Το να μιλούν και οι δύο πλευρές για νίκη σε μια από τις αλλεπάλληλες αντιπαραθέσεις ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Χαμάς δεν είναι κάτι σπάνιο. Για την ακρίβεια είναι ο κανόνας. Εν μέρει αυτό είναι αποτέλεσμα της ίδιας της υφής της σύγκρουσης: το Ισραήλ θέλει διαρκώς να κατάγει αρκετά χτυπήματα ώστε να υπενθυμίζει ότι την υπέρτερη ισχύ του, ακόμη και εάν τα θύματα ενίοτε είναι κυρίως άμαχοι και η Χαμάς στηρίζει το κύρος της πάνω στην ικανότητα αντοχής απέναντι σε αυτά τα πλήγματα.
Αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι το είδος αυτής της σύγκρουσης δεν μπορεί να έχει άλλα κατάληξη από κάποιου είδους ανακωχή. Το Ισραήλ δεν δείχνει προς το παρόν διατεθειμένο να κάνει το βήμα μιας χερσαίας εισβολής για την κατάληψη της Γάζας, γιατί γνωρίζει ότι θα συναντήσει μορφές αντίστασης που θα κάνουν την επιχείρηση να έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος από αυτό που είχε όταν εισέβαλε στο Λίβανο (και ουσιαστικά ηττήθηκε από τη Χεζμπολάχ) και η Χαμάς γνωρίζει ότι ακόμη και εάν βελτιώσει την αποτελεσματικότητα των οπλικών συστημάτων που διαθέτει δεν μπορεί να πετύχει το είδος ισχύος που θα «γονάτιζε» το Ισραήλ.
Πώς ήταν το τοπίο πριν τη σύγκρουση
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να κάνει απολογισμό για το πώς εξελίχθηκε η σύγκρουση και κυρίως για το ποιον ευρύτερο αντίκτυπο είχε. Με αυτή την έννοια οι συγκρούσεις γύρω από τη Γάζα στην προηγούμενη δεκαετία μπορεί να ολοκληρώνονταν με εκεχειρία και η Χαμάς να διατράνωνε την αντοχή τους, εντούτοις ήταν μια περίοδος όπου η πραγματική θέση των Παλαιστινίων υποχωρούσε, καθώς τόσο οι ΗΠΑ και η ΕΕ όσο και αρκετές αραβικές χώρες μετατοπίζονταν σε θέσεις που ήταν δυσμενέστερες για τα αιτήματα των Παλαιστινίων και πρωτίστως για τη διεκδίκηση μιας κρατικής οντότητας.
Αποκορύφωμα ήταν η μεγάλη στροφή των ΗΠΑ επί προεδρία Τραμπ όταν φάνηκε ως οι ΗΠΑ να συντάσσονται ακόμη και τυπικά με ισραηλινές θέσεις που επισήμως ήταν εκτός συζήτησης (όπως για παράδειγμα την προσάρτηση του μεγαλύτερου μέρους της Κατεχόμενης Δυτικής Όχθης).
Δεν ήταν τυχαίο ότι όλο το προηγούμενο διάστημα το Ισραήλ φάνηκε να κινείται ως εάν να θεωρούσε δεδομένο ότι δεν θα δεχόταν ξανά οποιαδήποτε πίεση για παραχωρήσεις σε σχέση με το Παλαιστινιακό. Σε τελική ανάλυση έχοντας κρατήσει επιθετική στάση απέναντί στους Παλαιστινίους κατάφερε όχι μόνο να έχει αμερικανική στήριξη ακόμη και σε επιθετικές ενέργειες (ενδεικτικός ο συμβολισμός της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ από τις ΗΠΑ) αλλά και να προχωράει στη διαδικασία της «εξομάλυνσης» των σχέσεων με τις συντηρητικές Μοναρχίες του Κόλπου. Επιπλέον, η στροφή της κυβέρνησης Τραμπ προς την επικέντρωση στο Ιράν έδινε μεγαλύτερα περιθώρια στο Ισραήλ που ούτως ή άλλως βλέπει εαυτόν ως τμήμα ενός αντι-ιρανικού μετώπου.
Τι δείχνει να αλλάζει τώρα
Τώρα, όμως, υπάρχουν ορισμένες παράμετροι που είναι διαφορετικές. Καταρχάς η νέα αμερικανική κυβέρνηση δεν προσυπογράφει πλήρως τις θέσεις της εποχής Τραμπ, θέλει να επανεκκινήσει τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και δεν επιθυμεί μεγάλες εντάσσεις, συγκρούσεις και επιθετικές ενέργειες στην περιοχή.
Έπειτα, η όλη πολιτική κρίση στο Ισραήλ που είναι ιδιαίτερα παρατεταμένη έχει μειώσει το κύρος του Μπενιαμίν Νετανιάχου και έχει ενισχύσει την εικόνα ότι είναι διατεθειμένος να προχωρήσει ακόμη και σε στρατιωτικές κλιμακώσεις με βασικό κριτήριο τη δική του πολιτική επιβίωση. Και βέβαια ο τρόπος που η αντιπαράθεση δεν έμεινε μόνο στην Ανατολική Ιερουσαλήμ αλλά διαμόρφωσε ένα ευρύτερο Παλαιστινιακό κίνημα, με κινητοποιήσεις και εντός Ισραήλ (σε πείσμα της ισραηλινής προσπάθειας να δοθεί η εικόνα ότι η σχέση με τους Παλαιστινίους εντός Ισραήλ είναι διαφορετική), έκανε αρκετούς να αντιληφθούν ότι η κρίση είναι βαθύτερη.
Όλα αυτά συναντήθηκαν και με άλλες παραμέτρους. Το μέγεθος και το είδος των ισραηλινών επιθέσεων κατέστησαν σαφές ότι δύσκολα μπορούσαν να δικαιολογηθούν ως «αυτοάμυνα», παρά τις σχετικές δηλώσεις των δυτικών πρωτευουσών και αυτό αποτυπώθηκε και στην παρουσίαση των γεγονότων από τα περισσότερα διεθνή ΜΜΕ, που σε γενικές γραμμές δεν προσυπέγραψαν την ισραηλινή θέση ότι χτυπήθηκαν κυρίως «τρομοκράτες». Ένα μέρος της Εβραϊκής Διασποράς, ιδίως στις ΗΠΑ, αρνείται να συμπαραταχθεί με τις πρακτικές της Ισραηλινής κυβέρνησης. Το ίδιο το πολιτικό σύστημα του Ισραήλ με τον κατακερματισμό του και την ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα ακροδεξιών απόψεων, δυσκολεύεται να παρουσιάσει πολιτικούς ηγέτες που να μπορούν να απαντήσουν στις ανησυχίες της διεθνούς κοινής γνώμης.
Από την άλλη μεριά οι Παλαιστίνιοι βρέθηκαν αυτή τη φορά να έχουν ένα κύμα διεθνούς συμπαράστασης παρά τα σοβαρά προβλήματα που εξακολουθεί να δημιουργεί η εικόνα της διάσπασης και τελικά της πολιτικής κρίσης του παλαιστινιακού κινήματος.
Με έναν τρόπο η όλη εξέλιξη και οι παρεμβάσεις για την εκεχειρία διαμόρφωσαν ένα κλίμα που κάνει πιο δύσκολο για τια αραβικές κυβερνήσεις, ακόμη και αυτές που είναι στη διαδικασία εξομάλυνσης να αποδεχτούν τις ισραηλινές προτάσεις για την επίλυση. Ωστόσο, είναι σαφές ότι την ίδια στιγμή καμιά αραβική χώρα δεν δείχνει διατεθειμένη να πάρει μεγάλες πρωτοβουλίες για την επίλυση του ζητήματος, πέραν παρεμβάσεων ώστε να μην αναζωπυρωθεί. Όσο για δυνάμεις που πήραν πιο καθαρή θέση, όπως το Ιράν, απέχουν ακόμη από το να μεταφέρουν τη λογική «άξονα της αντίστασης» και στην Παλαιστίνη, ιδίως όταν έχουν και άλλες πιο επείγουσες προτεραιότητες.
Στο εσωτερικό του ίδιου του Παλαιστινιακού κινήματος η Χαμάς μπόρεσε να πετύχει έναν τακτικό στόχο, που έχει να κάνει και με τον τρόπο που θέλει να διευρύνει την απήχηση και την αίγλη της μεταξύ των Παλαιστινίων, που ήταν δείξει ότι το Ισραήλ δεν είναι άτρωτο και ότι μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική, ενώ την ίδια στιγμή μπορεί να υποστηρίζει ότι υπήρξε πιο μαχητική από την Φατάχ και την ηγεσία της Παλαιστινιακής Αρχής. Όμως, την ίδια στιγμή η μεγάλη επέκταση των κινητοποιήσεων, όχι μόνο στη Δυτική Όχθη αλλά και στο εσωτερικό του Ισραήλ, με τους Παλαιστινίους του Ισραήλ να έρχονται στο προσκήνιο επίσης διαμορφώνει ένα νέο τοπίο.
Μια ακόμη ευρωπαϊκή αδυναμία παρέμβασης
Κατά τα άλλα ας σημειώσουμε ότι για άλλη μια φορά η Ευρωπαϊκή Ένωση απέτυχε να έχει έναν ρόλο. Η μονόπλευρη συστράτευση ηγετικών χωρών όπως η Γερμανία και η Γαλλία με το Ισραήλ δημιούργησε εξαρχής μια αδυναμία να μπορούν να παρέμβουν κατευναστικά στη σύγκρουση. Αυτό σήμαινε ότι για άλλη μια φορά ο κρίσιμος ρόλος αφορούσε από τη μια τις ΗΠΑ, που πίεσαν για την κατάπαυση, τη Ρωσία και την Κίνα που εξαρχής είχαν τέτοια θέση και την Αίγυπτο που παραμένει η βασική χώρα της περιοχής που μπορεί να υποστηρίξει διαπραγμάτευση (κάτι από το οποίο η Τουρκία, που ρητορικά υπήρξε ιδιαιτέρως μαχητική στο πλευρό των Παλαιστινίων, δεν μπορεί να κάνει).
Μια ανοιχτή πληγή
Ωστόσο απέχουμε ακόμη από την διαμόρφωση μιας νέας δυναμικής για επίλυση. Για τη διεθνή κοινότητα το βασικό είναι να μην έρχεται στο προσκήνιο το ζήτημα και να μην αναζωπυρώνεται και όχι να δρομολογηθεί κάποια λύση και αυτό κατατείνει περισσότερο ση διαιώνιση της σημερινής κατάστασης. Από τη μεριά του το ίδιο το Παλαιστινιακό κίνημα, παρά την εμφάνιση μιας ιδιαίτερα μαχητικής νέας γενιάς, έχει αρκετό και δύσκολο δρόμο μπροστά του για να αποκτήσει ξανά εκείνη τη δυναμική και εκείνη την εμβέλεια που θα του επέτρεπε να αντιστρέψει έναν αρνητικό συσχετισμό που διαμορφώθηκε τα προηγούμενα χρόνια.
Ωστόσο, όλα αυτά δεν αναιρούν ότι το Παλαιστινιακό παραμένει μια από τις σημαντικές ανοιχτές πληγές στη διεθνή σκηνή και καθόλου ένα «ξεχασμένο ζήτημα». Παραμένει ένας κρίσιμος κόμβος για τη συνολικότερη μετάβαση σε μια πιο ειρηνική συνθήκη αλλά και για να πιστέψει ξανά η διεθνής κοινή γνώμη ότι η δικαιοσύνη παραμένει αναγκαία συνθήκη της ειρήνης.