεπε τη δημιουργία ενός εντυπωσιακού και αποτελεσματικού κύματος προβολής και ανάδειξης των εθνικών αγώνων, των εθνικών δικαίων, αλλά και των προοπτικών της Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο.
Κοινή λοιπόν είναι η πεποίθηση ότι η επέτειος των 200 ετών από την έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας δεν έτυχε της αξίας, της σημασίας και του συμβολικού μηνύματος που ενσωματώνει.
Υπό αυτή την έννοια, οι εορτασμοί θα μπορούσαν να παραταθούν και το 2022. Ιδιαιτέρως η προσπάθεια προβολής της χώρας στο εξωτερικό να λάβει τις διαστάσεις που αρμόζουν στο ιστορικό γεγονός.
Θα ήταν ίσως σκόπιμο μάλιστα να ενσωματώσει και τη δυστυχή επέτειο συμπλήρωσης 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή, από το δράμα της καιόμενης Σμύρνης και του κύματος του 1,5 εκατομμυρίου ξεριζωμένων προσφύγων που ακολούθησε.
Προσφέρει και αυτή μια άλλη ευκαιρία εθνικού αναστοχασμού και αναζήτησης, γιατί απλούστατα ο εθνικός μας βίος δεν έχει μόνο επιτυχίες, παρά και κραυγαλέες αποτυχίες, αποτέλεσμα της απώλειας του μέτρου και του ελλείμματος κατανόησης των συνθηκών που συνήθως κατακυριεύει την ελληνική πολιτική τάξη.
Ειδικά στο παρόν ασταθές διεθνές περιβάλλον και σε χρόνους αναδιαμόρφωσης των γεωπολιτικών σταθερών επιβάλλεται συνδυασμένη αναζήτηση και συλλογικός αναστοχασμός. Οφείλουμε στη χώρα και στους πολίτες να σκάψουμε με τη δέουσα προσοχή στο βάθος της Ιστορίας, να αξιολογήσουμε όπως αρμόζει σε ένα ιστορικό έθνος πώς φθάσαμε από τον αγώνα της εθνικής παλιγγενεσίας στην ανεξαρτησία και από εκεί στην εθνική ολοκλήρωση μέσω μιας ανείπωτης καταστροφής. Να ξαναδούμε πώς από το Οίκαδε του 1920 φθάσαμε στην Κόκκινη Μηλιά του 1921 και από εκεί στην καταστροφή του 1922.
Για αυτούς τους λόγους, αλλά και επειδή η παρούσα ιστορική περίοδος είναι γεμάτη σοβαρούς κινδύνους και μεγάλες ευκαιρίες, προτρέπουμε τις πολιτικές δυνάμεις να συνηγορήσουν υπέρ των 200 + 1, με την ελπίδα να αποκομίσουμε όσα η πανδημία μάς στέρησε.